15 εσπερινοί

Με τις μελωδίες του Μάνου να απλώνουν στο δωμάτιο και να ξεχειλίζουν οι νότες στο παλιό μπαλκόνι από τις ολάνοιχτες μπαλκονόπορτες, ο Σοφοκλής κοιτούσε με το κεφάλι ξαπλωμένο, την όμορφη Πανσέληνο της νύχτας. Αμίλητος. Γοητευμένος. Τα δάχτυλά του τρεμοπαίζαν στα κάγκελα του μπαλκονιού, σα να έπαιζε εκείνο το αόρατο πιάνο που συνόδευε τους γλυκούς ήχους του δίσκου του και ο απαλός ανοιξιάτικος αέρας σφύριζε ανάμεσα στα λιγοστά μαλλιά του, σαν ψίθυρος από τον ουρανό. Τα παιδιά του Πειραιά χορεύανε μπροστά του, ανάμεσα στα λιγοστά αστέρια που δεν είχε καταφέρει να κρύψει το φως του φεγγαριού και εκείνος χαμογελούσε γλυκά.

Απέναντι, σε ένα μπαλκόνι γεμάτο από γλάστρες, η Μελίνα, που βγήκε να κοιτάξει και εκείνη το όμορφο φεγγάρι, σαν είδε το Σοφοκλή στο μπαλκόνι κρύφτηκε πίσω από έναν μεγάλο φίκο. Το φεγγάρι φώτιζε τα γένια του και τα μάτια του γυάλιζαν μέσα στη νύχτα. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό της και κάθισε χωρίς να κάνει θόρυβο σε μία από τις καρέκλες του μπαλκονιού της, πίνοντας μια γενναία γουλιά από το ποτήρι με το λευκό κρασί που κρατούσε τόση ώρα στα χέρια της, ακουμπώντας το κάτω στο πάτωμα μαλακά, για να μην προδοθεί η κρυφή παρουσία της.

Ο Σοφοκλής ανέμιζε ολόκληρος. Οι νότες του νυχτερινού περιπάτου αλλάζανε το σκηνικό και λίγο να ανοιγόκλεινες τα μάτια θα τον έβλεπες να περπατά σε ένα δάσος με πυγολαμπίδες που μπλέκουν ζωηρά στα απαλά του βήματα πάνω στο δροσερό χορτάρι. Μυρωδιά χώματος και ονειροπόλοι γκιόνηδες συνόδευαν το νυχτοπερπάτημά του. Η Μελίνα είχε αφεθεί σε τούτη τη μελωδία. Περπατούσε ξοπίσω του με την άσπρη της νυχτικιά και κρυβόταν πίσω από τα γέρικα δέντρα του δάσους, για να μην την καταλάβει. Τον κοιτούσε να περπατά περήφανα και η καρδιά της άνοιγε με δύναμη τα παραθυρόφυλλα και ένιωθε τον ήλιο της αγάπης να ζεσταίνει την ψυχή.

Εκεί, στην οδό ονείρων, τα δύο μπαλκόνια μοιράζονταν το μυστικό της μουσικής τους. «Δωσ’ μου τα μαλλιά σου να τα κάνω προσευχή» τραγουδούσε απαλά ο Σοφοκλής , «Κάθε σπίτι κρύβει λίγη αγάπη στη σιωπή» σιγόνταρε ψιθυριστά η Μελίνα. Το φεγγάρι χαμογέλαγε και το φως του μεγάλωνε σε τούτο το δρομάκι. Τα αστέρια του ζητούσαν το θαύμα της αγάπης και εκείνο τους έκανε νόημα να σωπάσουν, λέγοντάς τους σιγανά πως και η νύχτα θέλει το χρόνο της.

Ξαφνικά, ο Σοφοκλής σκοτείνιασε. Κάθισε στην καρέκλα του μπαλκονιού με τα χέρια του να κρέμονται στα κάγκελα. Ένα μαύρο σύννεφο έκρυψε απότομο το όμορφο φεγγάρι. Ύστερα, έβαλε το χέρι του στην τσέπη του πουκαμίσου του και έβγαλε μία φωτογραφία. Το φεγγάρι φύσηξε με δύναμη, να διώξει το σύννεφο για να δει. Σαν έφυγε το σύννεφο, το φως του σκόρπισε στο γυαλιστερό πλέον πρόσωπο του Σοφοκλή. Και τα λόγια του αντηχούσαν μέχρι τα λυπημένα αστέρια. «Τα χέρια μου παγώσανε, τα γόνατά μου λιώσανε…» τραγουδούσε κομπιάζοντας. Η Μελίνα έβαλε τα κλάματα μαζί του. Τη γνώριζε καλά ετούτη τη στιγμή. Τον είχε δει ντυμένο μες στα μαύρα να κλειδώνει το σπίτι και το χαμόγελό του. Να εξαφανίζεται από τη ζωή.

Η νύχτα σίγησε. Μόνο η τιμωρία του Μάνου ακουγόταν και οι λυπηρές ανάσες τους. Τα νυχτολούλουδα έκλεισαν τα πέταλα, έσταξαν άνθη οι γιασεμιές στο στενό και ο αέρας κόπασε. Είναι η ώρα που και η φύση κλαίει σιωπηλά για το άδικο. Η Μελίνα τον κοίταζε συνεχώς με βλέμμα λυπημένο, μελαγχολικό. Σήκωνε δειλά το χέρι της και χάιδευε την αέρινη μορφή του, να μαλακώσει την πληγή που χρόνια ήξερε ότι κουβαλά. Κι εκείνος, βυθισμένος στην καρέκλα του, έσφιγγε τη φωτογραφία στην αγκαλιά, με μια παραπονεμένη σιωπή που μάγκωνε τον ουρανό και λύγιζε τη νύχτα.

Πορεία στην Πανσέληνο κάνανε μέσα στη νύχτα λίγα θαρρετά αστέρια με τα χρωματιστά τους πανό με μόνο το αίτημα της Αγάπης. Το φεγγάρι τους έκλεισε το μάτι τρυφερά κι ύστερα έκανε νόημα στον άνεμο να αρχίσει το τραγούδι. Μια αταίριαστη ανοιξιάτικη συμφωνία έσπασε τη σιωπή ετούτης της νύχτας, με τον άνεμο να σφυρίζει με βία. Τα μαλλιά της Μελίνας πλήγωσαν τα μάτια της και εκείνη τινάχτηκε απότομα απ΄ τον πόνο, σπρώχνοντας άθελά της, το ποτήρι με το κρασί. Το φεγγάρι άνοιξε διάπλατα τα μάτια του και το νέο του φως έπεσε καταπάνω της, σαν τους προβολείς που ανάβει ένα αυτοκίνητο για να πιάσει τον άτυχο λαγό, ξεφανερώνοντας τη σκοτεινή φιγούρα της.

Ο Σοφοκλής σηκώθηκε απότομα όρθιος και κοίταξε στο απέναντι μπαλκόνι. Εκείνη, αμήχανη από την απότομη αποκάλυψη της, έμενε ακίνητη. Μόνο η άσπρη της νυχτικιά ανέμιζε στο βράδυ, κάνοντάς την να μοιάζει με νεράιδα της νύχτας, με ολόλευκο πουλί… Και τότε το φεγγάρι κοκκίνησε απότομα, ο άνεμος άρχισε να κοπάζει και οι νότες από το δωμάτιο του Σοφοκλή παντρεύτηκαν με τις όμορφες λέξεις του Μάνου στον αέρα που τους χώριζε.

«Το φεγγάρι είναι κόκκινο, το ποτάμι είναι γαλάζιο κι η αγάπη μου στα χέρια σου είναι κάτασπρο πουλί…»

Η Μελίνα κατέβασε ντροπαλά το κεφάλι της. Ο Σοφοκλής χαμογέλασε…

 

_

γράφει η Μάχη Τζουγανάκη

 

 

____

Οι στίχοι που συνόδευσαν το κείμενο ήταν από τα τραγούδια: «Τα παιδιά του Πειραιά», «Νυχτερινός Περίπατος», «Κάθε κήπος», «Η Τιμωρία», «Το Φεγγάρι είναι κόκκινο» από το δίσκο «15 εσπερινοί» του Μάνου Χατζιδάκι

Ακολουθήστε μας

Επιστροφή στο χωριό

Επιστροφή στο χωριό

Ήθελε πολύ να κλάψει, να ξεσπάσει. Μα όσο κι αν προσπάθησε να βγάλει από μέσα του αυτό που του άδραχνε σφιχτά την καρδιά και του έκοβε την ανάσα, δεν το κατάφερνε. Τα κόκκινα από την αγρύπνια μάτια του παράμεναν στεγνά, σαν τα χωράφια που τα είχε ζεματίσει η αναβροχιά...

Άφιλτρο τσιγάρο

Άφιλτρο τσιγάρο

ΑΦΙΛΤΡΟ ΤΣΙΓΑΡΟ Κοίτα..  Έλεγα και σου έδειχνα την απλωμένη πόλη προς τα κάτω. Βράδυ στο ‘μπαλκόνι’ της Σαλονίκης. Εγώ δεν την έλεγα ποτέ Σαλονίκη!.  Εσύ μου το κόλλησες. Πάντα Θεσσαλονίκη την έλεγα.  Ολόκληρη.  Γιατί της άξιζε και με το παραπάνω. Κούκλα σαν και σένα....

Ακολουθήστε μας στο Google News

Διαβάστε κι αυτά

Άφιλτρο τσιγάρο

Άφιλτρο τσιγάρο

ΑΦΙΛΤΡΟ ΤΣΙΓΑΡΟ Κοίτα..  Έλεγα και σου έδειχνα την απλωμένη πόλη προς τα κάτω. Βράδυ στο ‘μπαλκόνι’ της Σαλονίκης. Εγώ δεν την έλεγα ποτέ Σαλονίκη!.  Εσύ μου το κόλλησες. Πάντα Θεσσαλονίκη την έλεγα.  Ολόκληρη.  Γιατί της άξιζε και με το παραπάνω. Κούκλα σαν και σένα....

Αντρικό κούρεμα

Αντρικό κούρεμα

Τα καλοκαίρια γυρίζαμε έξω. Οι μανάδες στο σπίτι οι πατεράδες στη δουλειά εμείς στις αλάνες. Οι αλάνες - δρόμοι, ήταν σαν τις γελοιογραφίες του Mordillo. Αν σου έφευγε η μπάλα στην κατηφόρα, είχες δυο επιλογές. Η μια ν’ αρχίσεις το τρέξιμο ώστε τα δεδομένα του...

Routine

Routine

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης - Ήταν ίσως η μόνη γυναίκα στον κόσμο που ξέβαφε τα χείλια της! Έμοιαζε με εξώφυλλο ακριβού περιοδικού πολυτελείας που κανείς δεν μπορούσε να (εξ)αγοράσει. Είχε φίλους. Πολλούς και λίγους. Οι πολλοί της φίλοι, σαν τα πουκάμισα τα αδειανά...

10 σχόλια

10 Σχόλια

  1. Ελένη Ιωαννάτου

    Τι όμορφες εικόνες Μάχη!
    Τι όμορφες στιγμές!!
    Σαν να ήμουν στο δίπλα μπαλκόνι.. και να κρυφοκοιτούσα.

    Πόσο χαίρομαι κάθε φορά που σε διαβάζω!!
    Με άγγιξε ο τρόπος περιγραφής σου,
    πολύ γλυκιά ιστορία!!

    Ίσως να είναι αληθινή, ίσως πάλι και όχι..

    Απάντηση
    • Μάχη Τζουγανάκη

      η Μελίνα και ο Σοφοκλής μου σε ευχαριστούν πολύ για τα καλά σου λόγια. Αληθινοί…της φαντασίας μου…ποιος ξέρει! Πάντως σε ευχαριστούν! Τους άκουσα …είμαι σίγουρη!!! 🙂

      Απάντηση
  2. Ανώνυμος

    Μαριάνθη Παπάδη

    Η μορφή του Μάνου μπλέχτηκε στα δάχτυλα του Σοφοκλή, στο άσπρο νυχτικό της Μελίνας μετουσιώθηκε σε έρωτα και έδωσε πνοή σε ένα συνηθισμένο βράδυ Τρίτης.

    Απάντηση
    • Μάχη Τζουγανάκη

      α…Μαριάνθη δεν παίζω…την επόμενη φορά θα το γράψουμε μαζί το κείμενο!!! Σε ευχαριστώ πολύ…

      Απάντηση
  3. Παναγιώτης Σκοπετέας

    Μητέρα κι αδερφή
    δώσ᾽ μου μια ελπίδα
    δώσ᾽ μου μιαν ευχή

    Η αγάπη ν᾽ απλωθεί
    παντοτινή στη γη σαν
    προσευχή!

    Αγαπητή Κα Τζουγανάκη,

    Πρόκειται για στίχους του Μ. Χατζιδάκη
    από τον καλύτερό του
    δίσκο – κατά την ταπεινή μου άποψη –
    με τον τίτλο
    Η εποχή της Μελισσάνθης.

    Με την ευχή αυτός ο αυτοβιογραφικός δίσκος,
    να αποτελέσει την πηγή κι ενός
    άλλου τόσο όμορφου διηγήματος
    σαν κι αυτό που γράψατε με αφορμή
    τη μουσική ενός λόγιου συνθέτη που
    κάτι θα είχε να μας πει αν ζούσε στις
    δύσκολες στιγμές που περνά η πατρίδα μας.

    Καλόν Εσπερινό !

    Απάντηση
    • Μάχη Τζουγανάκη

      Κύριε Σκοπετέα,

      το έργο που αναφέρετε, είναι ένα ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ από όλες τις απόψεις κι ας γεννά πικρά συναισθήματα. Απίστευτη καντάτα, ένα πάντρεμα πολλών φωνών, μιας στρατιωτικής μπάντας και ένός μπουζουκιού σε σολιστικό ρόλο που γοητεύει το μουσικό μου αυτί.

      Ο Χατζιδάκις σε τούτο το έργο, περιγράφει έναν κόσμο κατεστραμμένο, φθαρμένο γεμάτο από προδοσία, βιαιότητα. Διαχρονικά μηνύματα…και ένας μεγάλος συνθέτης που δεν ξέρω αν θα άντεχε να βλέπει την ιστορία να επαναλαμβάνεται…

      θα κλείσω με αυτό…

      “Συ κράτα τούτη τη στιγμή.
      Του ρολογιού τον χτύπο.
      Και φκιάξε επίμονο ρυθμό
      που να ’χει μέσα τον καιρό …”

      και με την υπόσχεση οτι θα προσπαθήσω να χωρέσω σε κάποια τρυφερή στιγμή τη Μελισσάνθη σε ένα διήγημά μου.

      σας ευχαριστώ,,,

      Απάντηση
  4. Παναγιώτης Σκοπετέας

    Βλέπω πως είστε και μουσικολογιωτάτη Μάχη …
    Πόσο χαίρομαι για την πολυσχιδή καλλιέργειά σας …

    Συγχαρητήρια !
    Καλές δημιουργίες …

    Απάντηση
    • Μάχη Τζουγανάκη

      το Α και το Ω της όποιας καλλιέργειάς μου το οφείλω στους γονείς μου…τους οποίους θα ευχαριστώ μια ζωή για τα εφόδια που μου δώσανε..

      Σας ευχαριστώ..

      Απάντηση
  5. Μάρθα Δήμου

    Υπέροχο, δοσμένο με γλαφυρότητα και ζωντάνια, Μάχη, το κείμενό σου, η δε καλλιέργειά σου εμφανέστατη. Συγχαρητήρια.!!!!

    Απάντηση

Υποβολή σχολίου