Το δωμάτιο άδειο. Δυο πολυθρόνες ορφανές, αντικριστά. Τα παράθυρα χωρίς κουρτίνες, οι τοίχοι δίχως κάδρα. Γκρι τοίχοι, σπατουλαρισμένοι. Κανένα ψεγάδι πάνω τους. Και τα παράθυρα με τζάμια τόσο καθαρά που περιμένεις τον αέρα ή την κάψα. Τα κανάτια κλειστά αφήνουν κάποιο φως. Αυτό πέφτει στη μια πολυθρόνα. Την πιο στενόχωρη. Στην άλλη, την αναπαυτική, κάθεται εκείνη.
Έχει στα χέρια της ένα μολύβι. Το βάζει κάπου κάπου στα μαλλιά της, κινέζικο ξυλάκι. Φαίνεται πως τον ακούει. Φαίνεται, γιατί η πολυθρόνα της πλημμυρίζει από σκοτάδι. Κάπου κάπου κάποια σκιά του προσώπου της πιστεύεις πως δείχνει τα χρόνια της.
Εκείνον το φως τον τέμνει, παράλληλες τομές. Γέρνει, μετατοπίζει το σώμα του και έτσι, παρατηρώντας τον για ώρα, θα γνωρίσεις όλα τα σημεία του κορμιού του. Η ρώμη του σε φωνάζει από τα μπράτσα, από το στήθος, από τα τεντωμένα του πόδια. Μονάχα το πρόσωπο και η φωνή δεν έχουν δύναμη. Το πρόσωπο, συσπασμένο, γέρασε πρόωρα στα σαράντα του και η φωνή του με έναν θρήνο.
Η βάρκα αναποδογύρισε. Στο πουθενά. Τα χέρια απλώθηκαν. Ήλιος και θάλασσα. Κάπου ο ουρανός. Τα χέρια απλώθηκαν. Θα ήταν καμιά τριανταριά. Τρόμαζαν να μετρηθούν από την αρχή του ταξιδιού. Τους βλέπω θαρρείς, μετά χρόνων ταξίδι να φτάνουν από την πατρίδα τους στην αντίπερα ακτή. Εκεί τους έριξαν στη βάρκα. Τους όρισαν τις θέσεις. Εμείς τους συναντήσαμε μεσοπέλαγα. Απλώσανε τα χέρια. Η βάρκα είχε γύρει επικίνδυνα. Ίσως να την εμβολίσαμε. Τα χέρια απλώθηκαν. Εμείς δεν απλώσαμε τα δικά μας. Εκτελούσαμε διαταγές. Εντολές του αρχηγείου. Οι θέσεις που τους όρισαν ήταν συγκεκριμένες, μπορεί να ήταν και στενόχωρες. Η βάρκα έμοιαζε έρμαιο του καιρού, για κάποια κοντινή στεριά ήταν το σκαρί της φτιαγμένο. Η δικιά μας στεριά μίλια μακριά. Η γη μας, η άφανη, ήταν ο προορισμός τους. Η άφανη γης. Ξεκινάς για κάπου που δεν βλέπεις; Και όμως ήταν χαρούμενοι, το βλέπω, όχι για τη γη μας που θα έφταναν, αλλά για τη γη τους που την άφηναν. Σπίτια δεν είχαν για να σκεφτούν. Ίσως να έβρισκαν. Εδώ. Βέβαια, κάποτε ήταν νοικοκυραίοι. Με γης δικιά τους και υποστατικά και σπίτια γαλήνια. Μετά ήρθε ο πόλεμος.
Άπλωναν τα χέρια. Εμείς κοιτούσαμε τον ουρανό. Αν ήθελε ο Θεός ας τους βοηθούσε. Εμείς είχαμε εντολές. Τα χέρια βούλιαξαν, ένα- ένα ή όλα μαζί. Κοίταξα τη θάλασσα και χάθηκαν. Ανακουφιστήκαμε.
Γιατί δεν έμεναν στον τόπο τους; είπε κάποιος.
Είχαν περισσότερες πιθανότητες να ζήσουν στον δικό μας, είπε άλλος.
Εκτελούσαμε εντολές, είπε ο αξιωματικός. Μην το ξεχνάτε.
Είμαστε όλοι Χριστιανοί. Ορθόδοξοι. Κάθε Κυριακή πηγαίνουμε στην εκκλησιά. Γονατίζουμε στους αγίους. Βλέπουμε τον σταυρωμένο και συμπάσχουμε με τη Θεομήτορα. Εξομολογούμαστε, μεταλαμβάνουμε, συγχωρούνται τα κρίματά μας. Εκτελούσαμε διαταγές. Ήμασταν σε διατεταγμένη υπηρεσία. Και πατριώτες.
Την κοίταξε. Εκείνη έσιαξε τη φούστα της. Ή έκαμε.
Συνέχισε, την άκουσε.
Την κοίταξε με απορία. Δεν είχε κάτι άλλο να πει. Κύλησαν τα λεπτά. Κούτσαιναν στενόχωρα μέσα σε μια εκκωφαντική σιωπή. Στο πρόσωπό του έτρεχαν οι συσπάσεις των ρυτίδων και μια μελαγχολική βροχή. Τον άφηνε να σκέφτεται; Θα του έλεγε κάτι ή θα παρέμενε σιωπηλή;
Αυτό είναι το όνειρο, είπε κάποτε, ως δικαιολογία για τον χρόνο που έφευγε.
Εκείνη χαιρόταν το σκοτάδι. Ίσως να τον παρατηρούσε από μέσα του. Πως κάποιος αναμετρά τις κινήσεις και την καθημερινότητα μιας οικογένειας που τη λούζει το φως του σπιτιού της καλυμμένος στη νύχτα του δρόμου.
Τελειώσαμε, την άκουσε.
Τελειώσαμε; ρώτησε τρομαγμένα.
Την άλλη βδομάδα, την άκουσε.
Το ράκος του βγήκε από το δωμάτιο, πέρασε από το γραφείο της και βγήκε από την πίσω πόρτα.
*
Το δωμάτιο άδειο. Οι δυο πολυθρόνες στο ίδιο σημείο. Μονάχα το παράθυρο ανοιχτό και μπροστά του ένα κιούπι. Κάτι προσπαθεί να καεί μέσα του. Δώδεκα συνεδρίες, του είπε. Τόσοι ήταν και οι μαθητές του Χριστού, θα σκεφτεί εκείνος.
Είναι εκείνη η ησυχία που σε τρομάζει, που σου γεννάει μιαν έκρηξη. Και είναι ένα γλυκό σκοτάδι, λες θα ζήσω μέσα του, αφήνεσαι, σε γαληνεύει, σε ταξιδεύει. Η θάλασσα αρχίζει να ξυπνάει, την ακούς και στο βάθος μια σπίθα. Σε μιαν άκρη αυτού του γαλήνιου σύθαμπου, μια μικρή φωτίτσα, ξέρεις, τέτοια που λες πως κάτι θα γεννηθεί, βλέπω να διογκώνεται ένας αμνιακός σάκος. Μέσα στον σάκο ένα μωρό, φτιαγμένο μωρό, δηλαδή ζωντανό. Χαίρεται και παίζει, χαμογελά και κουνιέται ολόκληρο και εγώ πλανεύομαι. Από τη μια γαλήνη στην άλλη. Και τότε κάτι γίνεται. Το αμνιακό υγρό αρχίζει να φουσκώνει, πλημμυρίζει, το παιδί έχει χάσει το γέλιο του, πνίγεται. Εγώ το βλέπω, σπαράζω μα είμαι ακίνητος, περιμένω διαταγές, σκέφτομαι και βλέπω τη βάρκα που έχει γείρει, βλέπω το χέρι του παιδιού απλωμένο και ένα άλλο χέρι και ένα τρίτο και χέρια βλέπω. Μονάχα χέρια. Και φωνές ακούω, ναι τώρα ακούω και φωνές, έρχονται από τη θάλασσα, οι γύρω μου όλοι αδιάφοροι, ευτυχώς, σκέφτομαι, δεν είμαι μόνος και ο Φώτης στην πλώρη έχει γονατίσει και κλαίει, ο καπετάνιος έχει κάνει αναστροφή, πρέπει να φύγουμε από εδώ, έχει κάνει αναστροφή και επιταχύνει και εγώ εκεί πάνω αρπάζω το χέρι, η ταχύτητα είναι μεγάλη μα εγώ το κρατώ, δεν το αφήνω, το κρατώ και το τραβώ και βλέπω εκείνο το μωρό. Ναι, το μωρό. Έχει πρόσωπο, είναι εκείνο το πεθαμένο μας, που πήρε κάποιες ανάσες ζωής και έφυγε, εσύ φταις, μου πετούσε η Ζωή, εσύ φταις, δεν το πρόσεχες, ακούω τη Ζωή και ο Φώτης ωρύεται, είμαστε φονιάδες, εκτελούμε διαταγές, ο αξιωματικός, εγώ δεν ξανανεβαίνω εδώ, ο Φώτης, να τους σκοτώνετε μόνοι σας.
Εσύ φταις, η Ζωή, δεν το πρόσεχες, μα πέθανε στον ύπνο του, δικαιολογιόμουν, πέθανε στον ύπνο του, λέω και ακούω, ήταν ανάγκη να τους διεμβολίσουμε; ο Δημητρός, εκτελούμε διαταγές, ο αξιωματικός. Υπακοή. Αλλιώς…
Εκτελώ διαταγές. Της πατρίδας. Είμαι πατριώτης. Όχι σαν κάτι άλλους. Όταν ακούω τον εθνικό ύμνο ριγώ. Χαίρε, ω, χαίρε λευτεριά! Εκτελώ διαταγές. Μόνον έτσι το έθνος μας θα επιζήσει.
Αυτό είναι το όνειρο.
Όνειρο; άκουσε αντίκρυ του έναν καγχασμό.
Ναι… Δεν ξέρω… Εκείνο το μωρό, το πρώτο μας, πέθανε στον μήνα. Δεν έφταιγα εγώ. Το ορκίζομαι. Πάντως κάθε Κυριακή στην εκκλησιά ζητώ συγχώρεση. Για όλα. Μετά κοινωνώ. Ο Θεός, όλα τα συγχωράει. Όλους τους συγχωράει. Είναι οι προσευχές μου από καρδιάς και η μετάνοια μου βαθιά. Είμαι χριστιανός. Ορθόδοξος. Και πατριώτης. Εκτελώ διαταγές. Υπακοή, όρισε ο Θεός. Υπακοή και πίστη.
Την κοίταξε. Εκείνη έπαιζε με εκείνο το μολύβι, το άκουγε που τον σάρκαζε. Δεν τον κοιτούσε, ίσως. Ίσως να μην τον άντεχε. Έμειναν για ώρα έτσι.
Τελειώσαμε; τη ρώτησε με ένα πάθος για να τραπεί σε φυγή.
Εκείνη δεν μίλησε. Αυτός πετάχτηκε και βγήκε από το γραφείο και από την πίσω πόρτα στον αέρα της πόλης. Οι βαθιές εισπνοές τον γέμισαν με δύναμη. Είδε τον κόσμο όπως τον άφησε και χάρηκε. Σε μιαν αποπνικτική μοναξιά ο καθένας προσπαθεί να ορίσει τη ζωή του. Του ήρθε στα χείλη η επίκληση:
Την κατώδυνον ψυχή μου εκ πληγών και εκ τραυμάτων δια Σων, αγνή Παρθένε, ανωδύνων ιαμάτων σπεύσον ίασαι και σώσον.
*
Το φεγγάρι στάθηκε πάνω στη μανόλια. Τα φύλλα της πήραν μορφές παιδιών. Τόσα πολλά; Θα σκεφτόταν εκείνος. Δεν ζουν, θα του απαντούσε και θα έριχνε όλα της τα άνθη. Τότε, εκείνος ο καρπός που ξεπρόβαλλε, ο ένας και όλοι οι τόσοι άλλοι, πήραν και εκείνοι τις μορφές παιδιών. Μόνον που το νερό του ουρανού την κάλυπτε και τα κλειστά παραθυρόφυλλα δεν επέτρεπαν στα μάτια να τα δουν.
Έτσι, όσο ήσυχος θα μπορούσε να είναι, ανακατεύτηκε στην καρέκλα του. Δεν ήταν ανάγκη να κοιτάξει στο σκοτάδι γύρω του, το κενό το γνώριζε. Απέναντί του εκείνη, τόσο σκοτεινή όσο ποτέ. Κάποια κεριά τον περικύκλωναν και περίμεναν.
Το σκοτάδι… Δεν το φοβάμαι. Είναι γλυκό το σκοτάδι. Ξυπνά μνήμες. Όνειρα. Όχι φανταστικά. Υπαρκτά. Σαν τελείωσα το πολυτεχνείο είχα άλλα όνειρα. Η χρεία μου τα γύρισε. Έφερε άλλα. Όταν ήμουν φοιτητής αισθανόμουν πως δεν είμαι γεννημένος για αυτά. Για οικογένεια και τέτοια, ξέρεις. Η χρεία μου άλλαξε τον κόσμο. Μου έδωσε πράγματα απλά. Χειροπιαστά. Οικογένεια, πίστη. Με αυτά ζω. Είμαι καλά, το πιστεύεις; Κάποτε ο άνθρωπος στα απλά βρίσκει τη ζωή του. Και στην πίστη.
Προσπάθησε να τη δει. Δεν επιζητούσε τον έπαινο ή τη συμπάθεια. Ήθελε απλά το ενδιαφέρον της για τη ζωή του. Εκείνη, καλά κρυμμένη στο σκοτάδι, είχε χαμηλώσει τα μάτια. Μην και την προδώσουν.
Γυρίστε πίσω, φώναξε τρεις στα ελληνικά ο αξιωματικός, το άκουσα, γυρίστε πίσω στην πατρίδα σας, ο υπαξιωματικός, τρεις φορές στα αγγλικά, το άκουσα, γυρίστε πίσω, ο Μιχάλης ωρυόταν στα τούρκικα, κάποιοι άρπαξαν τα κοντάρια και άρχισαν να χτυπούν, δεν ξέρω αν τους χτυπούσαν ή αν τους τρόμαζαν, είδα αίματα στο πρόσωπο μιας γυναίκας, έγκυος, εκείνη φώναζε, έγκυος, έλεγαν οι λυγμοί της, να πας εκεί που σε γαμήσανε, ο Λάκης, τα κοντάρια έσπρωξαν το φουσκωτό, δεν το αναποδογύρισαν, είχε κύματα, είμαι βέβαιος, κύματα ίσα με κει πάνω. Εκείνα φταίνε. Και κάποτε βλέπω χέρια, τότε είδα χέρια, πριν άκουγα φωνές, μην κοιτάτε, ο αξιωματικός, αυτό θέλουν. Ήμουν στην πλώρη και είδα το χέρι, πριν θα είχα δει το πρόσωπο, ήτανε δώδεκα, αγόρι.
Και ήτανε ο γιος μου, παίζαμε ποδόσφαιρο, πως έπεσε στη λίμνη δεν ξέρω, δεν ξέρω πως βρέθηκε στη λίμνη και εγώ πάνω στη βάρκα τον έβλεπα, ο γιος μου με κοιτούσε, δεν ζητούσε βοήθεια, με κοιτούσε και εγώ απέστρεψα την κεφαλή. Σαν γύρισα η λίμνη ήταν στην ησυχία της και η θάλασσα έγινε λάδι, ήτανε δώδεκα εκείνο το παιδί, βούλιαξε στη θάλασσα, δεν άπλωσα χέρι, εδώ δεν βοήθησα τον γιο μου.
Έτσι είναι το όνειρο.
Το όνειρο; Του πέταξε, διέκρινε μια ειρωνεία που ξέρει να σκοτώνει, αυτός δεν ήξερε, δεν ήταν και βέβαιος.
Το όνειρο, ξανάπε μουδιασμένα. Άλλωστε έχω και παιδιά. Δύο. Τα αγαπάω τα παιδιά. Και εκτελούμε διαταγές. Έτσι είναι. Εκτελούμε διαταγές. Ξέρετε τι θα πει διαταγές; Αν δεν υπακούσουμε το έθνος μας θα χαθεί. Είμαι πατριώτης ξέρετε. Όχι σαν μερικές… (κοίταξε το περίγραμμά της με μανία, όση μπορούσε) Πατριώτης και χριστιανός ορθόδοξος. Κάθε Κυριακή κοινωνώ. Το σώμα και το αίμα του σωτήρα μας με αθωώνει. Από όλα τα κρίματα. Και εσείς;
Εγώ;
Είστε χριστιανή; Ορθόδοξη; Ή η επιστήμη σας σάς οδήγησε στην αθεΐα; Εκείνη γέλασε. Πιστεύετε στον θεό; Πιστεύετε στην άφεση των αμαρτιών;
Τις αμαρτίες του ο καθένας τις κουβαλά μονάχος.
Ο θεός όλα τα συγχωρεί.
Και εσείς; Συγχωρέσατε τον εαυτό σας;
Τον κοίταζε. Ένιωθε πως τον κοιτούσε στο στόμα. Σα να μύριζε τη σιωπή του και περίμενε.
Τελειώσαμε, είπε αλαφιασμένος. Δεν νομίζω να ξανάρθω.
Σηκώθηκε μουδιασμένα και γερτός τράβηξε κατά το γραφείο της. Πέρασε την πόρτα και η σκέψη, τι γυρεύω εδώ; που θα βρω τη γαλήνη; τον έδεσε.
Στην εκκλησία ο εσταυρωμένος τον κοιτούσε και ένιωσε ένα ρίγος.
Πιστεύετε πως οι εικόνες είναι κάτι πέρα από ξύλο; Θυμήθηκε τα λόγια της. Πιστεύετε πως οι σκηνές των τυραννισμένων είναι κάτι άλλο έξω από το μίσος του ζωγράφου για τη ζωή; Πιστεύετε πως κάποιος μπορεί να σας δώσει κάτι που εσείς ο ίδιος το αρνείστε;
Κοίταξε τον εσταυρωμένο. Αυτός είναι η λύτρωσή μου, ψιθύρισε. Ευτυχώς.
Εκείνη είχε ανοίξει τα κανάτια του παράθυρου και άφησε τη νύχτα να τη θωπεύει. Το φεγγάρι τρύπωσε στα φύλλα της μανόλιας, δεν κρύβεται, ντρέπεται να βγει, ξέρει τι θα δει και ντρέπεται, λες και δεν έχει ματαδεί τη σκληρότητα του κόσμου.
_
γράφει ο Θεόδωρος Πάλλας
Ένα κείμενο το οποίο θα ήθελα τόσο πολύ να είχα γράψει…
Ευχαριστώ από καρδιάς. Γροθιά στο στομάχι μεν, αλλά αυτή είναι η πικρή μας πραγματικότητα. Μεταξύ “ονείρου” και ονείρου…
Και πάλι, ευχαριστώ!!!
ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια