Είχε βαβούρα εκείνο το απόγευμα στα επείγοντα. Άνθρωποι πονεμένοι από κάθε λογής ασθένειες να αγωνιούν, κι εγώ ανάμεσά τους, μια απαθής παρείσακτη που σπαταλούσε τον πολύτιμο χρόνων των γιατρών. Χρόνο τον οποίο θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν για να σώσουν έναν άνθρωπο που θέλει να σωθεί και όχι ένα κακομαθημένο πλάσμα, που βρισκόταν εκεί γιατί επέλεξε να φτύσει τη ζωή στα μούτρα.
«Πριν πόση ώρα πήρες τα χάπια;» Η νοσοκόμα φαινόταν ανήσυχη. Έτρεχε πάνω κάτω και μιλούσε στο γιατρό. Κάνε μας τη χάρη κι εσύ. Δεν ανησυχείς για μένα. Για σένα δεν έχω μορφή και υπόσταση, δεν είμαι παρά ένα δύσκολο περιστατικό, μία από τις οκτώ ώρες σου στη δουλειά. Στην οποία δουλειά, ελπίζω να είσαι κακή ως εκεί που δεν παίρνει, γιατί δεν αντέχω να το κάνω αυτό τρίτη φορά.
«Πριν καμιά ώρα, δεν θυμάμαι.» Ήθελα να φύγω, αλλά η μαστούρα από τα χάπια και τα έντονα φώτα που έπεφταν στα μάτια μου με νάρκωναν. Η φωνή μου ίσα που έβγαινε και δεν είχα όρεξη για ερωτήσεις. Και σίγουρα όχι για απαντήσεις.
«Όλα θα πάνε καλά.» Ο γιατρός πήρε την τυπική καθησυχαστική του έκφραση. Εκπαιδευμένος στην ψυχραιμία – ή στην αναισθησία άραγε; – συγκρατημένα αισιόδοξος, μου χαμογελούσε.
«Δεν με νοιάζει,» ψέλλισα.
Ξύπνησα ώρες μετά, με το σωλήνα της πλύσης στομάχου να βγαίνει από τη μύτη μου. Ήμουν ζαλισμένη. Εικόνες ατάκτως ερριμμένες εναλλάσσονταν βίαια στο κεφάλι μου. Το φως από το παράθυρο έκανε τον πονοκέφαλο αβάσταχτο. Προσπαθούσα να βάλω σε σειρά τις εικόνες. Θυμήθηκα τον αδερφό μου στο ταξί να με τρέχει στα επείγοντα.
«Μην κοιμηθείς, μείνε μαζί μου.» Με σκούνταγε κάθε ένα λεπτό για να μείνω ξύπνια. Ήταν τόσο δελεαστικός ο ύπνος εκείνη την ώρα. Και κρύωνα, κρύωνα τόσο πολύ.
Δυο ώρες πριν, το βλέμμα μου είχε καρφωθεί στο μπουκαλάκι με τα χάπια. Αντικαταθλιπτικά. Σκατά αντικαταθλιπτικά είναι, τίποτα δεν κάνουν. Άνοιξα το μπουκάλι και το άδειασα στο τραπέζι. Δεκάδες μικρά χαπάκια με κοιτούσαν αλαζονικά, διαφημίζοντας την ελπίδα μιας πιο “χαρούμενης” ζωής. Η συνηθισμένη μου δόση, μαζί με το κοκτέιλ ηρεμιστικών, αγχολυτικών και αντιψυχωτικών, αν και υψηλή, δεν μπορούσε να μετριάσει τον πόνο. Ήταν μια από εκείνες τις μέρες, που κυλάνε με γεύση πίκρας. Μια από εκείνες τις μέρες που όλα μοιάζουν με αγγαρεία. Ακόμα και τα πιο μικρά και συνηθισμένα, με τον μικρότερο δείκτη δυσκολίας για τους συνηθισμένους ανθρώπους, όπως το να πλύνω τα δόντια μου ή να κάνω μπάνιο ή ακόμα και το να σηκωθώ από το κρεβάτι μοιάζουν με διαδικασίες κουραστικές κι ανώφελες. Μια από εκείνες τις μέρες που πρέπει να σπρώξεις τον χρόνο για να κυλήσει, γιατί αν ήταν στο χέρι του, θα έμενε βασανιστικά ακίνητος για να παρακολουθεί την δική σου ακινησία. Λίγο ακόμα μέχρι το τέλος της μέρας. Ή μήπως της ζωής; Τα ίδια μικρά χαπάκια μου έκλεισαν το μάτι. Έχεις την επιλογή. Βρίσκεται μέσα σε εκείνο το μπουκαλάκι. Το παίρνεις και όλα τελειώνουν. Τέλος ο πόνος, τέλος η σκέψη, τέλος το συναίσθημα. Επιστροφή στην ανυπαρξία.
Άνοιξα το ντουλάπι με τα ποτά κι έπιασα στην τύχη ένα μπουκάλι. Ο κλήρος έπεσε στη βότκα. Βότκα λοιπόν. Και πετρέλαιο να ήταν, λίγο με ένοιαζε. Πήρα μια κούπα και τη γέμισα μέχρι πάνω. Πήρα μια χούφτα χάπια από το τραπέζι και τα κατάπια με μια γερή γουλιά βότκα. Δεν ήταν και τόσο δύσκολο τελικά. Σε δύο λεπτά κατέβασα και τα υπόλοιπα χάπια και η κούπα άδειασε. Ωραία, τώρα περιμένουμε.
Έριξα μια ματιά στο διαδίκτυο για να δω τι θα ακολουθήσει. Μπα, κακή ιδέα. Το έκλεισα αποφασιστικά και πήγα στην τηλεόραση αγκαλιά με τη βότκα. Άνοιξα την τηλεόραση κι άρχισα να πίνω από το μπουκάλι. Δεν μπήκα στον κόπο να αλλάξω κανάλι. Κοιτούσα προς την τηλεόραση, αλλά δεν παρακολουθούσα. Άκουγα μόνο το τικ τακ του ρολογιού. Επιτέλους, μετρούσα αντίστροφα.
Πρέπει να είχε περάσει ήδη μισή ώρα όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο αδερφός μου.
«Σου έχω κάνει εφτά κλήσεις, πού στο διάολο είσαι;»
«Εδώ, αράζω,» του είπα καθώς έπινα την τελευταία γουλιά. «Έχουμε άλλο από αυτό;» του έκανα δείχνοντας τη βότκα.
«Γιατί πίνεις μεσημεριάτικα;» Τα μάτια του έλαμψαν όταν θυμήθηκε πού το είχε ξαναδεί το έργο. Το άδειο μπουκάλι ήταν πεσμένο στο τραπέζι.
«Δεν το πιστεύω! Πήρες χάπια πάλι; Λέγε, πήρες χάπια;» Είχε πανικοβληθεί τόσο που δεν μπορούσε να περιμένει ασθενοφόρο. Κάλεσε ταξί αμέσως. «Ναι, ένα ταξί θα ήθελα αμέσως για το νοσοκομείο. Σας παρακαλώ κάντε γρήγορα, έχει πάρει χάπια για να αυτοκτονήσει!». Το ταξί σε τρία λεπτά ήταν στην πόρτα. Με πήρε στα χέρια και μπήκε μαζί μου στο ταξί. Έβλεπα στα μάτια του τον πανικό. Μάτια δύσκολα να τα διαβάσεις, κι όμως τόσο ξεκάθαρα εκείνη τη στιγμή. Ένας από τους λίγους ανθρώπους στον κόσμο τούτο, για τον οποίο προσπαθώ να ζήσω, ή για να είμαστε ακριβείς, να μην πεθάνω. Αλλά κάποιες φορές, σκέφτομαι πως θα ήταν καλύτερα αν τον άφηνα τελικά ήσυχο. Αν μπορούσα να καταφέρω να φύγω, θα τον απελευθέρωνα. Γιατί δεν είμαι πια παρά ένα φορτίο που εγώ του έβαλα στις πλάτες.
Το κρεβάτι του νοσοκομείου ήταν απίστευτα άβολο. Όχι βέβαια όσο ο σωλήνας που μου έχωσαν από τη μύτη στον οισοφάγο και μέσα στο στομάχι. Αλλά το ήξερα το σκηνικό. Ήταν η δεύτερη φορά.
«Ούτε μια αυτοκτονία δεν μπορώ να πετύχω,» σκέφτηκα. «Λες και το σύμπαν με έφτυσε στα μούτρα.» Για άλλη μια φορά ένιωσα ανίσχυρη, ανήμπορη, άχρηστη. Τα συνηθισμένα δηλαδή. Κανονικά αυτά θα έπρεπε να συνηθίζονται. Αλλά δεν γίνεται έτσι. Κάθε φορά που χάνεται ο έλεγχος είναι ακόμα χειρότερη από την προηγούμενη. Σαν να συσσωρεύεται η ντροπή, η ενοχή, η απογοήτευση.
Τον μονόλογο αυτολύπησης διέκοψε ένας κύριος που μπήκε στο δωμάτιό μου. Ήταν ψυχίατρος.
«Είμαι εδώ για να βεβαιωθώ ότι μπορείς να φύγεις από το νοσοκομείο χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η ζωή σου πάλι.»
Θυμήσου, το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να του πεις ψέματα και να τον χειριστείς προς όφελός σου, όπως και τους άλλους έξι ψυχιάτρους που έχεις αλλάξει. Ήξερα τι έπρεπε να πω.
«Ήταν μια παρόρμηση της στιγμής γιατί ήμουν σε πολύ δύσκολη θέση. Δεν ήθελα να πεθάνω πραγματικά. Δεν θέλω να το ξανακάνω, το μετάνιωσα.»
Ο γιατρός με κοίταξε διστακτικά.
«Έχω μια καλή ζωή, απλά λύγισα σε μια δύσκολη στιγμή. Ήμουν και μεθυσμένη, καταλαβαίνετε…»
Ο γιατρός κοίταξε το ρολόι του. Είχε δεν είχε πειστεί, δεν σκόπευε να μείνει πολύ ακόμα.
«Εντάξει, θα βγεις αλλά τα φάρμακά σου θα πρέπει να τα φυλάει κάποιος άλλος.»
Και κάπως έτσι, βρέθηκα ξανά πίσω στον έξω κόσμο. Και χωρίς χάπια αυτή τη φορά. Το σχέδιο απέτυχε παταγωδώς και το πολυπόθητο εισιτήριό μου στη γαλήνη, ήταν πλέον κλειδωμένο σε ντουλαπάκι.
Δυο μέρες μετά, με το ίδιο νεκρό βλέμμα εκείνου του απογεύματος στα επείγοντα, μπήκα σε μία διαφορετική Γαλήνη. Με μια μικρή βαλίτσα και την οικογένειά μου στο πλευρό μου, κοντοστάθηκα μπροστά στο επιβλητικό κτίριο: Γαλήνη, Ψυχιατρική Κλινική.
«Ο μπαμπάς θα ήταν περήφανος για σένα.». Η μητέρα μου βούρκωσε και αγκάλιασε σφιχτά. Σχεδόν γαντζώθηκε πάνω μου.
Της ήταν πολύ γνώριμος ο χώρος. Είκοσι χρόνια πριν, στην ίδια κλινική, είχε ξαναδεί ένα πρόσωπο που αγαπούσε να υποφέρει.
«Θα μου φέρνεις τσιγάρα, όπως στον μπαμπά;» Χαμογέλασα, προσπαθώντας να ελαφρύνω την κατάσταση, αλλά δεν έπεισα ούτε τον εαυτό μου.
«Θα σου φέρνω ό,τι θες κοριτσάκι μου,» είπε και μ’ αγκάλιασε ξανά.
«Α, ωραία, ένα εξιτήριο θα πάρω!»
Γελάσαμε νευρικά και οι τρεις μας.
Μετά από μία αμήχανη σιγή, ο αδερφός μου αισθανόταν ότι κάτι όφειλε να πει. Του ήταν δύσκολο να εκφράζει την αγάπη του με λέξεις. Για αυτό έβγαλε το κασκόλ του από το λαιμό του και το πέρασε προσεκτικά στο λαιμό μου.
«Πάρε κι αυτό. Φόρα το, κάνει κρύο.»
Τον αγκάλιασα χωρίς να πω λέξη. Κι εγώ σ’ αγαπώ μάγκα μου, κι εγώ…
***
«Γνωρίζεις γιατί βρίσκεσαι εδώ;»
Ωχ Θεέ μου, όχι πάλι τα ίδια. «Άκουσα ότι έχει τσάμπα ίντερνετ και μπήκα.»
Ο γιατρός χαμογέλασε. Μου έδωσε την εντύπωση ότι δεν θα τον ξεφορτωθώ τόσο εύκολα. Τουλάχιστον δεν φάνηκε να βιάζεται.
Αναστέναξα απρόθυμα και του τα είπα εν τάχει: «Έχω διαταραχή πρόσληψης τροφής εδώ και επτά χρόνια. Ξεκίνησε ως ανορεξία περιοριστικού τύπου και εξελίχθηκε σε ψυχογενή βουλιμία. Οι φάσεις αυτές εναλλάσσονται ανάλογα με τα ερεθίσματα που δέχομαι.» Άκουσα τα λόγια μου σαν ηχώ. Του μίλησα ψυχρά, πλήρως αποκομμένη από αυτά που έλεγα. Σαν να ξέχασα τον χρόνο που έχασα, τις στιγμές που δεν έζησα. Ο λόγος μου ακούστηκε αργός και ήρεμος. Έμοιαζε σχεδόν κανονικός, λογικός, συγκροτημένος, χωρίς εξάρσεις.
Από το προβληματισμένο ύφος του γιατρού συμπέρανα ότι μάλλον τον αιφνιδίασα.
«Στην αρχή ξεκίνησα με μια αθώα δίαιτα με πρόθεση να χάσω δυο κιλά. Ποτέ δεν είχα υπάρξει χοντρή, μάλλον μικρόσωμη θα με χαρακτήριζε κανείς. Αλλά τα δυο κιλά έγιναν τέσσερα χωρίς να το καταλάβω και μετά έξι και άρχισα να τρώω όλο και λιγότερο και να απαγορεύω στον εαυτό μου ολόκληρες κατηγορίες τροφίμων. Σύντομα η λίστα των απαγορευμένων μου περιλάμβανε τα πάντα και ζύγιζα ακόμα και το νερό που έπινα. Ένα απόγευμα, όταν πλέον φοβόμουν ακόμη και το νερό, ο οργανισμός μου αντέδρασε στην προσπάθειά του να με σώσει. Το μυαλό μου θόλωσε και άρχισα να τρώω ότι έβρισκα μπροστά μου με μανία. Αλμυρό, γλυκό, νόστιμο, καμένο, μπαγιάτικο, δεν είχε σημασία. Άρχισα να νιώθω δυσφορία από το στομάχι μου που ζοριζόταν να κρατήσει την τεράστια ποσότητα. Πήγα στην τουαλέτα αηδιασμένη από την έλλειψη πειθαρχίας και τα διάφορα σκατολοΐδια που χλαπάκιασα χωρίς καν να μασήσω. Άρχισε να με κυριεύει πανικός. Πώς μπόρεσα και έφαγα, πώς τόλμησα να χάσω τον έλεγχο; Έσκυψα πάνω από τη λεκάνη και πίεσα με τους αγκώνες τα πλευρά μου προς τα μέσα. Σαν γροθιά στο στομάχι, η κίνηση αυτή προκάλεσε εμετό.»
Το βλέμμα του γιατρού μου ήταν γνώριμο. Κάτι μεταξύ συμπόνιας και οίκτου. Ή έτσι νόμιζα αρχικά. Πάντα εξάλλου μπέρδευα την συμπόνια με τον οίκτο. Πόσο μισούσα να βλέπω αυτή την έκφραση στα μάτια όποιου μου μιλούσε.
«Και πώς κατέληξες στην απόπειρα; Η οποία από ό,τι πληροφορήθηκα είναι η δεύτερη.»
«Κουράστηκα.» Είναι στ’ αλήθεια τόσο απλό. Κουράστηκα. Κουράζομαι να περπατάω στις μύτες των ποδιών μου σε ένα τσιτωμένο σκοινί που ανά πάσα στιγμή μπορεί να σπάσει. Θέλω να πατήσω γερά στη γη. Να μη φοβάμαι να πέσω. Ακόμα κι αν πέσω, θέλω να έχω την επιλογή να σηκωθώ. Στην πραγματικότητα δεν θέλω να σκοτώσω ολόκληρο τον εαυτό μου, αλλά μόνο αυτό το κομμάτι μου που είναι άρρωστο. Το δυνατό υπερεγώ που δεν μπορώ να νικήσω, το υποσυνείδητο στο οποίο δεν μπορώ να αντισταθώ, κι ανάμεσά τους εγώ, αδύναμη να διαχειριστώ την ισορροπία, αδύναμη να συμφιλιώσω τα κομμάτια μου, που φιλονικούν διαρκώς, ξιφομαχούν μέσα στο μυαλό μου, σαν ορκισμένοι εχθροί. Κουράστηκα λοιπόν να μπαίνω στην μέση. Κουράστηκα να είμαι η παράπλευρη απώλεια σε μια μάχη που δεν θα τελειώσει αν δεν εξαφανιστώ.
«Θες να μου το αναλύσεις αυτό;»
«Δεν υπάρχει τίποτα να αναλύσω. Κουράστηκα! Κουράστηκα να προσπαθώ να κάνω τις φωνές να σκάσουν. Κουράστηκα να προσπαθώ να είμαι φυσιολογική, δεν είμαι και ποτέ δεν θα ‘μαι!»
«Ποιες φωνές;» Ο οίκτος του γιατρού ξαφνικά έγινε επιστημονική περιέργεια.
Δάγκωσα τα χείλη μου συνειδητοποιώντας την ανοησία μου. Πάνω στον θυμό, μου ξέφυγε μια βόμβα. Οι φωνές.
«Μην του πεις! Έλα να παίξουμε!» Λοξά πίσω από το γιατρό τις είδα. Νόμιζα ότι θα με εγκαταλείψουν μέσα στην κλινική. Αλλά ήταν εκεί και οι δύο. Δυο μικρά κοριτσάκια, που όσο αγγελικά φαίνονταν, τόσο πιο δαιμονικά ήταν. Τις γνώριζα καλά εξάλλου τις δυο μου φίλες. Ήταν εκεί για να με ελέγξουν. Ή τέλος πάντων για να κρατήσουν τον έλεγχο, όταν εγώ τον έχανα. Κάποιος μέσα μου, που βγαίνει συχνά έξω και παίρνει την μορφή τους, πρέπει να κρατάει τα χαλινάρια, όταν το άλογο βγαίνει εκτός πορείας […]
_
γράφουν οι Βίβιαν Μπουκουβάλα & Μηλέβα Αναστασιάδου
Είναι πολύ δύσκολη η διαδικασία θεραπείας από μια διατροφική διαταραχή όταν έχουμε να κάνουμε με μια ασθενή ιδιαιτέρως έξυπνη όπως είναι η ηρωίδα της ιστορίας. Αυτές οι φωνές που πήραν μορφή είναι το μεγαλύτερο μαρτύριο. Πολύ δυνατό το πρώτο μέρος της ιστορίας σας. Ευχαριστούμε