Χρόνια ευλογημένα

Δημοσίευση: 21.09.2023

Ετικέτες

Κατηγορία

Δυο κύριοι του καλού κόσμου κατοικούν στο ισόγειο σπίτι της διώροφης οικοδομής του σήμερα. Ένα νιόπαντρο ζευγάρι έχει νοικιάσει τον κάτω όροφο, και η Μαργαρίτα κατοικεί πάνω, στο δικό της σπίτι, που της έχει απομείνει από τη γιαγιά της. Μια κρυφή, κοινή πόρτα, κάτω από την εσωτερική σκάλα δίνει στους ενοίκους το παράδοξο δικαίωμα της επικοινωνίας.

Αυτή η πίσω πόρτα, όταν κατοικούσαμε τη μονοκατοικία, πριν τους σεισμούς του πενήντα πέντε, πριν δοθεί το σπίτι για αντιπαροχή, αν και κρατήσαμε τον πάνω όροφο για να θυμόμαστε τους προγόνους μας, έβγαζε σε μια μεσαυλή με κεντρικό παρτέρι και γύρω γύρω πρασιές κατάφυτες από τριανταφυλλιές σε όλα τα χρώματα. 

Ένας αληθινός ροδώνας σε σχήμα παραδείσου. Στο κεντρικό παρτέρι ο τεράστιος φοίνικας και το νωπό από το πότισμα χώμα, άπλωναν τη δροσιά τους όταν μετά τη μεσημβρία, η θεία Λένη, για να ξαποστάσει από τη λάτρα της μέρας, και για να πιει τον καφέ της και να μαντάρει τα σεντόνια και τα ατελείωτα ασπρόρουχα των παιδιών του αδελφού και της νύφης της, έβγαζε δυό καρεκλάκια και τα έστηνε δίπλα στην κόκκινη τριανταφυλλιά που ήταν το αγαπημένο της χρώμα.

Το γιασεμί και ο ιππότης της νύχτας έδιναν στα βράδια της πολυμελούς οικογένειας το άρωμα της ευτυχίας, το οποίο νοσταλγώ ακόμα και σήμερα και το ανασύρω στη μνήμη μου κάθε φορά που τυχαίνει να διαβώ πλάι σε ένα τέτοιο σπίτι.

Κόκκινα τριαντάφυλλα μπουμπούκια, σαν το αίμα, που νερό δεν γίνεται, και από την ευγνωμοσύνη επειδή όλη της τη ζωή η κυρα-Λένη, είχε βρει απάγκιο στην χρυσή της νύφη, τη Φωτεινή, και γέμιζε τη ζωή της, τα μερόνυχτά της και την ψυχή της με τη φροντίδα των εννέα παιδιών της ευτυχισμένης οικογένειας της δεκαετίας του πενήντα, μετά τα δύσκολα κατοχικά χρόνια. 

Το ένα καρεκλάκι ήταν για την κυρά-Λένη και στο άλλο ακουμπούσε με ευλάβεια σχεδόν, τον καφέ, το νερό της, ένα πιατάκι γλυκό λεμόνι και τα σύνεργα της ραπτικής της. Η δουλειά και οι καθημερινές φροντίδες την κρατούσαν τις μέρες ολοζώντανη και αεικίνητη, παρόλο που κόντευε τα εβδομήντα, και τις νύχτες προσευχόταν γονατιστή στον Εσταυρωμένο. Με κλειστή την πόρτα της μικρής κάμαρής της, που βρισκόταν στον πάνω όροφο του σπιτιού στο ακριανό δώμα που θέα είχε μόνο τον καταπράσινο κήπο. Και ευγνωμονούσε τον Θεό για αυτό. 

-Λένη!, τα καντήλια…, πρόσταζε καλόκαρδα η Φωτεινή μόλις ξεκινούσε η μέρα. Και έτσι ευλογημένα κυλούσε η ζωή, στη δίπατη μονοκατοικία, σε όλα αυτά τα δύσκολα μα και αθώα και ευλογημένα χρόνια.

Η Λένη ήταν μεγαλοκοπέλα, επειδή από νέα δεν μπορούσε να αποκτήσει δικά της παιδιά και τα στερεότυπα της εποχής εκείνης την έβαζαν στο περιθώριο για την ανεύρεση γαμπρού. 

Ήταν ο παράδεισος της κυρά-Λένης αυτή η κρυφή πίσω αυλή. Ένα δροσερό απόγευμα του Σεπτεμβρίου, μόλις είχαν βγει τα αποτελέσματα των εισαγωγικών εξετάσεων και η ανεψιά της είχε εισαχθεί τέταρτη στην πολυτεχνική σχολή του Μετσοβίου Πανεπιστημίου, η Λένη θυμάται ακόμη την κελαρυστή φωνή από το απέναντι παράθυρο:

-Καλέ Λενιώ!, το ακούσαμε από το ραδιόφωνο! Συγχαρητήρια για τη μεγάλη σου ανεψιά, την Ελένη! Άντε…, πήρε το μυαλό του Γιώργου του αδερφού σου. Σου εύχομαι να πάρει και την καλογνωμοσύνη της Φωτεινής. 

-Σε ευχαριστώ, κυρά Μαρία. Την Κυριακή σε περιμένουμε να πιούμε καφεδάκι και να σε κεράσουμε, απαντούσε δυνατά η κυρά-Λένη, να την ακούσει όλη η γειτονιά και όλο καμάρωνε από περηφάνια για την επιτυχία της πρωτότοκής της, της ανεψιάς της, της Ελένης.

Όλα τα κουφωτά παντζούρια στα παράθυρα της απέναντι πολυκατοικίας άνοιγαν ένα-ένα, και μέσα από τα απλωμένα σεντόνια, η δυο γειτόνισσες απολάμβαναν τη χαρά της επιτυχίας. 

-Το είδα στον καφέ την προηγούμενη Κυριακή, κυρά Λένη.

-Τι είδες Μαρία;

-Φάνηκε ξεκάθαρα και ότι θα περάσει η Ελένη από τους πρώτους και κάτι άλλο. Κι εδώ κόμπιασε η γειτόνισσα.

Ο ντελβές του καφέ τής είχε αποκαλύψει τους σεισμούς που πράγματι έγιναν μετά από ένα χρόνο και ισοπέδωσαν σχεδόν όλο το Βόλο. Η Μαρία είχε δει όλους τους κεντρικούς δρόμους σκαμμένους βαθιά στα έγκατά τους, και αυτή να προσπαθεί να βγει από το σπίτι της να πάει λίγους δρόμους πιο κάτω να δώσει φρέσκο θρεπτικό φαγητό στη λεχώνα κόρη της, και να μην μπορεί να κάνει βήμα, γιατί θα έπεφτε μέσα σε λακκούβες που υπήρχαν παντού.

Ήταν μια από τις πολλές κοινές αγωνίες όσο και κοινές χαρές εκείνα τα χρόνια, που όπως φάνηκε, τις τσαλαπάτησε κι αυτές η μπουλντόζα που ήρθε μετά τους σεισμούς να μαζέψει τα μπάζα της οικοδομής. 

Κοινές καρδιές που χωρίστηκαν, όπως χωρίστηκε στα δύο η παλιά μονοκατοικία με το σύστημα της οριζόντιας ιδιοκτησίας, το οποίο στέγασε ολόκληρη την Ελλάδα τα χρόνια κείνα. 

Η Ελένη θυμάται ακόμη τα δάκρυα και τον φόβο της θείας της, όταν ήρθαν και τής είπαν να μαζέψει τα υπάρχοντά της και να πάνε να φιλοξενηθούν για λίγες μέρες στο κοντινό χωριό της Φωτεινής. 

Η Λένη επέμενε να κοιτάζει την μπουλντόζα σαν υπνωτισμένη, και να παρακαλά μάταια τους εργάτες να κάνουν προσεκτικές κινήσεις. «Ποιος θα φρόντιζε τώρα τις τριανταφυλλιές της;…» 

Πέτρωσε η καρδιά της και αστραπιαία ευχήθηκε τα όνειρά της και ο κήπος της να ζήσουν περισσότερο από όσο η ζωή των ενοίκων οι οποίοι θα κατοικούσαν στον κάτω όροφο της οικοδομής, τα προσεχή χρόνια και ακόμη περισσότερο.

Αφού διορθώθηκε η οικοδομή και στα χαρτιά, με πολύ κόπο και αγάπη από τα ανίψια της κυρά Λένης, το καινούργιο αντισεισμικό δίπατο σπίτι στέκει εκεί, αγέρωχο μέχρι σήμερα, για να το περιεργάζεται και να το καμαρώνει ο περαστικός και να διηγείται την ιστορία του, σαν απόδειξη ενός καλαίσθητου αρχοντικού φρουρίου, με ροζ πρόσοψη και με μπροστινά μπαλκόνια να αγναντεύουν στην πιο κεντρική οδική αρτηρία της επαρχιακής πόλης.

Και μετά ήρθαν κι άλλα παιδιά στον κόσμο, τα μικρότερα εγγόνια της Φωτεινής και του Γιώργου, και πάλι άνθιζαν οι τριανταφυλλιές και οι πασχαλιές και το γιασεμί. Μα και για τον θάνατο της Φωτεινής και του Γιώργου, από αυτόν τον κήπο έκοψαν τα παιδιά λευκά χρυσάνθεμα, και στόλισαν το ζευγάρι, σαν φόρο τιμής τελευταίας ευγνωμοσύνης. Και ήταν ομόψυχα όλα τα εγγόνια, καθώς έτσι το είχε το οικογενειακό έθιμο: η πρώτη της πρώτης θα το έπαιρνε το σπίτι. Η Μαργαρίτα της Ελένης.

Η πρωτότοκη κόρη της Ελένης, η Μαργαρίτα, το μαργαριτάκι όπως τη φώναζαν, όταν ενηλικιώθηκε αποφάσισε να ανοίξει τα φτερά της, σαν πουλάκι στους αδηφάγους δρόμους του εξωτερικού, σπουδάζοντας σκηνοθεσία και εργαζόμενη ως ηθοποιός. Διστακτικά στην αρχή, μα με ασίγαστη ορμή στη συνέχεια, σπατάλησε όλα της τα χρήματα και την περιουσία της ταξιδεύοντας σε όλες σχεδόν της ευρωπαϊκές χώρες, αποκομίζοντας εμπειρίες ζωής, μα και παραπατώντας άλλοτε σε πρωτόγνωρα μονοπάτια. Κι έτσι η αθώα Μαργαρίτα – ποιος ξέρει; – το είχε η μοίρα άραγε;, συμβιβαζόταν σιγά-σιγά με την ιδέα ότι όπως και η μακαρίτισσα η μεγάλη θεία της, έτσι κι αυτή – για άλλο λόγο βέβαια – δεν θα κατάφερνε να αποκτήσει ποτέ δικά της παιδιά.

Φτωχή Μαργαρίτα, σου έμεινε μόνο το σπίτι με τις θύμησές του – ο πάνω όροφος μόνο – και κανένας από τους συγγενείς σου και την υπόλοιπη περιουσία σου.

Επιστρέφοντας από το εξωτερικό, η Μαργαρίτα, αφού είχε με ωριμότητα κατασταλάξει ότι ήθελε πλέον να ζήσει μια ήρεμη ζωή στα πάτρια εδάφη και να εγκατασταθεί μόνιμα στον πάνω όροφο του παλιού σπιτιού (που δικαιωματικά πλέον της ανήκε), και έχοντας βρει ένα προσωρινό οικονομικό στήριγμα δουλεύοντας πρωί-απόγευμα σε ανθοπωλείο, θα έλεγε κανείς πως ήταν ευχαριστημένη.

Όμως, ένα πρωί, ανοίγοντας την εσωτερική πόρτα, για να περιεργαστεί τον παλιό κήπο, η Μαργαρίτα αντίκρυσε ένα χάος από σιδερικά, μπάζα, κουρέλια και κάθε λογής άχρηστα πράγματα. Απελπισμένη σκεπτόταν τι θα γινόταν εδώ μέσα αν ζούσαν ακόμη οι γονείς της, ή οι θείοι της, μα προπάντων η κυρά-Λένη. Εκείνη σίγουρα θα έβαζε τις φωνές στους ενοίκους και θα έδιωχνε τους «καλούς» κυρίους με όχι καλό τρόπο. Θα τους έλεγε: «είναι της μικρανεψιάς μου το σπίτι κι ας δείχνετε εσείς στα χαρτιά ότι έχετε δικαιώματα».

 Όμως η οπτασία της κυρά Λένης θα θύμιζε στους κυρίους του καλού κόσμου και κάτι άλλο: τις λακκούβες που υπήρχαν σε όλους τους δρόμους και στα όνειρα της κυρά Μαρίας, λίγο πριν γίνει ο σεισμός του πενήντα πέντε και που η σοφή Λένη είχε μαντέψει και των δρόμων το γκρέμισμα. Φύλακας άγγελος πάντα θα στεκόταν στο εξής στο πλευρό της Μαργαρίτας κάποιο άλλο πρόσωπο φευγάτο.

Και πράγματι, στον κήπο, κάθε χορταράκι είχε ποτιστεί με τα δάκρυα και τις αγωνίες της Μαργαρίτας, η οποία όταν επέστρεψε μετανοιωμένη από το εξωτερικό, στην πατρική φωλιά, όχι μόνο δεν βρήκε τους συγγενείς της ζωντανούς αλλά βρήκε και την πίσω αυλή ρημαγμένη. Εκεί, όπου όταν είχε γεννηθεί, την κάθιζε η κυρά Λένη στα γόνατά της και την έπαιζε, εκεί που της έμαθε να περπατάει και που και μετά το θάνατό της, οι τριανταφυλλιές όλο και τίναζαν νέα μπουμπούκια και ψήλωναν να φτάσουν ως τον ουρανό.

Ήταν ένα συννεφιασμένο πρωινό του Σεπτεμβρίου, όταν οι κύριοι του καλού κόσμου, αλαφιασμένοι από θορύβους, πετάχτηκαν από τα κρεβάτια και τράβηξαν τις κουρτίνες με φόβο να δουν ποιος είχε μπει στην πίσω αυλή. Ήταν η κυρά-Λένη που έβγαλε τα δυο σκαμνάκια στην αυλή για να μαντάρει και να πιει τον καφέ της και με αηδία αντίκρυσε το χάος από τα παλιά σιδερικά που στοιβάζονταν εκεί επί χρόνια μετά το θάνατό της. 

Οργισμένη, σηκώθηκε και ξέσπασε στους έκπληκτους κυρίους του καλού κόσμου, με λόγια αιχμηρά σαν τη βελόνα που μόλις τρύπησε το δάχτυλό της, από όπου έτρεχαν λίγες σταλαγματιές κόκκινο αίμα.

-Είστε κακοί κι ας κάνετε τους ευπρεπείς και τους αξιοπρεπείς…, έλεγε η οπτασία της κυρά Λένης με το άσπρο νυχτικό και το κίτρινο τσεμπέρι, κουνώντας απειλητικά το ματωμένο δάχτυλο. 

-Θέλω αμέσως, να μαζέψετε τα μπάζα και να με αφήσετε να φυτέψω τριανταφυλλιές σε όλα τα χρώματα, συνηγορούσε και η Μαργαρίτα, που είχε πράγματι κατεβεί κουτρουβαλώντας τις σκάλες.

Και η κυρά Λένη, επέμενε να ζει, σαν να ήθελε να προστατέψει την μικρανεψιά της.

Βουβό το ζευγάρι. Μετά, η οπτασία κάθισε σε ένα κούτσουρο και ξεριζώνοντας τα γύρω αγριόχορτα πρόφερε αργά με στυγερή φωνή: «ΚΑΠΟΤΕ… ΕΔΩ… υπήρχαν ροδώνες στα παρτέρια μου και σεις καταντήσατε την πίσω αυλή σαν την κόπρο του Αυγεία». Ύστερα η οπτασία πέταξε πάνω από τα αγριόχορτα, σαν σφήκα, που είχε αφήσει το κεντρί της, και εξαφανίστηκε.

Η Μαργαρίτα δεν σταμάτησε ποτέ να επισκέπτεται τη γιαγιά της, έστω και στα ανήσυχα όνειρά της. 

Τα χρόνια πέρασαν και η κυρά-Λένη είχε πεθάνει, κι όμως η Μαργαρίτα θυμάται, ένα απόγευμα στον κήπο: «να βρίσκεις διέξοδο σε κάθε φρέσκο χορταράκι, παιδί μου. Οι τριανταφυλλιές το καλοκαίρι θέλουν νερό αργά το απόγευμα. Και να ξεριζώνεις προσεκτικά τα ζιζάνια που σκοπό έχουν να τις πνίξουν». 

Και τις συμβουλές της κυρά-Λένης ακολουθούσε η Μαργαρίτα, σφίγγοντας τα δόντια και κάνοντας υπομονή. Και πιο πολύ απ’ όλα, σκεπτόταν τους ροδώνες που θα είχε φυτέψει στην κοινόχρηστη αυλή, αν αυτοί οι δυό κύριοι του καλού κόσμου δεν της έκλειναν συστηματικά την πίσω πόρτα στα μούτρα, όταν την έβλεπαν να βγαίνει στον κήπο. Μοναχά τής επέτρεπαν να ξεριζώνει τα αγριόχορτα και να τα ποτίζει με τα δάκρυά της. Τα παντζούρια έκλειναν και πίσω από τις κουρτίνες τα βλέμματα την κοιτούσαν με περιφρόνηση.

Κι όμως, κάθε σούρουπο, η Μαργαρίτα, άνοιγε κρυφά την πίσω πόρτα και τους ευχαριστούσε για το πιάτο με το ζεστό φαγητό που της άφηναν στο περβάζι του παραθύρου τους, τυλιγμένο. Τους καληνυχτούσε μέσα από τα κλειστά παραθυρόφυλλα και ευχαριστημένη έκλεινε την κοινή πόρτα και ανέβαινε τη δική της εσωτερική σκάλα, προς τα πάνω.

Ένα βράδυ όμως, το τελευταίο βράδυ, η Μαργαρίτα αποφασισμένη άνοιξε με βρόντο την κοινή πόρτα. Ευτυχώς τα ρολά ήταν κατεβασμένα. Ήταν φευγάτοι. Βγήκε στον κήπο και κοίταξε περιφρονητικά το κατάντημά του. Στοίβαξε όλα τα κασόνια σε μια μεριά και τους έβαλε φωτιά. Μετά ευχαριστημένη έφυγε.

 Όταν ήρθε η πυροσβεστική, ευτυχώς για το πάνω σπίτι δεν ήταν πολύ αργά. 

Σήμερα οι κύριοι του καλού κόσμου του κάτω ορόφου δεν υπάρχουν πια, έχουν φύγει (ξενοικιάσει το σπίτι ή πεθάνει – το ίδιο θα έκανε…), και στην αυλή ανθίζουν και πάλι κόκκινες τριανταφυλλιές και αναρριχώνται γιασεμιά στα γύρω τοιχία, που σκορπίζουν τη νυχτερινή ευωδιά τους σε όλο το δίπατο σπίτι. Μωρουδιακά κλάματα και παιδικές φωνούλες αντηχούν σε όλη τη γειτονιά. Η κακοδαιμονία της ατεκνίας σώπασε.

Ένας διαβάτης στέκεται και κόβει ένα κλαράκι γιασεμί για το βάζο του. «Ποιος ξέρει…», σκέπτεται, «αυτό το σπίτι από πάντα μάλλον θα κατοικούνταν από ευγενείς ανθρώπους…», και συνεχίζει αμέριμνος τον δρόμο του.

 

 

_

γράφει η Αλεξάνδρα Μιχαλοπούλου

Ακολουθήστε μας

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 16 – 17 Δεκεμβρίου 2023

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 16 – 17 Δεκεμβρίου 2023

Real News  Καθημερινή  Πρώτο Θέμα Το Βήμα της Κυριακής Δώστε μας το email σας και κάθε Παρασκευήθα έχετε στα εισερχόμενά σας τις προσφορές των εφημερίδων (Δεν στέλνουμε ανεπιθύμητη αλληλογραφία ενώ μπορείτε να διαγραφείτε με ένα κλικ και...

Χριστουγεννιάτικα μυστικά

Χριστουγεννιάτικα μυστικά

«Ποιος είναι ΑΥΤΟΣ!;», ρώτησε επιτακτικά ο μικρός Πέτρος τη θεία του, δείχνοντας με το δάχτυλο στο βάθος του σαλονιού, στον καναπέ που καθόταν ο Γιώργος, ο νεοφερμένος - ο θείος του να πούμε.  Η φωτιά της εστίας αντανακλούσε κόκκινες ανταύγειες στο πρόσωπο του...

Ο καθρέφτης του Εφιάλτη

Ο καθρέφτης του Εφιάλτη

Ο Έκτορας δεν ήθελε πολλά πολλά. «Νομίζει ότι δεν τον βλέπουν, επειδή δεν μας κοιτάζει αυτός», κάγχασε ειρωνικά, και επιτάχυνε το βήμα του προς τη στάση του λεωφορείου.  Πίσω από τη γωνία παραμόνευε ο Άνθρωπος. Ο Εφιάλτης.  -Μην κοιτάς πίσω!, τού φώναξε. Την ίδια ώρα...

Ακολουθήστε μας στο Google News

Επιμέλεια άρθρου

Διαβάστε κι αυτά

Ο καθρέφτης του Εφιάλτη

Ο καθρέφτης του Εφιάλτη

Ο Έκτορας δεν ήθελε πολλά πολλά. «Νομίζει ότι δεν τον βλέπουν, επειδή δεν μας κοιτάζει αυτός», κάγχασε ειρωνικά, και επιτάχυνε το βήμα του προς τη στάση του λεωφορείου.  Πίσω από τη γωνία παραμόνευε ο Άνθρωπος. Ο Εφιάλτης.  -Μην κοιτάς πίσω!, τού φώναξε. Την ίδια ώρα...

Τέσσερα μέτρα μακριά…

Τέσσερα μέτρα μακριά…

Τέσσερα μέτρα μακριά, τέσσερα μέτρα απόσταση από την καρδιά μου, από την ανάσα, που βγαίνει με δυσκολία από τα χείλη μου, που έχω την αίσθηση πως πεθαίνουν πια κάθε στιγμή που δε γεύονται τα φιλιά σου… Τέσσερα μέτρα η απόσταση της εκτέλεσης μου… εκεί μπροστά στην...

Το τρενάκι του τρόμου

Το τρενάκι του τρόμου

Μικρό κορίτσι… και γελάει από φόβο για να μην κλάψει. Το επικίνδυνο την χαροποιεί. Δεν έχει αίσθηση και της αρέσει. Το διασκεδάζει. Υπάρχει κι άλλο. Συμπαρασύρει και τους υπόλοιπους δίπλα της ν’ ακολουθήσουν τους ξέφρενους ρυθμούς της και να νιώσει ο ένας τον χτύπο...

0 σχόλια

0 Σχόλια

Υποβολή σχολίου