Μ’ έπιασε προχθές και του το είπα.
Βάλε την υπογραφή λέω, βάλε και το γρόσι. Όχι μου λέει. Ο ουρανός από πάνω μας κεντούσε αστέρια, ο γαλαξίας άφριζε κι εσείς , είπε, αντί να κοιτάζετε ψηλά, ν’ αγγίξτε τα αστέρια, θέλετε να χωθείτε κάτω από το χώμα,να δείτε τα ραδίκια ανάποδα.
Σκούπισα την κουμπούρα μου. Ο δούλος, του λέω, δε βλέπει τα αστέρια. Γέλασε. Δεν υπογράφω τίποτα μου λέει. Καμία “φιλική”. Κάτσε εσύ να πολεμάς το Τούρκο, εγώ θα φύγω. Θα ‘μαι λεύτερος.
Κανένας δεν είναι μόνος του ελεύθερος.
Γέλασε ξανά. Τι έκαμε; Έφυγε, πήγε, γίνηκε έμπορος στην Οδησσό, ήξερε να βάζει καλά το ζύγι. Μα ήρθε προχτές η ώρα και λαχτάρησε, να πάει να δει το τάφο της μανούλας του. Γρόσια είχε, καπέλο είχε, δεν τον εγνώρισα σου λέω. Μα ο τάφος κλειστός. Ήταν στη Ρούμελη, γι’αυτό. Τι έκανα; Τι να κάνω. Γέλασα. Να εύχεσαι ο Καποδίστριας να διώξει τον Τούρκο κι από κει του είπα. Τι – Δεν πολεμούσαμε μόνο για το Ναύπλιο μαθές. Θα πάρουμε τη Ρούμελη. Έτσι του’πα, κι αυτά στα λέω τώρα, μιας και με ρωτάς, για να μαθαίνεις.
_
γράφει η Ελένη Λύρα
0 Σχόλια