Είχε έρθει από τη Θεσσαλονίκη που σπούδαζε η κόρη της καλύτερης γειτόνισσας της Γιώργαινας, η Ανδρονίκη της Θωμαίχσας με τ’ όνομα. Νύχτα, περασμένη ώρα ήταν χτες που την κατάλαβε η μπάμπω. Είχε βγει στο μπαλκόνι της κουζίνας, έτσι έκανε, έπαιρνε λίγο αέρα, «να γιομίσουν τα πλεμόνια, να ’χω ανάσα ως το πουρνό», αυτό πίστευε, έπαιρνε τον αέρα και τα χάπια της μαζί μ’ ένα ποτήρι νερό. «Καλώς έρθες τσούπρα μ’, άηντε κλιόρεψε και αύριο έλα να σε ιδώ, δώγια θάειμαι, θανάρθς ψχούλα μ’;» την καλωσόρισε κι απόσωσε το νερό μια και κάτω.
«Γεια σου κυρά Γιώργαινα και βέβαια θα ’ρθω, όμως όχι το πρωί, προς το βραδάκι, όταν γυρίσω από τα Γιάννενα, θα φέρω και μπακλαβά όπως παλιά», υποσχέθηκε η κοπέλα πριν την καληνυχτίσει.
Πως και τι, την περίμενε η γριά το άλλο βράδυ, είχε ανάψει και το τζάκι. Δεν είχε παρέα, τα παιδιά της ήταν στην Αθήνα, κοπέλα δεν της είχε δώσει ο Θεός, ο άντρας της είχε πεθάνει από χρόνια, «μαναχή μου περετεύομαι παιδάκι, μαναχή», είπε με παράπονο μόλις την αντίκρισε, αυτό της έλεγε κάθε φορά, μα και το παράπονο έμενε μόνο στα λόγια, πιο βαθιά στην καρδιά δεν τ’ άφησε ποτέ να μπει, «αν φτάσ΄ κειγιά και ριζώσει αστραπή να με βάραγε» σταυροκοπήθηκε. Μετά αγκαλιάστηκαν σφιχτά, φιλήθηκαν σταυρωτά και ξαναφιλήθηκαν είπαν και τα τυπικά για τις σπουδές και τα γράμματα, μίλησαν και για τον καλό τον γαμπρό που θα καρτερούσε κι όλο στα μάτια την κοίταζε, «σαν που ήταν κάπως φευγάτο το γλέμμα και το μάγουλο ψίχα ζουλιγμένο, σαν κάτι τόχει φαρμακώσει, τι μαυρονίλα να το κόβει το κορίτς;» αναρωτήθηκε.
Πήγε να φέρει τα λουκούμια να φιλέψει την κοπέλα όταν ακούστηκαν ουρλιαχτά λες κι αλύχταγε σκυλί. Η Ανδρονίκη πετάχτηκε στην εξώπορτα, άνοιξε μα δεν είδε τίποτα. Τρόμαξε πάντως. Πριν προλάβει να ρωτήσει τι και ποιος, άκουσε κι άλλη κραυγή, πιο δυνατή από την πρώτη. Η κυρά Γιώργαινα είχε γυρίσει με το κουτί τα λουκούμια και την κόκκινη, την καλή χαρτοπετσέτα στο χέρι.
«Η έρμη, το γιόμα μαζεύτηκε κουβάρ’ απ’ τ’ οργιό, τώρε την έπιακαν θέρμες κι αντραλεύει στα χώματα, τήρα, τήρα, έχει και το βετούλι, αυτή στη βλιώρα, το γίδι με το τσουράπι, πάει η μαύρη και η σκότεινη, πάει σεμεντελιάστηκε, λωλάθηκε ντιπ», σχολίασε η γριά και έριξε μια ματιά από το τζάμι να βεβαιωθεί για την παρουσία της άλλης γυναίκας.
«Τι έπαθες κυρά Γιώργαινα, παραμιλάς; για ποιάν λες;» ρώτησε η κοπέλα κι έφερε το σκαμνί πιο κοντά στο τζάκι, σα να κρύωσε απότομα περισσότερο.
Ότι έκανε ψοφόκρυο έξω, έκανε, ένας παγωμένος αέρας ξύριζε ότι έβρισκε στο πέρασμα του. Νοέμβρης μήνας στις τελευταίες του μέρες, είχε περάσει της Παναγίας, είχε ρίξει και το πρώτο χιόνι στις κορφές. Είχαν στρώσει τις κουρελούδες και τις φλοκωτές στα νοικοκυριά να τα κρατήσουν ζεστά. Ένα μεγάλο φεγγάρι ολόγιομο έστεκε λοξά πάνω από τον φεγγίτη, θαρρείς δεν ήθελε να ξεμακρύνει απ’ το σπίτι, εκεί ν’ ακούσει, το ’χουν αυτό τα φεγγάρια, ακούνε και δε μαρτυράνε και δεν κρυώνουν.
«Τι να σου ειπώ και τι να σου μολοήσω, τσούπρα μ’, μια ζωή ευτυχισμένη ονειρεύτηκε η καψερή όταν της τον γνώρισαν, η μαυρονιά, η αχάρητη, που να μην είχε έρθει στον κόσμο και να μην ήγλεπε ήλιο καλύτερα θα ήταντη από τούτα τα μαρτύρια που τράβησε, παιδάκι γραμμένοοο», το ο με γουριατό ως τον ουρανό, έβγαινε μακρόσυρτα και πονεμένα, κι έλεγε η Γιώργαινα κουβέντες, στη φοιτήτρια την Ανδρονίκη την κόρη της Θωμέχσας με τ’ όνομα, «να τα ’χεις κατά νου, να μην πάει και πάθς νίλες, κι ας είσ’ μορφωμέν’ τσούπρα, μορφωμένες κι αμόρφωτες άμα πέσουν σε κακό ζαγάρ τι τα θέλς» συνέχιζε, πότε τις συμβουλές και πότε πίσω στην ιστορία που είχε αρχίσει.
«Ανάθεμα και την παταρίτσα, τούτη μ’ αμποδάει, με το σκόπι παγαίνω καλύτερα», μουρμούρισε και την πέταξε πέρα. Μετά αναστέναξε θαρρείς μια πυροστιά έκαιγε στα σωθικά της. Μετακινήθηκε τρία βήματα, τράβηξε την υφαντή τρίριγη κουρτίνα ίσαμε στην άκρη στο παραθύρι, «έλα σιμά, να ιδείς με τα μάτια σ’, έλα τσ’ εδώ, έλα να ιδείς πως καταντούν οι όμορφες σαν ειν’ κακογραμμένες και κακορίζικες», είπε και με το χέρι, της έδειξε στον κήπο του διπλανού σπιτιού λίγα μόνο μέτρα πιο κάτω μια αναμαλλιασμένη μεσόκοπη γυναίκα που φορούσε ένα άσπρο μακρύ φόρεμα σκισμένο και καταλερωμένο απ’ τη λάσπη και γκάπα και γκούπα έσκαβε με το τσαπί τα χώματα.
«Γιατί σκάβει βραδιάτικα, τι θα φυτέψει τέτοια εποχή και γιατί είναι σ’ αυτά τα χάλια;» απόρησε η Ανδρονίκη με τα μάτια καρφωμένα στο ίδιο μέρος. Μετά συμπλήρωσε με οδύνη: «Μα δεν είναι γυναίκα, ένα σκιάχτρο είναι, ένα αξιολύπητο σκιάχτρο» και ξανακάθισε στη γωνιά.
«Ούι! Και να πεις δεν είχε η μαύρη νιάτα; Μια βίτσα λυγαριά είχε για κορμί. Λυγερή με τ’ όνομα και χόρευε όμοια πέρδικα στη ράχη κι από πρόσωπο; Σαν τα κρύγια τα νερά, με δυο λακκάκια γιομάτα ροδοζάχαρη στα μάγουλα», σταμάτησε κατάπιε το σάλιο της με δυσκολία, ξανακοίταξε το κορίτσι, δεν της έφευγε η έγνοια πως κάτι, κάτι, μια νυχτερίδα κάθονταν ανάμεσα στα φρύδια και της σκοτείνιαζε το πρόσωπο.
Πήρε ανάσα κι άλλη ανάσα :«Τώρε, την είδες πως γένηκε η μαύρη; Γκριτζούνι κατάντησε; Χρυσό μήλο δεν πιάνεις απ’ τα χέρια τς. Τα μαλλιά τς θα ’χουν σφαλαγγονίδια, πάει καιρός που είν’ άλουστη κι άπλυτη; Σιούρηξε, κάθ’ αργά παίρει το τσαπί και το φτυάρι κι αν την ρωτήσ’ τι φτιάν’, θα σ’ αποκριθεί τον λάκκο μ’ σκάβω, τον λάκκο μου, με τα δικά μ’ τα χέρια», έκανε μια παύση και αναστέναξε ακόμη πιο βαθιά άλλη μια φορά, η κυρά Γιώργαινα.
Δυο σκισμές έγιναν τα μάτια της. Ένα πηχτό σύννεφο θυμού την πλάνταξε, θυμήθηκε το άσθμα της, την έπιασε βήχας, γκούχου, γκούχου η Γιώργαινα από μέσα, γκάπα και γκούπα η Λυγερή με το τσαπί απ’ έξω. «Δόλιο Λυγερή πως ήσουν και πως γένηκες τέτοια, δόλιο Λυγερή να σ’ είχε πάρει το ποτάμι το μεγάλο, ο Καλαμάς να σ’ είχε πάρει, να σ’ είχε φάει του σερπετό το διμούτσουνο καλύτερα θάητανε», έγρουξε κι έδεσε κόμπο το κεφαλομάντηλο που είχε λυθεί και φαίνονταν οι μακριές άσπρες πλεξούδες.
Η Ανδρονίκη μέτρησε το νερό, τη ζάχαρη, τον καφέ, έβαλε το μπακιρένιο μπρίκι στη χόβολη. Όπως έσκυψε μπροστά στη φλόγα, η Γιώργαινα την ξανακοίταξε από πιο κοντά. Σημαδεμένη της φάνηκε κι είχε βάλει από πάνω αυτήν τη σκόνη που βάζουν για ομορφιά, μα για να το κρύψει, όχι για να δείχνει πιο όμορφη. «Μην της έδωκε ο πατέρας καμιά με το στειλιάρι και μπογιαντίστηκε να το κρύψ’;» συλλογίστηκε μα δεν της ερχόταν σωστό να τη ρωτήσει. Πάντως θυμήθηκε πως τις προάλλες είχε κι η μάννα της η Θωμαίχσα, ένα σημάδι στο φρύδι, το ’χε κάνει λέει στο λόγγο που ’κοβε κλαρί για τα ζωντανά.
«Έλα κυρά Γιώργαινα, συνέχισε την ιστορία της Λυγερής», παρακάλεσε η κοπέλα κι έφερε μια γύρα τον καφέ με το μακρύ κουταλάκι, μα τα χέρια της έτρεμαν, το πρόσεξε κι αυτό η γριά.
«Έλα σιμά, κάμε τσ’ εδώ, ρίξε ένα σκουτί στον πλάτη, σαν τη σταρήθρα στ’ αγιάζι τρέμεις, ούι τι μάργωσες μο τσούπρα μ’, χιόνι τα ’χεις τα χέρια, χιόνι», αναστατώθηκε η μπάμπω σαν της έπιασε τα χέρια κι αφού της έδωσε ένα χράμι να σκεπαστεί, έριξε κι ένα ακόμη χοντρό κούτσουρο στη φωτιά.
Σκυφτή όπως ήταν: «Κους, κούγω να λες», είπε κοφτά, έκανε κι ένα μορφασμό που δεν πρόλαβε η Ανδρονίκη να τον ερμηνεύσει και κατόπιν: «Τον τήραγε στα μάτια που λες κι είχε τη γνώμη πως το γλέμμα του θάηταν το χρυσό κλειδί για τα σαλόνια και τον παράδεισο. Αμ δε; Δεν χρειάστκε να διαβεί καιρός για να πάρ’ χαμπέρι με ποιόν αφορεσμένο είχε δεθεί για ζωή και για θάνατ’. Την πρώτη κιόλς νύχτα του γάμου, τς έδωκε και κατάλαβε, ο μπουτσός που κακή αρρώστια να βγάλει στ’ αχαμνά, ο σιαϊτάνης. Είχε πιεί, έτσι ίλεγε η ίδια, πως είχε πιει δυο μποτίλιες πιοτά από κείνα τα ξένα που σε βαράν κατακούτελα, τα ουίσκια. Ούι μανούλα μ’!» ξαναγούριαξε κι άλλαξε γοφό πλάι στο τζάκι που καθόταν καταγής πάνω στη βελέντζα.
«Μην πίνεις άλλο, θα σε χαλάσ’, είπε η μαύρη, μαλακά, μ’ αντροπή και την έπιασε αγκούσα, ένας κόμπος στο γκιόξι. Μετά έκαμε να τον τηράξει, είχε λύσει και τα μαλλιά, σαν κοράκου φτερό τα ’χε μαύρα. Πλάνταξε απ’ το φόβο ως τον είδ’ να την προγκάει, και σωροβολιάστηκε στην άκρια στο κρεβάτ’. Έβαλε τα χέρια και με τις απαλάμες έκρυψε το πρόσωπο.»
«Τι είπες μωρή σκρόφα; Θα με χαλάσ’; Εμένα μωρή χαντακωμένη; Εγώ είμαι άντρς, ξέρεις τι πα να πει άντρς; φώναζε δαύτος καθώς έλυνε το πέτσινο ζωνάρι απ’ το πανταλόνι τ’. Της κόπηκε η λαλιά. Ζάρωσε πιότερο απ’ τα πριν, ένα κουβάρ’. Ξιτσαγουλιάστηκε απ’ το σκαμπίλι. Γαμπρίκας μωρή αμόρφωτη, γαμπρίκας και γαμιάς, ιγώ χαλώ, ιγώ θα χαλάσ’ και σένα, τώρε κιόλς και ξεμπλετσώθηκε ντιπ για ντιπ.»
Με την άκρη του ματιού της, έξυπνη γυναίκα η κυρά Γιώργαινα κι ας μην ήξερε γράμματα, έπιασε το αναψοκοκκίνισμα και την ταραχή του κοριτσιού. Έκανε μια παύση, τάχα μου ψαχούλευε κάτι στις τσέπες της και δεν το ’βρισκε.
«Αργεί να γένει ο καφές, σύρε το μπρίκι παραμέσα στη στια μωρέ παιδάκι μ’», έδωσε οδηγίες στην Ανδρονίκη για να ξεστρατίσει τη σκέψη, την κουβέντα, ποιος ήξερε, μα ήταν πια σίγουρη πως κάτι της πλάκωνε την ψυχή. «Κάποιος θα τη βάρεσε», σιγούρεψε τη γνώμη της, «μην είναι η πρώτη, για η τελευταία», την Πέμπτη στο παζάρι δεν είχε δει κι εκείνη την έρμη τη θειάκω, τη Μύγια που πήγαινε με το χέρι δεμένο και τα δόντια σπασμένα; «κάποιος θα ’χε βρεθεί και γι’ αυτή, πάντα κάποιος για όλες τς καψερές του κόσμ’», ένιωσε τη χολή να γεμίζει το στόμα της, πήρε ένα λουκούμι, έκανε να το φάει, φοβήθηκε μην της ανέβει το ζάχαρο, «αστόχησα να μετρηθώ σήμερις» δικαιολογήθηκε, το άφησε πάλι κάτω, γύρισε ο νους στη Λυγερή:
«’Εκαμε, κοπελίτσα μ’, να σχκουθεί, να τρέξει, να ξεφύγ’, δεν πρόλαβε η καψερή. Χίμηξε πάνω τς, θεριό σ’ λέει και την έριξ’ στο πάτωμα. Την έπιακε δάγκα απ’ τ’ αυτί, τόκοψ’, έχει το σημάδ’, μα και πάλε, μήνα έχει ένα ή δυο, ολάκαιρη ένα σημάδι τη λες. Με το νυφικό ξεσκισμένο και γιομάτο αίματα, έμαθε την άλλη την πλευρά του καλού γαμπρού, του προκομέν’ του πλούσιου. Μπρος και πίσω, ένα την έκαμε, την ξέσκισ’ λες κι ήταν παλιοτσέργα, καμιά κουρελού η καψερή. Παρθένα την ίπηρε το ζουλάπι, άβγαλτη, έτσι την χαράμισ’. Τι να ίξερ’ απ’ άντρς; Ίτσιου τίποτις, χαμπέρι, μην (α) είχε μάννα ή αδερφή να την ορμηνέψ’, ή φιλινάδα, ή μην (α) είχε αγαπήσει καέναν ποτέ για να ξερ’; Δεν πρόλαβε, απ’ το σπίτι τση θειάκως στο ’ργοστάσιο.»
Η Ανδρονίκη γέμιζε τα φλιτζάνια, ούτε που την ένοιαξε να σηκώσει το μπρίκι από ψηλά για να κάμει πολλές φουσκάλες ο καφές όπως συνήθιζε να κάνει άλλοτε. Τα χέρια της έτρεμαν ακόμη πιο πολύ, το καταλάβαινες από το θόρυβο που έκανε το φλιτζάνι πάνω στο πιατάκι. Το μπακλαβά δεν τον αγγίξανε. Από μακριά ακούγανε τη Λυγερή, γκάπα και γκούπα και κραυγή, γκάπα και γκούπα κι άλλη κραυγή, μια με το τσαπί, μια με το φτυάρι. Κι έπεφτε όλο και πιο πολλή παγωνιά, μέσα κι έξω από το σπίτι και το ’νιωθε η Γιώργαινα πως κάτι μάτωνε στην ψυχή του κοριτσιού και μετά έριχνε από πάνω ψιλό-ψιλό χιόνι να κρύψει τα σημάδια.
«Και νάηταν μια και δυο οι ψχές μάναχα, κείνες που ζαλώνονται το σακί του φόβου στον ανήφορο και δεν το μολογούν, μα είναι τες πολλές», συνέχιζε, να σκέφτεται τις ψυχές που εκείνη γνώριζε στο χωριό, την Ασήμω τη γκαβή του Μήτρου που την είχε γκαστρώσει ο μπάρμπας τς και την ήβραν μισοπεθαμένη στο ρέμα, τη Μήτσαινα που την είχαν γναίκα και τ’ αδέρφια τ’ αντρός τς, τη Λουλούδω τη ζαβή, τς έκοψαν τς ρόγες και καένας δε μαρτύρησε, την Κρουστάλλω π’ αρέντευε να θρέψει πέντε στόματα παραδουλεύτρα του καλόγερου και ένα πρόσφορο δεν του πέρσεψε ποτέ, μάναχα τη βέργα και την αποτέτοια του τήραε, ο σκατόλακκος και κείνες οι κούτσικες τση Μήτραινας που τς έβγαλαν απ’ το σκολειό για να τηράνε τον πάππου και τς είχε κάνει λιάσα με τη μαγκούρα. Για όλες τς άλλες τα μολόγαγε η τηλεόρας. Τι τα θες, δεν έχει δίκια ο ψεύτης κόσμ’ς.»
«Δεν θέλω να ξέρω, μην μου πεις άλλα κυρά Γιώργαινα, να χαρείς, πες μου για τις πεταλούδες που μου ’λεγες όταν ήμουν μικρή», πετάχτηκε πάνω η Ανδρονίκη και τα μάτια της έτρεχαν βρύσες. Να είχε τρομάξει με όσα άκουγε;
Μα η Γιώργαινα δεν είχε σκοπό να σταματήσει. Ήπιε μια γουλιά καφέ, ρούφηξε δυνατά, «τι κι αν σκιάχτηκε η τσούπρα; είναι κι αλήθειες που πρέπει να μαθαίνονται», αποφάσισε. Και που λες συνέχισε: «Η θειάκω κι ο μπάρμπας τς, μετανάστες που δεν ίκαμαν χαέρι και βιός, δεν είχαν προκοπή στη Γερμανία που ήταντοι, ανθρώποι αγράμματοι, την πήραν και την κουνάρησαν αφ’ ότ’ πέθαναν οι γονέοι τς μέσ’ σ’ ένα χρόνο κι οι δυο απ’ την παλιαρρώστια, θα μου πεις, τι φταίγαν’ κι αυτοί οι δόλιοι; Τίποτς, σάματις να ήξεραν; Για καλό πάεναν, κουστούμ’ ακριβό, χρυσό λορόι ήγλεπαν, ως και μεταξωτή γραβάτα είχε στο λαιμό τ’, ο αφορεσμένος σ’ λέει, που κακός χρόνος να το ’ρθει και με το χάρο να λογαριαστεί να τον φαν τα σκλήκια γλήγορις», καταριόταν η Γιώργαινα, «βλέπανε αυτοκίνητο μεγάλο, μια κούρσα σαν από δαύτες πόχουν οι βουλευτάδς, φτωχοί κι αγράμματοι τι να ξέρανε κι αυτοί; Δέκα χρόνους τυραγνίστηκε με δαύτον, μετά παραλόησε και του ’φυγε. Δεν τη γύρεψε ο μπάνταλος, ως να μην ήτανε ποτέ. Είχ’ επιχείρηση με γναίκες και πιοτά, πολλές γναίκες σακάτεψε, ίλεγε η καψερή το χινόπωρο που έρθε εδώγια, μα έτσι σαλεμένη πώς να την πιστέψ’ άνθρωπος, πώς;»
Σκούπισε τα μάτια της η Ανδρονίκη. Σηκώθηκε ορθή μπροστά στο παράθυρο. Τέντωσε τα χέρια, είχαν σταματήσει να τρέμουν, ίσιωσε με πείσμα την πλάτη. Το φεγγάρι εκεί, στην ίδια θέση, πάνω από το φεγγίτη ολόγιομο, όλα τα είχε ακούσει. Το κοίταξε, μα όχι με τη θλίψη που συνήθιζε να το παρατηρεί και να του παραπονιέται. «Φέγγεις, μα όχι για να σκάψει τον δικό της λάκκο η Λυγερή, όχι, απόψε σκάβουμε όλες εμείς μαζί, πιο βαθιά τον λάκκο που μας έσκαψαν οι άλλοι, απόψε σκάβουμε τον λάκκο τους, τ’ ακούς, τον λάκκο τους. Μείνε εκεί, γι’ αυτό κρεμάστηκες στον φεγγίτη, γι’ αυτό θα φέγγεις, για τις αλήθειες που πρέπει να λέγονται και να φαίνονται. »
Πήγε να την πάρει από κάτω για μια στιγμή. Κοκκίνισαν τα μάτια της λες και γέμισαν αλμύρα. Σήκωσε το βλέμμα ψηλά για να μην αφήσει να κυλήσουν τα δάκρυα. «Δεν είναι ώρα για δάκρυα, όχι άλλες γυναίκες, φτάνει πια…» ούρλιαξε, τόσο δυνατά που σταμάτησε ν’ ακούγεται το γκάπα και γκούπα της Λυγερής. Ένα φτάνει πια, σαν ηπειρώτικο μοιρολόι βούιξε ο τόπος. Στον νου της, ήρθε «Η Κραυγή», του Μουνκ, πίνακας και ποίημα μαζί. Κάτι περισσότερο θυμήθηκε:
«Περπατούσα κατά μήκος του δρόμου με δυο φίλους/Ο Ήλιος έδυε – Ο Ουρανός γύρισε σ’ ένα αιματηρό κόκκινο/Και ένιωσα μια πνοή Μελαγχολίας – Κάθισα/Ακόμα θανατηφόρα κουρασμένος από το μπλε-μαύρο/Τα φιορδ και η πόλη κρέμαγαν Αίμα και Γλώσσες Φωτιάς/Οι φίλοι μου συνέχισαν – έμεινα πίσω/- έτρεμα με Ανησυχία – Ένιωσα τη μεγάλη Κραυγή στη Φύση”.
Είχε ξεχειλίσει το ποτήρι, είχε πάρει την απόφαση, δύο χρόνια στο Πανεπιστήμιο ήταν κιόλας πολλά, ήταν οι χαμένες στιγμές από τη ζωή της, αυτές για τις οποίες θρηνούσε μέσα της βουβά και ντρεπόταν, αυτές για τις οποίες έκλεινε τα μάτια από φόβο, γιατί ο καθηγητής, ο ίδιος ο φόβος και ο τρόμος πολλών φοιτητριών ήταν ξεκάθαρος μαζί της όταν της πρότεινε τον μόνο τρόπο για να φτάσει σ’ ένα γαμημένο πτυχίο.
Ξεκίνησε να γράφει κάποτε μια καταγγελία μα δεν είχε βρει το θάρρος να την τελειώσει. Τότε είχε μπει αυτός ο παλιάνθρωπος στο αμφιθέατρο, της είχε πάρει την κόλα το χαρτί απ’ τα χέρια, το μετά πέρασε σαν αστραπή από το νου της και την πλημμύρισε οργή και πόνος. Δάγκωσε τα χείλη. «Ήρθε η ώρα», ξύπνησε η παλιά φωνή της διαμαρτύρησης μέσα της: «Σε μια μπαγιάτικη κοινωνία, αυτή που εξελίσσεται τόσο άσχημα και τόσο γρήγορα, αυτή που τρέχει στον κατήφορο, την πολυεπίπεδη και την πιο αποπροσανατολισμένη από ποτέ, η κραυγή από όπου κι αν προέρχεται, είναι κραυγή και η απίστευτη, η μοναδική δύναμη της να σοκάρει, θα παραμένει με την ίδια ένταση, αμείωτη σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή κι αν συμβαίνει, σε όποια κοινωνία κι αν εκτυλίσσεται το έγκλημα της βίας…», την δικαίωναν οι πρώτες σκέψεις. «Τα παρακάτω είναι εύκολα πια, θα τα πούμε πολλές μαζί, αύριο…, ψιθύρισε.
Κατέβηκε τη σκάλα. Έτρεξε στον κήπο που έσκαβε η Λυγερή. Τη βρήκε μέσα στον λάκκο που είχε σκάψει, θα ’ταν ίσαμε ένα μέτρο στο βάθος. Της άπλωσε το χέρι, την έσυρε έξω. Στάθηκαν η μια απέναντι στην άλλη. Κοιτάχτηκαν με εμπιστοσύνη. Η Λυγερή με το τσαπί, η Ανδρονίκη με το φτυάρι. Μέτρησαν κάτω από το φως του φεγγαριού ανάστημα, αντοχές και ψυχές. Όμοια τα βρήκαν. Τι κι αν τις χώριζαν τόσα χρόνια. Οι ψυχές μετρούν με τα βάσανα, όχι με τα χρόνια. Αγκαλιάστηκαν. Πήρε να βρέχει. Μια όμορφη σιγανή βροχή.
«Πάμε, όπως είσαι, όπως είμαστε, πάμε στο τμήμα. Αύριο θα ειδοποιήσω και τις άλλες, ήμασταν πολλές Λυγερή, ακούς; ήμασταν πολλές, αύριο λιγότερες, μεθαύριο καμιά. Θα ξυπνήσουν όλοι και θέλουν δεν θέλουν θα δουν το δίκιο, αύριο, στον εισαγγελέα θα τελειώσουν τ’ άδικα…»
Βυθίστηκε η κυρά Γιώργαινα στον ύπνο εκείνη τη νύχτα χορτασμένη από κουβέντα και δίκια κι ας ήταν στα ξωκέντια της ζήσης της. Κι ονειρεύονταν λέει: «Ποιος λέει; Η Γιώργαινα ορέ κραίνει, κραίνει πως έκανε εκείνη κουμάντο κι είχε ζητήσει απ’ τς σερνικούς, μεστωμένους κι αμέστωτους ν’ ανέβουν στο Φαρμακοβούνι, να μάσει καθένας κι από ’να μανουσάκι του χινοπώρου, να το κρατάει στο χέρι κι ύστερις πριν διαβεί ο ήλιος να παραταχτούν ο ένας δίπλα στον άλλον, στην πλατεία κάτου στην βρύση με τον πλάτανο. Κι έρθε σου λέει αυτή, νιά, κοτσωνάτ’, νταρντανογναίκα, με το γιορντάν’ το κεντημένο, όπως ήταντη τότε στα τριγιάντα τα, πρώτα πήρε τα μανουσάκια μοσχοβόλησε ο κόρφος τς΄και μετά τς διάταξε να γυρίσουν το μάγουλο το δεξί και πέρασ’ και τς χαστούκισ’, προκαταβολικά ζαγάρ, για την τιμή της γυναικός…», πετάχτηκε πάνω, κράταγε την κοιλιά της από τα γέλια η Γιώργαινα.
«Κάλλιο, απ’ το γκάπα και γκούπα και τ΄αλύχτισμα τς Λυγερής, κάλλιο», είπε, τίναξε την άχνη ζάχαρη από το λουκούμι, «δεν πάει στο διάτανο κι ο ζάχαρος» συλλογίστηκε και με τη γλύκα στα χείλη, πήρε το τραγούδι από μέσα της και ξανάπεσε για ύπνο.
«Και μορφωμένες κι αμόρφωτες, άμα σου τύχει ζαγάρ, πρέπει να μιλάτ’», τόλμησε να πει η Λυγερή πρώτη φορά στη ζωή της, μέσα στο γραφείο του εισαγγελέα.
• ———– •
Τούτη η κατάθεση ψυχής, γράφτηκε με κίνητρο την Διεθνή Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών η οποία υπενθυμίζεται στις 25 Νοεμβρίου κάθε χρόνο, μετά από απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στις 17 Δεκεμβρίου 1999. Μακάρι να έρθει εκείνη η μέρα που δεν θα έχουμε λόγο να μιλάμε όχι μόνο για τη βία κατά των γυναικών, αλλά για καμιά μορφή βίας. Μέχρι όμως να ευαισθητοποιηθεί η κοινωνία μας και να γίνει το θαύμα, ας μην ξεχνάμε, πως η σεξουαλική, η σωματική, η ψυχική και η συναισθηματική βία, αποτελούν ένα φαινόμενο που δεν κάνει διακρίσεις ανάμεσα στην κουλτούρα, στην εθνικότητα, στη γλώσσα, στη θρησκεία, στο χρώμα ή στην κοινωνικοοικονομική τάξη. Αποτελεί πρόβλημα που διαπερνά όλους τους πολιτισμούς, όλες τις χώρες και όλες τις κοινωνίες μικρές ή μεγάλες. Οι κακοποιημένες γυναίκες υποφέρουν σιωπηλά. Τα περισσότερα περιστατικά κακοποίησης παραμένουν στο σκοτάδι, καθώς δύσκολα ζητούν βοήθεια. Η απειλή της ίδιας της ζωής τους μέσα από τον φόβο και την χειραγώγηση, τις καθιστά σχεδόν αδύναμες να μιλήσουν. Όσο σωπαίνουμε όλες, συνηγορούμε στο έγκλημα, γιατί η βία δεν είναι κάτι άλλο, έγκλημα χαρακτηρίζεται.
Από καρδιάς ευχαριστώ την κυρία Λιάνα Τσιρίδου, μέλος της Επιτροπής Ισότητας των Φύλων της Περιφέρειας Ιονίων Νήσων για την δυνατότητα και την ευκαιρία.
_
γράφει η Ζωή Δικταίου
Συγχαρητήρια κ. Δικταίου. Υπέροχο το κείμενο, ευχάριστη η γραφή και καυστική συνάμα, για ένα κοινωνικό φαινόμενο που θα έπρεπε να μας βρίσκει όλες απέναντι με μια φωνή δυνατή. Όσο σιωπούμε, είμαστε συνένοχες.
Ας είναι απαίτηση στο σύγχρονο κόσμο η μηδενική ανοχή όλων των μορφών βίας κατά των γυναικών, με σεβασμό στο αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα μιας γυναίκας να αποφασίζει για τη ζωή και το σώμα της. Ευχαριστώ από καρδιάς.
Καθηλωτικό το κείμενό σας!!!
Όσο πιο οργισμένα είναι τα θύματα, τόσο πιο δυνατά πρέπει να φωνάξουν για ν’ ακουστούν κι όμως από φόβο σωπαίνουν… Αλήθεια, πόσα παράπονα όμως θα μείνουν κλειδωμένα για πάντα στη σιωπή; Να είστε καλά και να μιλάτε. Κόντρα στη βία σημαίνει εξελίσσομαι. Όλες μαζί μπορούμε.
Συγκλονιστικό!!! Ναι έτσι είναι όλες μαζί μπορούμε!!!Καλό απόγευμα!!!
Ζωή,
Το κείμενο που διάβασα…χρόνους με πάει πίσω…
σ ένα χωριό στα τρίκαλα που έτυχε να ζήσω…
Τοπολαλιά και έθιμα μπροστά μου ζωντανεύουν
κι οι λέξεις απ’ το στόμα μου διέξοδο γυρεύουν…
Οι ηρωίδες σου, θαρώ, σάρκα κι οστά πως παίρνουν…
κι όσα μου μολογήσανε ΜΠΡΑΑΒΟ στα χείλη μ φέρνουν…
Το θέμα που ανακίνησες σκλαβιάς αιώνων σπέρμα…
ΚΑΙΡΟΣ ΠΙΑ ΝΑ ΦΩΝΑΞΟΥΜΕ…
ΤΕΡΜΑΑΑ ΣΤΗ ΒΙΑ!!! ΤΕΡΜΑ!!!!!!!
ΜΠΡΑΒΟ ΣΑΣ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!