Όσοι μας αγαπούνε

Δημοσίευση: 1.12.2022

Ετικέτες

Κατηγορία

Βεγγαλικά σκίζουν τον χριστουγεννιάτικο ξαστερωμένο ουρανό κι έκαναν τη νύχτα να μοιάζει με μέρα. Ντυμένη στα λευκά και κατάμεστη από κόσμο η πλατεία του Αγίου Θεράποντα στη Θεσσαλονίκη. Φωτάκια, Αη Βασίληδες, έλατα κάνουν το σκηνικό να μοιάζει μαγευτικό. Καλοντυμένοι μπαμπάδες και μαμάδες με τα παιδάκια τους, ντυμένα και τυλιγμένα ζεστά, με άσπρο φωτεινό προσωπάκι που πάνω του είχε αποτυπωθεί όλη η χαρά, ο ενθουσιασμός και η προσμονή της γέννησης του μικρού Χριστού. Άλλα από αυτά ήταν νεογέννητα και βρέφη και τα είχαν στο καροτσάκι με σκουφάκια, κασκόλ και χοντρό μπουφάν και άλλα ήταν πιασμένα από το σταθερό χέρι του μπαμπά και της μαμάς. Σκοτεινιασμένο πρόσωπο δεν έβλεπε κανείς σε κανέναν. Όλων τα μάτια και οι καρδιές στραμμένες στη μεγάλη εξέδρα, απ’ όπου θα ακούγονταν χριστουγεννιάτικοι ύμνοι από την μπάντα του Δήμου. «Η γέννησή σου Χριστέ ο Θεός ημών…», άγια νύχτα και άλλοι ύμνοι ακουμπούν τις καρδιές πλήθους πιστού λαού.

Το χαρμόσυνο φως της ενανθρωπήσεως του μικρού Ιησού, ακολουθεί τον κόσμο μέχρι τις σκουπισμένες από το χιόνι θύρες των σπιτιών τους. Μέσα στη θαλπωρή της εστίας, ο μικρός Νικόλας δεν χορταίνει να αναγγέλει χαρούμενα και φωναχτά: «βεγγαλικά! καμπάνες! Τρέχοντας προς την εστία που σιγόκαιγε, ο μικρός κρύφτηκε κάτω από το έλατο για να κάνει πλάκα στους γονείς του και στην θεία του. Δείχνοντας με το μικρό του δάχτυλο έξω, ψηλά, τον φωτισμένο από τους αγγέλους ουρανό, ο μικρούλης, που δεν είχε ακόμη καλομιλήσει, εμπιστεύται χαμηλόφωνα στη θεία του που σκύβει να ακούσει: «άκου…καμπάνες…». «Άκου…», απάντησε και η νεαρή θεία και τον πήρε αγκαλιά, γεμίζοντας τον με στοργικά φιλιά. Ύστερα στράφηκε προς το μέρος του αδερφού του και της νύφης της και σκεφτικά, μα με έμφαση μίλησε: «να κοιτάζεις όσα δεν βλέπονται…να ακούς αυτά που δεν ακούγονται, να μιλάς τα ανείπωτα». Εκείνη τη στιγμή δεν μπόρεσε ο Μπάμπης, ο αδερφός της να καταλάβει ακριβώς το νόημα πίσω από τις λέξεις, μα θα ανακαλούσε στη μνήμη του τις προτροπές της αδερφής του, κάποια άλλη ώρα, μέσα σε άλλο χειμωνιάτικο σκηνικό, ακριβώς την τελευταία στιγμή· όταν πια θα βρισκόταν στο χείλος του γκρεμού.

Παραμονή του νέου έτους και το νεαρό ζευγάρι αποφάσισε να βγει να γλεντήσει, αφήνοντας με κάθε εμπιστοσύνη τον μικρό Νικόλα στη στιβαρή, απαλή σαν βελούδο, στοργική αγκαλιά της θείας του. Ο ξέγνοιαστος Μπάμπης είχε συνεννοηθεί με μερικούς από τους παλιούς συμμαθητές του να αλλάξουν το χρόνο σε μια ταβέρνα στην Κάτω Τούμπα. Μπαίνοντας εκεί μέσα, στην επικίνδυνη από στους καπνούς ατμόσφαιρα, ανάμεσα σε γεύσεις εδεσμάτων που ανακατεύονται με αλλόκοτα και μυστηριώδη αρώματα και ποτά, αποφάσισε ή παρασύρθηκε· ποιος ξέρει; να ανοίξει τα σώψυχά του στα παλιά συντρόφια του, στους παλιόφιλους, στα αλάνια, όπως τα αποκαλούσε περιφρονητικά η γυναίκα του, η οποία γνώριζε το ποιόν τους και την κατάντια του και που είχε πολλές φορές είχε προτρέψει τον άνδρα της να ξεκόψει από δαύτους, γιατί δεν είχαν να του προσφέρουν τίποτα. «Ρε συ, Μπάμπη, κοτζάμ οικογενειάρχης, με καριέρα, με όνομα και υπόληψη, ακόμη να αποφασίσεις να απαγκιστρωθείς συναισθηματικά με αυτούς; αμάν πια, δεν τέλειωσαν τα κοινά που σας ενώνανε όταν ήσασταν ακόμη λυκειόπαιδα; δεν τους βλέπεις; χωρισμένοι οι περισσότεροι, να ψαρεύουν καμιά κοπέλα από δω κι από κει, να την παρατούν μετά από δυο τρεις μέρες και αφού ξεμεθύσουν να αρχίζουν να ψάχνουν για την επόμενη. Τι κοινό έχεις εσύ μ’ αυτούς, μου λες; Και στάσου ρε συ, πες ότι θέλεις να θυμηθείς την παλιά σου (δήθεν) ξεγνοιασιά, εμένα όμως τι με τραβολογάς, φάντη μπαστούνι, να ανέχομαι τη μυρωδιά τους; Να σου πω εγώ γιατί. Γιατί θέλεις να διαπιστώνεις πάντα ότι έκανες τη σωστή επιλογή, ότι πήρες τον καλό τον δρόμο, όπως εσύ τον εννοείς, και για να τους υπενθυμίζεις πάντα τη δική τους αποτυχία. Κοίτα όμως, αν δεν πείσεις εσύ τον εαυτό σου ότι δεν θυσιάσες κάτι σημαντικό για να επιλέξεις την αληθινή ευτυχία, δεν μπορώ να το κάνω εγώ για σένα. Τι να πω…». «Άλλαξε κουβέντα», της απάντησε επιτακτικά ο Μπάμπης καθώς έκανε γύρους για να βρει θέση να παρκάρει.

Το πρώτο πράγμα που έπεσε στην αντίληψη της γυναίκας μπαίνοντας στην ταβέρνα, τουρτουρισμένοι και οι δύο από την πρωτοχρονιάτικη παγωνιά και το ψιλόχιονο, ήταν το τζάκι στο βάθος της μικρής αίθουσας και έτρεξε αμέσως προς μια καρέκλα που υπήρχε εκεί πλάι, για να ζεστάνει το κοκκαλάκι της και για να αποφύγει τα πρώτα βλέμματα των θαμώνων, της παρέας. Το βλέμμα της έπεσε σε μια επιγραφή κορνιζαρισμένη, αναρτημένη στο μέσον ακριβώς του απέναντι τοίχου όπου διάβασε ευδιάκριτα: «δεν υπάρχουν πράγματα εύκολα και πράγματα δύσκολα. Υπάρχουν πράγματα γνωστά και πράγματα άγνωστα». Θυμήθηκε τα λόγια της κουνιάδας της. Κάτι θέλει να μου πει αυτή η φράση, σκέφτηκε η γυναίκα. «να βλέπεις αυτά που δεν βλέπονται….να μιλάς τ’ ανείπωτα· να διαβάζεις πίσω από τις λέξεις.»

Ας ρίξουμε μια ματιά στο σπίτι της οικογένειας. Η θεία είχε αλλάξει τον μικρό Νικόλα, τον έκανε μπάνιο κάτω από ζεστό νερό, τον σκούπισε προσεκτικά και στοργικά, έβαλε στα χέρια του το αγαπημένο λούτρινο αρκουδάκι του, τον Μπάμπη, του ευχήθηκε «καληνύχτα, όνειρα γλυκά», τον τοποθέτησε μισοκοιμισμένο προσεκτικά στο κρεβατάκι του, τον σταύρωσε τρεις φορές και βγήκε από το δωματιάκι πατώντας στις μύτες των ποδιών της, ευχαριστημένη πια. Όμως δεν πέρασαν δυο ώρες αφότου η θεία έπιασε να διαβάζει του ψαλμούς του Δαβίδ, παρακαλώντας να δεθεί η οικογένεια του αδερφού της και να συνειδητοποιήσει πού είναι το συμφέρον της και ποιοι τους αγαπούν πραγματικά, και αντί για όνειρα γλυκά, το μέτωπο του Νικολάκη έκαιγε και το παιδί είχε εφιάλτες. Ήθελε τους γονείς του. Το ίδιο και η αγαπημένη του θεία. Πετάχτηκε από τον υγρό ύπνο της και έτρεξε να δροσίσει το μέτωπο του παιδιού με βρεγμένες πετσέτες και με κανακέματα.

Εκεί μέσα στα σκοτάδια, το ξύπνιο και άγρυπνο μάτι της γυναίκας τράβηξε μια λάμπα που έκαιγε λίγο πιο μέσα, στο βάθος της αίθουσας. Στο ημίφως, μεταξύ της ζεστασιάς που έδινε το τζάκι, και της παρακμής που ανέδυε η μυρωδιά από τα ουρλιαχτά και τα κραυγαλέα γέλια της συντροφιάς του Μπάμπη, που είχαν όλοι μεθύσει, η γυναίκα αντίκρυσε εκεί, έναν ρασοφόρο θαμώνα. Της έκανε εντύπωση και βιάστηκε να τον πλησιάσει, αποφεύγοντας έντεχνα, το τραπέζι της παρέας του Μπάμπη, που όλοι τους την κοίταζαν ήδη με οίκτο και με χασκόγελα ειρωνείας, κάνοντάς της άσεμνα νοήματα να έρθει να κάτσει μαζί τους να της προσφέρουν το μυστηριώδες νέκταρ που θα τη ζέσταινε και θα της έκανε καλό. Αντιστάθηκε. Ο ρασοφόρος τής έκανε χώρο, να καθίσει δίπλα του. Ανακουφισμένη η γυναίκα ψέλλισε με δέος «τι είναι αυτό που κρατάς;» Μετά από δυο στιγμές σιωπής ο ρασοφόρος μίλησε τα εξής λόγια: «τέκνον μου, διαβάζω τους εξορκισμούς του Αγίου Βασιλείου. Θα σου φανούν χρήσιμοι. Κράτησε αυτό», και της έδωσε το μικρό βιβλιαράκι.

Τη σιωπή διέκοψε ο ήχος του ποτηριού που έπεσε από τα χέρια του πατέρα που έτρεμαν και έγινε θρύψαλλα στο γυμνό μωσαϊκό. Την ίδια στιγμή η καύτρα από το τσιγάρο ενός θαμώνα έκανε τα κρόσια του χαλιού μπροστά απ’ το τζάκι να λαμπαδιάσουν. «Πώς βρεθήκατε εδώ, πάτερ;», συνέχισε η γυναίκα. «Τέκνον μου, ο Θεός με προειδοποιεί πού υπάρχει θανάσιμος κίνδυνος. Κι εδώ υπάρχει», αποκρίθηκε ο ρασοφόρος και χώθηκε πάλι στους εξορκισμούς και στον όρκο σιωπής. 

«Κοίταξε τον Μπάμπη…», κάγχασε ένας από τους «φίλους», «ούτε ένα ποτήρι δεν μπορεί να βαστήξει στα χέρια του, φταίει αυτή η καταραμένη χρυσή βέρα» και οι υπόλοιποι άρχισαν να πλησιάζουν και να κυκλώνουν τον Μπάμπη επικίνδυνα. Τα χείλη του πατέρα ήταν κατάξερα και το μυαλό του νερουλιασμένο· δεν είχε δυνάμεις να αντισταθεί. Η γυναίκα με απεγνωσμένες κινήσεις πέφτει πάνω του να τον απομακρύνει, να τον γλιτώσει από τα άσπονδα χτυπήματα που δέχεται στην πλάτη. Οι θαμώνες με μια σπρωξιά τη ρίχνουν στο πάτωμα, πάνω στο φλογισμένο χαλί, δίπλα στο τζάκι. Ένας από αυτούς άναψε και δεύτερο τσιγάρο, να διασκεδάσει το θέαμα. Οι υπόλοιποι πανηγύριζαν τυφλά και υπάκουα σαν απέραντο πλήθος μέσα σε μια ροκ συναυλία, με τα χέρια ομοιόμορφα ψηλά να χειροκροτούν με απόλυτη έκσταση και αρμονία κινήσεων, ενώ εκείνη ούρλιαζε. Ουδέν ωφελεί.

Όχι τόσο η στάχτη, όσο το χαπάκι που είχε πέσει στο κρασί του πατέρα, από μια «λάθος» κίνηση ενός από τους παλιόφιλους, είχε κάνει τη δουλειά. Μέσα σε είκοσι λεπτά άρχισαν οι παραισθήσεις. Τα συντρόφια ήταν πλέον νεκροκεφαλές στα μάτια του Μπάμπη, το όλο σκηνικό μια πύρινη κόλαση και εκεί στο βάθος ο παπάς να διαβάζει σιωπηλά τους εξορκισμούς. Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει μέσα σε ένα χειροδύναμο τυφλό και υπάκουο πλήθος που ευτυχώς είχε ξεχάσει την παρουσία του. Εκεί απόμεινε με το κεφάλι σφιχτό και συγκεντρωμένο πάνω στο βιβλίο. 

Η γυναίκα μόλις κατάφερε να αρπάξει το παλτό και τον μπερέ του πατέρα και τον ίδιο τον σύζυγό της για να γλιτώσουν μια ώρα αρχύτερα. Μέσα στον παγωμένο αέρα του Γενάρη στάθηκαν τυχεροί και επιβιβάστηκαν σχεδόν αμέσως σε ένα διερχόμενο ταξί. «Στο σπίτι μας», είπε ξέπνοα η γυναίκα. Η μητρική διαίσθηση τής έλεγε ότι το παιδί ξυπνούσε με εφιάλτες ανάμεσα στη νύχτα και έκλαιγε. 

-Σας είδα ταλαιπωρημένους και σταμάτησα, έκανε νόημα ο καλόκαρδος και φιλότιμος ταξιτζής, σαν να ήξερε σε ποια οδό και αριθμό ήταν το σπίτι τους. Ίσως, διάβαζε τ’ ανείπωτα, διάβαζε πίσω από τις λέξεις.

Πριν αποβιβάσει με δυσκολία τον άνδρα και τη γυναίκα στη είσοδο του ζεστού σπιτιού, είχε προλάβει να τους δώσει τον αριθμό ενός τηλεφώνου σε ένα τσαλακωμένο, μα πολύτιμο χαρτάκι. Η γυναίκα ευχαρίστησε και υποσχέθηκε να τηλεφωνήσει. «Είναι ένας πολύ καλός παππούλης που νομίζω θα σας βοηθήσει», έκανε με έμφαση, «καλή αντάμωση», είπε και χάθηκε στη γωνία του δρόμου. Νιφάδες χιονιού έπεφταν από τον ουρανό.

Μερικές μέρες αργότερα, αφού τα πράγματα είχαν κάπως καταλαγιάσει, (ο πατέρας ανάρρωνε και η σύζυγός του στεκόταν αναμμένο κερί δίπλα του), η θεία διάβασε στην τοπική εφημερίδα ότι κάποιοι είχαν συλληφθεί για κατοχή και χρήση ναρκωτικών και εντύπωση της έκανε η περιοχή στην οποία δρούσαν· ήταν ακριβώς η περιοχή κοντά στη διεύθυνση του σπιτιού. Μάλιστα δυο από τους πέντε αναγκάστηκαν να μπουν σε ακούσια νοσηλεία και να καθίσουν εκεί στο ψυχιατρείο μέχρι να συνέλθουν από την ψύχωση που τους δημιούργησαν τα ναρκωτικά. Ο ένας από αυτούς δεν τα κατάφερε. Οι υπόλοιποι τρεις, μετά την ποινή που εξέτισαν, κυκλοφορούν σήμερα ανενόχλητοι ανάμεσά μας. 

Επιτέλους σπίτι. Η γυναίκα αφού απόθεσε απαλά τον Μπάμπη ο οποίος ήδη κοιμόταν, στη συζυγική κλίνη, έβγαλε τα μουσκεμένα παπούτσια και τις κάλτσες της και τα έβαλε πάνω στην ποδιά του τζακιού να στεγνώσουν. Ύστερα έκανε νόημα στη θεία, βάζοντας τον δείκτη του δεξιού χεριού της κάθετα στο στόμα, να μη μιλήσει. «Θα σου πω μετά. Στάσου…μένουν δυό ώρες μέχρι να ξυπνήσει ο μικρός. «Πάρε αυτό το χαρτάκι και φύλαξέ το στο πάνω συρτάρι της μπερζέρας στην κρεβατοκάμαρα. Θα πάω λίγο να ξαπλώσω, να βάλω τα πόδια μου πάνω ίσα ίσα…». Η θεία χώθηκε στην κουζίνα κι έβαλε να ετοιμάζει δυναμωτικό πρωινό, δυνατό καφέ και το γάλα του μικρού. Περίμενε να ξημερώσει η μέρα και συνέχισε να προσεύχεται με τους ψαλμούς του Δαβίδ. 

Με το πρώτο φως της μέρας, σχημάτισε τον αριθμό που έγραφε το χαρτάκι. Από την άλλη άκρη της γραμμής ψαλμοί ακούγονταν και μια βαθιά, ζεστή φωνή, που πρόδιδε έναν σεβάσμιο άνθρωπο προχωρημένης ηλικίας. «Μαρία, έλα…» Έκπληκτη η γυναίκα αναγνώρισε τη φωνή του ιερέα, σαν από όνειρο και σαν μάννα εξ ουρανού. Μίλησαν ώρα πολλή. Όταν έκλεισε το τηλέφωνο ήταν καθησυχασμένη και ανακουφισμένη για τη λύση στο πρόβλημα η οποία μόλις της είχε αποκαλυφθεί. 

Και ο μικρός Νικόλας είχε ήδη ξυπνήσει στα χέρια της θείας του και χασμουριόταν. Σε λίγα λεπτά μαζί με το νέο έτος, θα άρχιζε και η όρεξη για παιχνίδι, όπως πάντα. Τα δώρα κάτω από το χριστουγεννιάτικο έλατο τον προσκαλούσαν. Τα πρώτα λόγια που φώναξε με χαρά όταν είδε την πόρτα του δωματίου να ανοίγει και να μπαίνουν οι αγαπημένοι του γονείς ήταν: «καμπάνες! βεγγαλικά! ουρανός! ψηλά! πάνω!» Η θεία του, έκλεισε το μάτι με νόημα στον άδερφό της και έβαλε, χωρίς να τη δει ο μικρός, το δεξί της δάχτυλο να δείχνει και να εστιάζει προς το μυαλό της, μιλώντας με τη σιωπή της στον αδερφό της και αγκαλιάζοντας τη νύφη της. Το ημερολόγιο έγραφε «μια νέα αρχή» και οι καρδιές όλων ήταν ζεστές από την αγάπη και μαλακές σαν το χιόνι που έπεφτε έξω και απλωνόταν σαν λευκό πέπλο, και σκέπαζε τους πολυσύχναστους, επικίνδυνους και πολύτροπους δρόμους της μεγάλης αυτής πόλης.

 

_

γράφει η Αλεξάνδρα Μιχαλοπούλου

Ακολουθήστε μας

Άφιλτρο τσιγάρο

Άφιλτρο τσιγάρο

ΑΦΙΛΤΡΟ ΤΣΙΓΑΡΟ Κοίτα..  Έλεγα και σου έδειχνα την απλωμένη πόλη προς τα κάτω. Βράδυ στο ‘μπαλκόνι’ της Σαλονίκης. Εγώ δεν την έλεγα ποτέ Σαλονίκη!.  Εσύ μου το κόλλησες. Πάντα Θεσσαλονίκη την έλεγα.  Ολόκληρη.  Γιατί της άξιζε και με το παραπάνω. Κούκλα σαν και σένα....

Υπόγεια ρεύματα

Υπόγεια ρεύματα

Εμφύλιος πόλεμος και στα δύσβατα και απαράκλητα βουνά που πολεμούσαν οι φαντάροι, συνήθιζε τα δύο στρατόπεδα να τα χωρίζει ένας πλατύς ποταμός. Ο ποταμός αυτός δεν είχε όνομα γιατί κάθε φορά που μετακινούνταν τα πεδία των μαχών, ο ποταμός ακολουθούσε την ίδια πορεία,...

Ακολουθήστε μας στο Google News

Επιμέλεια άρθρου

Διαβάστε κι αυτά

Υπόγεια ρεύματα

Υπόγεια ρεύματα

Εμφύλιος πόλεμος και στα δύσβατα και απαράκλητα βουνά που πολεμούσαν οι φαντάροι, συνήθιζε τα δύο στρατόπεδα να τα χωρίζει ένας πλατύς ποταμός. Ο ποταμός αυτός δεν είχε όνομα γιατί κάθε φορά που μετακινούνταν τα πεδία των μαχών, ο ποταμός ακολουθούσε την ίδια πορεία,...

Η αφιέρωση

Η αφιέρωση

ΤΟΝ ΕΙΔΕ ή δεν τον είδε; Ιδού η απορία, η οποία δυστυχώς δεν θα λυθεί σε κάποιο άδηλο σαιξπηρικό μέλλον, αλλά σήμερα το βράδυ όταν επιστρέψει στο σπίτι του. Η γυναίκα του ήταν που γύρισε το κεφάλι μέσα από το Καγιέν, το οποίο έστριβε αργά από την Ακαδημίας προς την...

Αντρικό κούρεμα

Αντρικό κούρεμα

Τα καλοκαίρια γυρίζαμε έξω. Οι μανάδες στο σπίτι οι πατεράδες στη δουλειά εμείς στις αλάνες. Οι αλάνες - δρόμοι, ήταν σαν τις γελοιογραφίες του Mordillo. Αν σου έφευγε η μπάλα στην κατηφόρα, είχες δυο επιλογές. Η μια ν’ αρχίσεις το τρέξιμο ώστε τα δεδομένα του...

0 σχόλια

0 Σχόλια

Υποβολή σχολίου