Ξαφνικά ανακαλύψαμε το Χάλοουιν κι οι κολοκύθες την τύχη τους. Από κει που λιάζονταν στα αλώνια και προορίζονταν για έδεσμα γλυκό ή αλμυρό, βρέθηκαν στα σαλόνια αναβαθμισμένες σε έργα τέχνης γλυπτικής, ζωγραφικής και θεάτρου.
Δεν ξέρω τι είναι το Χάλοουιν κι από πού μας ήρθε, εμένα πάντως που διατηρώ μανάβικο στην πιο εύπορη γειτονιά της πόλης δεν το κρύβω πως με βόλεψε. Εδώ οι άνθρωποι έχουν τον τρόπο τους και αφήνουν χρήμα με τις αγορές τους αλλά κι εγώ φροντίζω να έχω στο μαγαζί μου πρώτο πράγμα, από τα πιο συνηθισμένα μέχρι τα πιο εξεζητημένα και εξωτικά φρούτα και λαχανικά. Μάνγκο, καρύδες, αβοκάντο, κινέζικα μπρόκολα, φύκια από την Ισλανδία και τι τιμή για τις ολοστρόγγυλες κολοκύθες να φιγουράρουν ανάμεσά τους. Οι άλλες δεν έχουν καμιά πέραση τέτοιες μέρες κι όσο βλέπω εκείνη τη μακρύλαιμη μέσα στο τελάρο καίγεται η ψυχή μου. «Κακομοίρα μου δεν έχεις καμιά ελπίδα να πουληθείς» της ψιθυρίζω καθώς τη βλέπω να μαραίνεται και να σταφιδιάζει, μέρα με τη μέρα. Κι όμως, δε μου το βγάζετε από το μυαλό πως σε μια τέτοια κολοκύθα οφείλει την έμπνευσή του το ξενόφερτο έθιμο και θα δικαιολογήσετε κι εσείς αυτή την πεποίθηση όταν σας διηγηθώ μια ιστορία, που είναι πέρα μα πέρα αληθινή. Εκεί να δείτε φαντασία κι έμπνευση! Πηγαία, αυθεντική, μοναδική, σαν αυτή που χαρακτηρίζει τα παιδιά όταν τα αφήσεις ελεύθερα να ακούσουν τα κελεύσματα της παιδικότητάς τους.
Ήταν αρχές του προηγούμενου αιώνα σε ένα ορεινό χωριό της Πελοποννήσου. Η γιαγιά μου ήταν τότε δέκα χρόνων και φοιτούσε σε ένα από κείνα τα σχολεία με τις πολυπληθείς αίθουσες, τους αυστηρούς δασκάλους με τις βέργες και τις τιμωρίες. Ο δικός της δάσκαλος δεν ήταν απλά αυστηρός αλλά κακός και μοχθηρός. Πώς αλλιώς να χαρακτηρίσεις έναν άνθρωπο, κυρίως παιδαγωγό, που είχε γίνει ο φόβος κι ο τρόμος των μαθητών. Αυτό το μαρτυρούσαν οι φρεσκοκομμένες βέργες που στοιβάζονταν κάθε πρωί πάνω στην έδρα, μετά από εντολή του. Λυγερόκλωνες και χλωρές, για να τσούζουν πιο πολύ όταν προσγειώνονταν πάνω στα ευαίσθητα χέρια τους.
Μέχρι το τέλος της ημέρας βρίσκονταν όλες σπασμένες στο πάτωμα, τα παιδικά χέρια χαρακωμένα από τις βιτσιές και τα μάτια τους κατακόκκινα από το κλάμα. Σε ποιον να διαμαρτυρηθούν, σε ποιον να πουν τον πόνο τους, αφού και οι γονείς τους όχι μόνο συμφωνούσαν με την ιδιότυπη μέθοδο του δασκάλου αλλά την υιοθετούσαν και στο σπίτι. «Αν δε φάει ξύλο το παιδί, άνθρωπος δε γίνεται» έλεγαν κι έτσι εφάρμοζαν μια παιδαγωγική που στηριζόταν σε μια δική τους θεωρία. Τη θεωρία Μοντεβάρα, αφού η Μοντεσσόρι είχε να διανύσει πολλά χιλιόμετρα ακόμη μέχρι να φτάσει σε κείνο το χωριό.
Μια, δυο, τρεις, τα παιδιά δεν άντεξαν και αποφάσισαν να πάρουν εκδίκηση για τη μάνητα του δασκάλου, που όταν τα χτυπούσε έμοιαζε σαν αφιονισμένος.
Ένα κυριακάτικο πρωινό μετά την εκκλησία, που έπρεπε οπωσδήποτε να πάνε για μεταλαβιά αλλιώς τα περίμενε τιμωρία, μαζεύτηκαν σε μια αλάνα και κάτω από τον τεράστιο κορμό μιας αιωνόβιας μουριάς, εξύφαναν αρχικά ένα ευφάνταστο σχέδιο κι ύστερα συγκέντρωσαν τα υλικά που χρειάζονταν, από νεροκολοκύθες με ψηλό λαιμό, μέχρι ασβέστη, κεριά και μαχαίρια. Τους πήρε μεσημέρι μέχρι να αφαιρέσουν τις σάρκες από τις κολοκύθες και να δημιουργήσουν ανοίγματα για μάτια, μύτη και στόμα αλλά τα κατάφεραν. Μετά, τις έβαψαν με ασβέστη και κόλλησαν στο εσωτερικό τους κεριά, που θα τα άναβαν κατά το σούρουπο. Ήξεραν πως ο δάσκαλος κάθε βράδυ πήγαινε στο καφενείο, έπινε τα κρασάκια του κι έπαιζε κολιτσίνα με τους άλλους χωρικούς. Όταν έχανε, έπινε κάτι παραπάνω και γύριζε στο σπίτι του υπό την επήρεια της μέθης. Αν ήταν τυχερά κι ο δάσκαλος άτυχος στο παιχνίδι, θα έβαζαν σε εφαρμογή το σχέδιό τους το ίδιο κιόλας βράδυ. Έκρυψαν τις κολοκύθες πίσω από θάμνους και ξερολιθιές και πήγαν σπίτια τους, για να επιστρέψουν πάλι το βράδυ.
Είχε πέσει για τα καλά το σκοτάδι όταν είδαν τη μισητή φιγούρα του δασκάλου να ανεβαίνει το στενοσόκακο τρέκλα δίπλα και κατάλαβαν πως ήρθε η στιγμή να δράσουν. Άναψαν τα κεριά και ανέβηκαν με τις νεροκολοκύθες πάνω στα δέντρα που βρίσκονταν κατά μήκος του δρόμου. Αμέτρητα μικρά φωτάκια ξεμύτιζαν από τα αδέξια σμιλευμένα ανοίγματά τους κι έπαιρναν μια όψη τρομακτική, δημιουργώντας φωτοσκιάσεις και στα διπλανά κλαδιά. Στη θέα τους, ο δάσκαλος τα έχασε. Στάθηκε για μια στιγμή, έβγαλε τα γυαλιά του, τα σκούπισε και όταν κατάλαβε πως δεν ήταν οφθαλμαπάτη, έφυγε τρέχοντας ξεχνώντας και το μεθύσι του και το κουτσό του το ποδάρι, που τον οδήγησε πίσω στο καφενείο χωρίς μαγκούρα.
Στο άκουσμα της περιγραφής του περιστατικού όλοι έβαλαν τα γέλια. Πώς να πιστέψουν ένα μεθύστακα που έβλεπε φαντάσματα. Από την επόμενη μέρα έγινε ο περίγελος του χωριού. Ψίθυροι, κουτσομπολιά, εξορκισμοί από τον παππά, επιτιμητικά βλέμματα από τους γονείς που είχαν αρχίσει να αμφιβάλλουν για το ποιόν του.
Μια μέρα δεν εμφανίστηκε στο σχολείο. Ήταν άρρωστος βαριά. Πνευμονία διέγνωσε ο γιατρός και τον συμβούλεψε να μείνει σπίτι για πολλές μέρες. Όσο χλώμιαζε ο δάσκαλος από την ασθένεια, τόσο ρόδιζαν τα μάγουλα των παιδιών και μαλάκωναν οι κάλοι στις παλάμες τους.
Ήταν τέλη του Οκτώβρη, όταν οι καμπάνες χτύπησαν πένθιμα και η είδηση έκανε τον γύρο του χωριού. Πέθανε ο δάσκαλος! Ω! Χαράς ευαγγέλια για τα παιδιά. Η κηδεία έγινε με όλες τις τιμές και οι γυναίκες του χωριού κάθε πρωί αναλάμβαναν το χρέος να του ανάβουν το καντήλι, που το έβρισκαν συνεχώς σβηστό, αφού ο τάφος του βρισκόταν στη βορεινή πλευρά του νεκροταφείου, εκεί που φύσαγε τρελό αγιάζι. Τα παιδιά, στις μεταξύ τους κουβέντες, τον φαντάζονταν να κρατά μια βέργα και να την ανεβοκατεβάζει στα χέρια των μικρών αγγέλων που έκλαιγαν και τα δάκρυά τους έπεφταν πάνω στη φλόγα και την έσβηναν.
Ωστόσο, ήξεραν πως το καντήλι του νεκρού έπρεπε να μένει πάντα αναμμένο. Οι πληγές στα χέρια τους είχαν αρχίσει να κλείνουν και ψυχή τους, που είχε μείνει αμόλευτη από κακία, τους οδήγησε να αναλάβουν πρωτοβουλία. Πάνω στο σαραντάμερο, εμφανίστηκαν στον τάφο κρατώντας τις ίδιες κολοκύθες που είχαν φιλοτεχνήσει για να τον φοβίσουν. Τα καντήλια που τοποθετήθηκαν μέσα, προστάτευαν το αναμμένο φιτίλι από τον αέρα κι έτσι η φλόγα έμενε άσβεστη. Το μνήμα του ήταν το πιο φωτεινό από όλα αλλά και το πιο τρομακτικό, έτσι όπως έβγαινε το φως διαθλασμένο από τα κακοφτιαγμένα ανοίγματά του.
«Ακόμη και από τον τάφο του έσπερνε τον τρόμο ο σκατόψυχος» μου είπε κάποτε η γιαγιά μου καθώς μου διηγιόταν την ιστορία, τρίβοντας συγχρόνως τις παλάμες της. Πάντα όταν μιλούσε για κείνον έτριβε τις παλάμες της, λες και στη θύμησή του ένιωθε πάνω τους τις επώδυνες χαρακιές.
Σε ανάμνηση λοιπόν εκείνης της ιστορίας, φέρνω πάντα στο μαγαζί μου μια κολοκύθα με ψηλό λαιμό κι ας μένει παραπονεμένη στην άκρη του πάγκου. Όσο το σκέφτομαι, πιστεύω πως αυτή η ιστορία θα μπορούσε να ήταν αφορμή για ένα έθιμο που οι ρίζες του θα αποτελούσαν και πηγές της ιστορίας. Το έθιμο της κολοκύθας και μάλιστα, θα μπορούσε να γιορτάζεται στα σχολεία με δρώμενα θεατρικά, μεταμφιέσεις και κατασκευές, για να θυμίζει άλλες σχολικές εποχές. Αυτό ναι, θα ήταν ένα έθιμο πραγματικού τρόμου, όχι δανεικές απομιμήσεις. Τώρα θα μου πείτε σιγά μη φορέσουμε και τσεμπέρι και πάμε με τη στάμνα στη βρύση για νερό. Ενώ το Χάλοουιν είναι πιο trendy, πιο in, πιο ουάου!
«Ουάου! Αυτή είναι τέλεια!» ακούω μια φωνή δίπλα μου και βλέπω τη κυρία Μάρση, Μαρουλία τη βάφτισαν, να δείχνει μια κολοκύθα στρογγυλή.
«Για κολοκυθόπιτα κυρία Μαρου… Μάρση;» το σώνω γρήγορα πριν πάθει εγκεφαλικό.
«Για το Χάλοουιν, κυρ Αναστάση!» μου απαντάει με χαρά αλλά και με την πρέπουσα προφορά.
«Ξέρεις κυρία Μάρση, αυτές τις κολοκύθες τις διάλεξα μία μία για να είναι κατάλληλες για το έθιμο.»
«Tι μου λες!»
«Αμέ!» της απαντώ, που ξέρω να πουλάω εκτός από είδη μαναβικής και μόστρα.
«Τελικά θα πάρω τρεις. Θα χαρούν περισσότερο τα εγγόνια μου.»
«Και πολύ καλά θα κάνεις. Γλυπτά θα γίνουν στα χέρια τους», της απαντώ την ώρα που τις τοποθετώ σε χάρτινες σακούλες.
«Πού να βρουν χρόνο τα πουλάκια μου. Σχολείο, διάβασμα, γυμναστήριο, ξένες γλώσσες. Μόνη μου θα τις ανοίξω και με πονάν τα χέρια μου αυτές τις μέρες.»
«Δεν πειράζει κυρία Μάρση. Φτάνει να χαρούν τα παιδιά. Χαλάλι τους!»
«Έτσι όπως τα λες, κυρ Αναστάση μου. Καλό Χάλοουιν!» μου εύχεται την ώρα που βγαίνει από το μανάβικο.
«Καλό Χάλοουιν!» αντεύχομαι χαμογελαστά και από κάπου, να πίσω από κείνη τη μακρύλαιμη κολοκύθα, σαν να ακούω τη γιαγιά μου να κρυφογελάει και να λέει με περιπαικτικό ύφος, όπως έλεγε κάθε φορά που ήθελε να κοροϊδέψει κάτι:
«Χάλοουιν και στα μούτρα σας!»
_
γράφει η Χριστίνα Σουλελέ
Το σχόλιό σας είναι επιθυμητό!
Πιο παραστατική και απολαυστική δεν γινόταν!!!Την χάρηκα πάρα πολύ την ιστορία σου Χριστίνα μου!!Την καλημέρα μου!!
Σε ευχαριστώ Άννα! Η ιστορία με τον δάσκαλο αληθινή, μου την είχε διηγηθεί η γιαγιά μου πριν από πολλά χρόνια. Την καλημέρα μου!
ΜΥΘΟΠΛΑΣΙΑ ‘Η ΑΛΗΘΕΙΑ μια απολαυστική ιστορία που φέρνει χαμόγελο μα και πίκρα για την νοοτροπία και αντιπαιδαγωγική συμπεριφορά αγράμματων στην ουσία δασκάλων του παρελθόντος.Πόσοι από εμάς δεν είχαν ονειρευτεί μια παρόμοια εκδίκηση…Χριστινάκι άριστα δέκα.
Λένα μου σε ευχαριστώ πολύ!
Απόλαυση!
Ευχαριστώ Ανδρέα!