Φλωρεντία 1860. Ο δυνατός έρωτας της Μαρίας Ρόζας και του Σαλιβέριου Μοντανάρι βρίσκει εμπόδιο στον πατέρα της. Η κοινωνική τάξη του πλούσιου Καλτσέτη απαγορεύει να παντρευτεί η κόρη του έναν κατώτερο της.
Ο έρωτάς τους όμως καρπίζει στα σπλάχνα της και για να μην μαρτυρήσει το μυστικό, με πρακτικά μέσα, μόνη της, ρίχνει το μωρό αλλά αιμορραγεί επικίνδυνα. Η Φραντζέσκα, η οικονόμος, κρυφά απ’ όλους τη μεταφέρει στο Νοσοκομείο των Αθώων.
Μέρες αργότερα, ο Σαλιβέριος με τη βοήθεια των φίλων του Βερονέζε και Σίβυλλα κλέβει την αγαπημένη του και φεύγουν από την Ιταλία. Η ψυχικά άρρωστη μητέρα της Μαρίας Ρόζας, για να καθυστερήσει την αναζήτησή τους από τον σύζυγό της τον Καλτσέτη, βάζει μέσα στη φόδρα του φορέματός της βαριά ασημικά και πέφτει στα παγωμένα νερά του Άρνο ποταμού και δίνει την ευκαιρία στην κόρη της να φύγει.
Το νέο και δύσκολο ξεκίνημα της ζωής τους αρχίζει στη Ζάκυνθο την εποχή της συνένωσης των Επτανήσων με την Ελλάδα. Ο Σαλιβέριος, νέος και αψύς, βοηθάει τον αγώνα των Ζακυνθινών. Αποκτούν αρκετούς φίλους, αλλά η κλειστή κοινωνία δεν τους αποδέχεται καθώς είναι καθολικοί και ανύπανδροι.
Στην Παναγιά των Αγγέλων, με μια τελετή βαφτίζονται και παντρεύονται. Αποκτούν το πρώτο παιδί, τον Γιάννη, τον κατοπινό πειρατή Ντίνο Σαρακηνό. Ένας φθισικός που ερωτεύεται μυστικά τη Μαρία Ρόζα, λίγο πριν πεθάνει τους προσφέρει το σπίτι του. Τα όνειρά τους βρίσκουν εστία να μεγαλώσουν μέσα στα δύσκολα πολιτικά γεγονότα που διαδραματίζονται στην Ελλάδα.
Ξέχειλοι από αγάπη και γεμάτοι όνειρα αποκτούν άλλα δύο παιδιά, τον Γιώργο και την Ασημίνα. Είναι η εποχή που η ζωή τους βρίσκει έναν ρυθμό. Αλλά όσα καλά χαρίζονται στη ζωή, φαίνεται πως είναι δανεικά. Ο μεγάλος σεισμός του 1874 ρημάζει τον τόπο, το σπίτι καταστρέφεται. Άστεγοι, αλλά όλοι μαζί και με ένα ακόμη παιδί στην κοιλιά της φεύγουν για την πρωτεύουσα, εκεί που τους είπανε πως τα όνειρα στεριώνουν.
Τα χρόνια περνούν σαν σελίδες βιβλίου και η ιστορία συνεχίζεται με δεύτερο βιβλίο που θα εκδοθεί αργότερα.
Ιστορία αληθινή, μέσα από μια σπαρακτική αφήγηση για τη ζωή, τον πόλεμο, τον έρωτα, την αγάπη, τα όνειρα και τις ελπίδες των ανθρώπων που τη βίωσαν ως πρωταγωνιστές της.
Αν η ζωή ξεκινάει με έναν πρόλογο, ας τον ονομάσουμε έτσι:
Είμαι η Ζωή – Μαρία Μοντανάρη, η πρώτη κόρη του Χαράλαμπου και της Αθηνάς, εγγονή του Σαλιβέριου και της Μαρίας-Ρόζας. Υπήρξα γυναίκα με αποφασιστικότητα, κληροδότημα μιας γενιάς κρίσιμης. Δεν υπήρξα ποτέ υποκατάστατο ενός ρόλου που «έπρεπε» να παίξω, γιατί, παρά τη φτώχεια, τον πόλεμο, την κατοχή, την ορφάνια, την απόλυτη ανέχεια και τη συμφορά, η ζωή μού παραχώρησε τη ζεστή αγκαλιά της για να μεγαλώσω με συνθήκες προσφοράς και αγάπης στους άλλους.
Βλέπεις, η αγάπη, η αληθινή αγάπη, έχει τόση δύναμη που μπορεί να σε εξευτελίσει όπως και η αρρώστια. Καιροφυλαχτούν και οι δυο, προετοιμάζοντας συχνά την καταστροφή σου. Σε πολλές δύσκολες στιγμές αναρωτήθηκα, μήπως τελικά η αγάπη είναι κάποια αρρώστια και δεν το ’χω καταλάβει; Μήπως είναι ένας θάνατος, αν δεν την αφήνεις να ενεργεί ελεύθερη; Ο περίγυρος, η εξουσία, ο έρωτας, η σχέση, η αγάπη, όλα περνούν απ’ τον προσωπικό αφορισμό της ζωής. Και ο θεός το μοσκιό, έπλασε τους ανθρώπους κατ’ εικόνα και ομοίωσή Του, αποδεικνύοντας πως είναι δημιουργός όλων των άσχημων συμπεριφορών, αμαρτιών, δολοφονιών και απάτης. Τέλος πάντων, όλων των συμφορών. Ω, θεέ μου, συγχώρεσε τα λόγια μου, αλλά πρέπει να έχεις αποτύχει με τους ανθρώπους. Σίγουρα το ξέρεις και γι’ αυτό μένεις μακριά τους όταν σε χρειάζονται.
Όπως ξέρεις, δίχως άλλο, αυτό συμβαίνει σε ορισμένους ανθρώπους, σαν και μένα ας πούμε, που προσπάθησα να αντιμετωπίσω σοβαρά τη ζωή, μα που ποτέ δεν απόκτησα τον έλεγχό της. Και ποιος ελέγχει τη ζωή του; Εκεί που νομίζεις πως όλα έχουνε στρώσει, έρχεται κάτι να ξαφνιάσει τα πάντα. Αρκεί μια άτυχη επιλογή -το χειρότερο μια μαλακισμένη αρρώστια- για έρθουν τα πάνω κάτω…
Ω, θεέ μου, δώσε μου δύναμη ν’ αντέξω όσα δεν μπόρεσα ν’ αλλάξω…
Μην απορείς και μην τρομάζεις, δεν έχω τίποτα… Κοιτάς που τρέμουν τα χείλια μου; Τώρα πια καμία συγκίνηση περασμένη δεν μπορεί να με λυγίσει… Αχ, να μπορούσα ν’ ανάψω ένα τσιγάρο, να άντεχα να το καπνίσω μέχρι τέλος…
–
γράφει ο Δημήτρης Βαρβαρήγος
0 Σχόλια