Ήταν μέρες τώρα που έβρεχε ασταμάτητα, λες κι είχε ανοίξει η πόρτα του ουρανού και δεν υπήρχε κανείς εκεί γύρω να την ξανακλείσει. Νοέμβρης μήνας, θα μου πεις. Είχε φθινοπωριάσει πια για τα καλά, οπότε ήταν λογικό ν’ ανοίξουν κι οι ουρανοί. Άλλες χρονιές, αρχές του Νοέμβρη, το ‘στρώνε κιόλας. Και τότε, το μικρό μας χωριουδάκι, έτσι χιονισμένο και ξεχασμένο που ήταν, έμοιαζε με χριστουγεννιάτικη καρτ ποστάλ. Μια καρτ ποστάλ από κείνες που έπαιρναν οι πλούσιοι κι οι γραμματιζούμενοι εκείνης της εποχής, για να στείλουν σε συγγενείς και φίλους τις μέρες των εορτών. Με τη βροχή, λοιπόν, να μη λέει να σταματήσει, καθόμασταν όλοι μέσα στο πλίνθινο σπιτάκι της γιαγιάς μου, μαζεμένοι γύρω από τη μαντεμένια ξυλόσομπα αναπολώντας τις φωτεινές μέρες του καλοκαιριού. Τηλεόραση, φυσικά, δεν υπήρχε εκείνα τα χρόνια και ρεύμα είχαν μόνο τα καφενεία, το δημοτικό σχολείο. Άντε και το σπίτι του προέδρου, του κυρ Γιάννη. Ούτε νερό είχε μέσα το σπίτι. Γι’ αυτό κι η γιαγιά μάζευε σε κάτι μπακιρένιους κουβάδες το βρόχινο νερό που έσταζε από τις άκριες των κεραμιδιών για να μας λούσει, μα και για να κάνει την μπουγάδα της. Γέμιζε μ’ αυτό το νερό ακόμη και ένα κρεμαστό πλαστικό δοχείο, με μια μεταλλική βρυσούλα στο κάτω μέρος, για να έχουμε να νιφτούμε πρωί πρωί πριν το σχολείο. Αλλά τώρα, που είχε αρχίσει να χειμωνιάζει πια για τα καλά, μας το ζέσταινε λίγο πάνω στη σόμπα για να μην κρυώσουμε.
Εδώ και ώρα λοιπόν, κι ενώ ο παππούς μάς έλεγε μια παλιά ιστορία, εκείνη κουτουλούσε μπροστά στη σόμπα – για να τα προλάβει όλα ξυπνούσε πάντα απ’ το χάραμα. Ο παππούς, ένας ασθενικός κοκαλιάρης τύπος με κάτι εκφραστικά πράσινα μάτια, το είχε με τις ιστορίες. Γι’ αυτό κι όταν μιλούσε μας καθήλωνε. Όχι πως η γιαγιά πήγαινε παρά πίσω με τις μαγικές της αφηγήσεις για την αγαπημένη της πατρίδα τη Σμύρνη, αλλά κι ο παππούς με τέσσερα χρόνια φορτωμένα στην πλάτη του σαν πολιτικός κρατούμενος στη Γυάρο, όσο να ‘ναι, είχαν ένα διαφορετικό ενδιαφέρον οι δικές του ιστορίες για τα παιδικά μας αυτιά. Μια τέτοια ιστορία μάς έλεγε και εκείνο το βράδυ, με τη βαθιά του φωνή να διακόπτεται τακτικά από ένα βήχα που είχε κληρονομήσει από κείνα τα χρόνια. Η αφοσίωσή μας στα λόγια του, που κάποιες στιγμές έβγαιναν λες και τους έλειπε ο αέρας, μας είχε στην κυριολεξία καθηλώσει. Κι εκεί, πάνω στο καλύτερο, γίνεται κάτι και διακόπτεται για ακόμη μία φορά η φωνή του. Και δεν έφταιγε ούτε η αναπνοή του, αλλά ούτε κι εκείνος ο κακός βήχας. Μόνο ένας έντονος, εκκωφαντικός θα έλεγα για εκείνη την εποχή και την ησυχία του χωριού, θόρυβος. Μία ησυχία, που παραβιαζόταν μία φορά την ημέρα από την οτομοτρίς και μία από την ταχεία. Ένας εκκωφαντικός θόρυβος που είχε έρθει απ’ έξω. Η γιαγιά άνοιξε τα μάτια της τρομαγμένη και το πλεχτό που είχε στα χέρια της βρέθηκε με μιας στο πάτωμα. Έπλεκε μάλλινες κάλτσες για τον παππού -όταν δεν κουτουλούσε από την κούραση, να τον κρατούν ζεστό και να βήχει λιγότερο. Εμείς, εγώ κι η αδελφή μου η Αναστασία, αν και μπροστά απ’ τη σόμπα, παγώσαμε για λίγο πάνω στα ξύλινα σκαμνάκια μας. Η γιαγιά, πιο τολμηρή απ’ όλους μας, σηκώθηκε όρθια κι έτρεξε ευθύς έξω. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα, όπως ήταν φυσικό, την ακολουθήσαμε κι εμείς με τον παππού. Κι έτσι, με το που βγήκαμε στη λασπωμένη αυλή, ήρθαμε όλοι αντιμέτωποι με την αιτία αλλά και τα αποτελέσματά του θορύβου. Δίπλα από το κυρίως σπίτι, με μεσοτοιχία, ήταν ενωμένο ένα ακόμη δωμάτιο. Το οποίο, μεγάλο και δροσερό, χρησιμοποιούσαμε σαν καλοκαιρινό και που τώρα το χειμώνα αποθηκεύαμε τα τρόφιμα για όταν θα έπεφτε το χιόνι. Κι έπεφτε πολύ χιόνι εκείνα τα χρόνια. Κάναμε μέρες να βγούμε από το σπίτι. Αυτή η τεράστια αποθήκη, λοιπόν, δεν άντεξε τόσο νερό στις χωμάτινες πλάτες της και κατέρρευσε. Γι’ αυτό κι ο θόρυβος, για αυτό και τα τρομαγμένα μάτια μας. Εκείνη τη στιγμή στο δρόμο, φάνηκε η γειτόνισσα απ’ το απέναντι σπίτι.
«Ω, Χριστέ μου», είπε και σήκωσε το φαναράκι που κρατούσε στο χέρι της για να δει τη ζημιά.
Λάμπες στο δρόμο υπήρχαν, αλλά τούτη την ώρα δεν άναβαν, διότι υπήρχε το «ωράριο». Άλλες εποχές τότε. Άλλα καθεστώτα, με διαφορετικές και ιδιαίτερες συνήθειες.
«Έγινε μεγάλη ζημιά, κυρά Σοφία», συνέχισε η γειτόνισσα κοιτώντας τη γιαγιά μου. «Κρίμα, κρίμα γιατί εγώ ερχόμουν να σας πάρω με το φανάρι, επειδή στο σχολείο ήρθε ο στρατός κι έφερε τον σινεμά. Κρίμα, κρίμα για τα παιδιά που θα χάσουν το έργο. Κι οι φαντάροι είπαν στο Γιάννη, που πήγε να τους δει, ότι είναι πολύ ωραίο σήμερα».
Ο κύριος Γιάννης ήταν ο άντρας της. Πω, πω! Τί το ‘θελε και το είπε αυτό το τελευταίο η γειτόνισσα; Με μιας, λες κι ήμασταν συνεννοημένες, με μία κίνηση, εγώ κι η αδελφή μου σηκώσαμε τα μάτια μας και κοιτάξαμε -όσο γινόταν μέσα στο σκοτάδι, τα μάτια της γιαγιάς μας. Δε χρειαζόταν κάτι άλλο. Δε χρειάστηκε να ειπωθεί ούτε μια λέξη από εμάς κι η γιαγιά γύρισε προς το μέρος του παππού.
«Δημήτρη», του είπε απαλά. «Πάνω στη σόμπα έχει τσάι, και στο φανό ελιές και λίγο κασέρι με ψωμί. Αν πεινάσεις φάε. Εμείς με τα παιδιά θα πάμε στον σινεμά».
Έτσι, η γειτόνισσα μπροστά με το φανάρι στο χέρι κι εμείς στο κατόπι της για να μην σκουντουφλήσουμε πουθενά, πήγαμε στο σχολείο και είδαμε τη «Θεία από το Σικάγο». Την επόμενη μέρα, όλο το χωριό μαζεύτηκε κι αδειάσαμε την αποθήκη. Την Άνοιξη την ξαναφτιάξαμε. Έτσι ήταν οι άνθρωποι τότε. Έτσι μετριόταν η αγάπη. Γιατί, τί μπορούσε να είναι πιο πάνω για τη γιαγιά μας από ένα δικό μας κοίταγμα; Και τί θα μπορούσαν να ζητήσουν δυο παιδάκια παραπάνω από το να κρατούν το χέρι της γιαγιάς τους και να βαδίζουν μαζί της προς τη χαρά και την ευτυχία;
Έτσι ήταν οι άνθρωποι τότε, απλοί.
(σημείωσή της δημιουργού: Αυτή η στιγμούλα είναι πέρα για πέρα αληθινή. Την έζησα στον Δίλοφο Έβρου -που τώρα πια έχει μόνο 30 κατοίκους, το χωριό της γιαγιάς μου, το Νοέμβριο του εβδομήντα δύο και θα ήθελα να την αφιερώσω στη μνήμη της, τον ήλιο των παιδικών μου χρόνων. Και στον παππού Δημήτρη, που έμαθα ότι δεν είναι ο πραγματικός παππούς μου την ημέρα που χάθηκε)
_
γράφει η Σοφία Ντούπη
Πολύ ωραία η ιστορία σου Σοφία, με τις περιγραφές της, τις ζεστές οικογενειακές στιγμές, την απλότητα. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες πάντα παρόντες, να κρατούν αγαπημένα χεράκια. Αμ ξεχνιούνται αυτές οι στιγμές; Μπράβο Σοφία!
Όχι δεν ξεχνιούνται! Και δεν πρέπει να ξεχνιούνται για το παρελθόν έτσι κι αλλιώς μας καθορίζει!!! Ευχαριστώ πολύ Χριστίνα μου…την αγάπη μου και την καλημέρα μου!
Και νωρίτερα ακόμα από την ημερομηνία στην οποία αναφέρεσαι, αν κι’ εγώ κάτι θυμάμαι με νοσταλγία είναι η αγάπη του γείτονα που τον θεωρούσες άνθρωπο δικό σου, κάτι σαν προέκταση της οικογένειας Ενώ τώρα δεν ξέρω τον γείτονα όχι του σπιτιού μου αλλά του κολλητού διαμερισματος της πολυκατοικίας μου Αυτό είναι που χάθηκε φοβάμαι οριστικά, η Αγάπη,η έγνοια, η συντροφικότητα.
Ωραίο Σοφία
Έτσι ήταν τότε Λένα μου οι άνθρωποι ήταν απλοί και με το τίποτα έδειχναν και έδιναν απλόχερα την αγάπη τους. Δεν είχαμε πολλά, όμως η επικοινωνία μεταξύ μας ήταν ουσιαστική!!! Αγάπη, έγνοια, συντροφικότητα, όμορφες λέξεις που δεν πρέπει να υπάρχουν μόνο για να εμπλουτίζουν την έτσι κι αλλιώς πλούσια γλώσσα μας. Ευχαριστώ πολύ, την αγάπη μου να έχεις μια όμορφη μέρα!!!
Δάκρυσα από τη συγκίνηση! Πόσο όμορφες εικόνες και συναισθήματα μας έδωσες με την πένα σου Σοφία!!! Απλοί αλλά πλούσιοι σε χαρίσματα αυτοί οι άνθρωποι που όλοι έχουμε γνωρίσει. Ας γίνονται μαθήματα για μας και τις σύγχρονες γεννιές.
Χαίρομαι που μας αγγίζουν τα ίδια πράγματα Μάρθα μου… ναι, αυτό το νόημα έχουν άλλωστε οι μοιρασιές στο φιλόξενο σπίτι μας να μαθαίνουμε κι όσα μπορούμε να τα κρατάμε και να τα διδάσκουμε στους νεότερους!!! Να έχεις ένα όμορφο απόγευμα!!!
Τι ωραίες στιγμές και εικόνες που περικλείει η ιστορία σου, Σοφία!!!. Τη γιαγιά που δε χαλάει χατίρι στα εγγόνια της, τα ξύλινα σκαμνάκια, την αλληλεγγύη των κατοίκων, την απλότητά τους. Μας ξυπνάει ευχάριστες παιδικές αναμνήσεις. Όμορφα γραμμένη με πολύ ευαισθησία και αγάπη. Μου άρεσε πάρα πολύ.
Σ’ ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια Βάσω μου. Έτσι ήταν τότε.. Άνθρωποι απλοί με ξέχειλα συναισθήματα και ένα ολόκληρο χωριό σαν μια οικογένεια!!! Μαζί στον πόνο…μαζί και στη χαρά!!! Να είσαι πάντα καλά, καλό απόγευμα!!!
Πραγματικά εξαιρετικό το κείμενό σας, αγαπητή Σοφία! Γεμάτο εικόνες και ζεστασιά! Ευχαριστούμε!
Εγώ ευχαριστώ Στέλλα για το πέρασμά σου!!! Να είσαι πάντα καλά, κόλο σου απόγευμα!!!
Σοφία μου σε ευχαριστούμε. Για τα συναισθήματα…για τις εικόνες..για την απλότητα…να είσαι καλά!
Και εσύ Άννα μου… χαίρομαι ιδιαίτερα όταν σ’ ανταμώνω!!! Έχεις την αγάπη μου να είσαι πάντα καλά και να έχεις ένα όμορφο απόγευμα!!!
Μια ιστορία που τη λες με της ψυχής το στόμα
γίνεται ήλιος φωτεινός μες στης φιλιάς το δώμα…
Φωτίζει ανήλιαγα στενά που βγάζουνε στα πλάγια
κι ακούγονται γέλια παιδιών που ναι αγνά και άγια!
Μια ιστορία εποχής που χαν ΟΛΑ αξία
γιατ η αγάπη έδινε υπόσταση κι ουσία!
Άγιες μορφές , σαν το Χριστό…παππούδες και γιαγιάδες…
που ανασταίναν τα παιδιά σαν πλουμιστές λαμπάδες!
Απλά κι ωραία αισθήματα που λείπουν – για φαντάσου…
γιατί ζούμε τον όλεθρο…Μόνο αυτό στοχάσου…!
Σοφούλα μου ο λόγος σου με βάλσαμο μου μοιάζει
γιατί έζησα στην εποχή που μόνο αγάπη στάζει…
Μπράβο γιατί μου θύμισες – μες στα γεράματά μου
τον άγγελο π αναζητώ…ΤΗ ΛΑΤΡΕΥΤΗ ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ!
Αγαπημένη μου Σοφία,
Πόσο πολύ με άγγιξε αυτή η ιστορία σου!!!!
Τόσο απλή, τόσο ανθρώπινη, τόσο αληθινή,τόσο συγκινητική!
Είχα κι εγώ μια γιαγιά κι έναν παππού που θά δινα την ίδια τη ζωή μου
να τους ξανάβλεπα…Να άκουγα τα λόγια τους και ν’ άγγιζα τα ροζιασμένα χέρια τους….
((Σοφούλα μου , είναι η τρίτη απόπειρα να σου στείλω σχόλιό μου! Οι δύο προηγούμενες ήταν έμμετρες…
Αν δεν φτάσει και τώρα στην οθόνη σου , μάλλον , κάτι κάνω λάθος!))
ΚΑΛΗ ΣΟΥ ΝΥΧΤΑ!!!!!!!!!!!!!!!!
Έχετε την αγάπη μας!
Ευχαριστώ αγαπημένη μου ποιήτρια… που και τα όνειρά σου ακόμη είμαι σίγουρη πως είναι έμμετρα!!! Σ’ ευχαριστώ από καρδιάς και για τα δυο σου σχόλια!!! Έχετε και τη δική μας αγάπη!!! Να έχετε μιαν όμορφη μέρα!!!