Εκείνο το μεσημέρι, κι αφού ακούσαμε για πολλοστή φορά στα ραδιόφωνα το περίφημο ‘πολεμικό ανακοινωθέν’, κι αφού οι σειρήνες σταμάτησαν να μας παίρνουν τ’ αυτιά (χωρίς λόγο, γιατί βομβαρδισμός δεν έγινε στην Αθήνα, ούτε τότε, ούτε μετά), καθίσαμε στο τραπέζι να φάμε.
Παρά την ανησυχία, υπήρχε ένταση και ενθουσιασμός. Ο πατέρας, αν και αντι-μεταξικός, συμμετείχε στη γενική ευφορία. Η μάνα ήταν πιο σκεπτική. Ο Αντώνης ήταν δεκαοκτώ χρονών, αν πήγαινε μακριά αυτός ο πόλεμος θα τον καλούσαν. Για τον πατέρα δεν υπήρχε κίνδυνος, προς το παρόν τουλάχιστον, ήταν πάνω από πενήντα, πόσο ακριβώς δεν ήξερα. Αλλά αν έφταναν να καλέσουν και τους πενηντάρηδες, τότε μάλλον θα τον είχαμε χάσει τον πόλεμο.
Εγώ ήμουν σιωπηλή, όσο οι γονείς μου κι ο Αντώνης συζητούσαν με πάθος. Οι άντρες ανέλυαν τις δυνάμεις του εχθρού και τις δικές μας λες και ήταν έμπειροι πολεμικοί ανταποκριτές. Σχολείο δεν έγινε εκείνη την ημέρα, κι έτσι είχαν διαβάσει κι οι δυο τους όλες τις πρωινές εφημερίδες. Εμένα δεν με πολυενδιέφεραν. Εκείνο που σκεπτόμουν εκείνη τη στιγμή, θυμάμαι, ήταν η απογευματινή συγκέντρωση της ΕΟΝ. Θα μας πιπίλιζαν το μυαλό κι εκεί βέβαια, αλλά τουλάχιστον θα έβλεπα το Δημήτρη.
Η ΕΟΝ είχε γούστο, αν την έπαιρνες με καλό μάτι. Πολύ κουβέντα για τον ‘Πατέρα’ Μεταξά βέβαια, παρελάσεις, και δώστου οι χαιρετισμοί με ‘τη δεξιά χείρα τεταμένη με τους δακτύλους ηνωμένους εις το ύψος του δεξιού οφθαλμού’, και δώστου οι ύμνοι και τα εμβατήρια, αλλά είχε και τα καλά της. Ήταν ευκαιρία να ξεφύγουμε απ’ το μονότονο σπίτι – σχολείο, πολλές φορές πηγαίναμε εκδρομές για αναδάσωση ή απλά για την εκδρομή. Καμιά φορά παίζαμε θέατρο ή και χορεύαμε. Κι όπως η συμμετοχή ήταν στην ουσία υποχρεωτική, ο αυστηρός μπαμπάς δεν μπορούσε να πει τίποτα. Όταν με θύμωνε με τους ‘κανόνες’ του καμιά φορά σκεφτόμουν – με κακία – ότι μπορεί γι’ αυτό να ήταν αντι-μεταξικός κι όχι λόγω των δημοκρατικών φρονημάτων του. Τέλος πάντων, εκείνη την εποχή, η ΕΟΝ ήταν η μοναδική ευκαιρία να βρεθούν αγόρια και κορίτσια μαζί.
Έτσι είχα γνωρίσει το Δημήτρη. Ήταν πρωτοετής φοιτητής της Νομικής, εγώ μόλις δεκαεπτά. Όχι πως είχαμε κάνει κάτι ‘ανεπανόρθωτο’, αλλά ένα φλερτ υπήρχε, κρατιόμασταν απ’ το χέρι όταν δεν έβλεπε κανείς, μου έγραφε ποιήματα, ήταν ο μόνιμος καβαλιέρος μου στους χορούς. ‘Ο φαλαγγίτης κι η φαλαγγίτισσα’, αστειευόμασταν. Ο Αντώνης το είχε καταλάβει, αλλά μου έκανε πλάτες, ο γλυκός μου. Είχε κι αυτός το αισθηματάκι του βλέπεις, με τη συμμαθήτριά μου την Έλλη.
Τελειώσαμε το φαγητό, κάναμε το σταυρό μας και πήγαμε πάνω να μελετήσουμε – υποτίθεται. Δεν βλέπαμε την ώρα με τον Αντώνη να φύγουμε για τη συγκέντρωση. Μπορεί να μαθαίναμε κι άλλα νέα, από τα ‘μέσα’, και να εντυπωσιάζαμε τους γονείς μας το βράδυ. Ο Αντώνης δηλαδή, γιατί εγώ ανυπομονούσα γι’ άλλο λόγο, όπως ήταν φυσικό.
Όταν πλησίασε η ώρα, βάλαμε τις σκούρες μπλε στολές μας και ξεκινήσαμε. Του Αντώνη του πήγαινε τρέλα, εμένα με έσφιγγε στο στήθος, που είχε μεγαλώσει αρκετά από πέρσι.
Φτάσαμε στο πρώην Σύστημα Προσκόπων που τώρα πια στέγαζε την Οργάνωση του Κολωνού. Μπήκαμε στις σειρές μας, σχηματίζοντας δυο φάλαγγες, μια τα αγόρια και μια τα κορίτσια. Όταν μπήκε ο Ομαδάρχης χτυπήσαμε δυνατά προσοχή και χαιρετήσαμε. Θυμάμαι, όσο τέντωνα το χέρι, τα μάτια μου έψαχναν να συναντήσουν τα μάτια του Δημήτρη. Με είδε, αλλά δεν μου αντιγύρισε το βλέμμα. Ένιωσα σαν κάτι να βουλιάζει μέσα μου.
Ο Ομαδάρχης άρχισε το λόγο του, φυσικά είπε για τον πόλεμο και το ηρωικό ΟΧΙ που απάντησε ο Μεταξάς στον Ιταλό πρέσβη, για τις αρετές της φυλής, την αναπόφευκτη νίκη του λαού που είχε φυλάξει Θερμοπύλες, του λαού των ηρώων. Ζητωκραυγάσαμε, μετά τραγουδήσαμε τον Εθνικό Ύμνο και τον ύμνο της ΕΟΝ. Αρκετοί είχαν δακρύσει, ανάμεσά τους κι εγώ. Χαιρετήσαμε πάλι σε στάση προσοχής και κατόπιν σκορπίσαμε χαλαρά σε παρέες.
Ο Δημήτρης ήρθε και με βρήκε. Ανακουφίστηκα. Τα αισθήματά του δεν είχαν αλλάξει, όπως είχα φοβηθεί. Τα μάτια του έλαμπαν, ένα ζωηρό χαμόγελο φώτιζε το πρόσωπό του.
«Μάντεψε, φαλαγγίτισσα», μου λέει. «Μάντεψε!»
Τον κοίταξα ερωτηματικά. Κάτι στη χαρά του μου έφερνε κόμπο στο λαιμό.
«Θα με πάρουν! Αύριο, το πολύ μεθαύριο φεύγω για το μέτωπο!»
Το βούλιαγμα που είχα νιώσει πριν ξανάρθε. Πιο βαθύ τώρα. Σαν να μου κατάπιναν τα σωθικά την καρδιά.
«Μα δεν είσαι ούτε δεκαεννιά», ψέλλισα, «και φοιτητής. Πώς είναι δυνατόν;»
«Και ποιος σου είπε ότι οι φοιτητές δεν πολεμούν; Στην ανάγκη θα μιλήσει ο Ομαδάρχης, μου το υποσχέθηκε, είναι σίγουρο».
Δεν μπορούσα να μιλήσω. Μέσα μου μια φωνή ήθελε να ουρλιάξει, αλλά δεν έβγαινε: «Είναι άδικο! Άδικο!» Δεν μπορούσα ούτε να τον αντικρύσω. Δεν άντεχα τη χαρά του, δεν άντεχα ότι προτιμούσε τον πόλεμο από μένα.
Στα δάκρυά μου, αν τα είδε, δεν έδωσε σημασία. Άλλοι φαλαγγίτες εν τω μεταξύ τον περιτριγύριζαν και τον χτυπούσαν επιδοκιμαστικά στον ώμο. Τον πήραν από κοντά μου.
Ήρθε και με βρήκε αργότερα. Έδειχνε μετανιωμένος. Όχι που θα πήγαινε στο μέτωπο, αλλά που με είχε αφήσει μόνη μου. Βγήκαμε έξω και καθίσαμε σ’ ένα απόμερο παγκάκι. Πήρε τα χέρια μου στα δικά του.
«Νόμιζα ότι θα χαιρόσουν κι εσύ, ότι θα σ’ έκανα υπερήφανη». Είχε καταλάβει τη θλίψη μου.
Κατάπια ένα λυγμό που πήγε να με προδώσει.
«Είμαι υπερήφανη καλέ μου. Όλα για την Πατρίδα. Έτσι δεν λέμε πάντα;»
Δεν απάντησε, μόνο έσφιξε κι άλλο τα χέρια μου στις παλάμες του, με κοίταξε στα μάτια πολλή ώρα, πριν μ’ αγκαλιάσει και με φιλήσει για πρώτη φορά στο στόμα. Φιλί αδέξιο, τρυφερό, αληθινό.
Κι αυτό το φιλί πήρε μαζί του στον πόλεμο ο Δημήτρης. Κι αυτό το φιλί ήταν το μόνο που μου έμεινε για να τον θυμάμαι.
_
γράφει ο Φραγκίσκος Πιέρρος
0 Σχόλια