Η βιβλιοθήκη μόλις είχε ανοίξει και ο κόσμος, ανυπόμονος να την κατακλύσει, επιτηρούσε την καλοδουλεμένη πέτρα, που σαν φρουρός φυλάκιζε τις αξίες από το βλέμμα. Η μυρωδιά τού ξύλου, του βιβλίου, του τοπίου προίκιζε τις αισθήσεις με μια βαθιά νοσταλγία. Θάμπωναν τα μάτια με αγωνία μπροστά στα παράθυρα, που μαρτυρούσαν μόνο σκιές, καμία αποκάλυψη και το τρεχαλητό τής ψυχής συνέχιζε να βασανίζει. Ανυπόμονες κραυγές διαμαρτύρονταν σιωπηλά με το σκόπιμο αγορεύειν των υποψηφίων δημάρχων, που προσθέτονταν στο τελετουργικό των εγκαινίων καθυστερώντας την έλευση. Όλες οι αισθήσεις εκτοξεύονταν απ’ την αφύπνιση της προσμονής.
Πολιτικές βροντές παρέλυαν την κτήση, “Θα πετύχουμε πολλά – Είμαστε η εγγύηση- Μαζί μας θα γίνετε οι νικητές της ημέρας …”, μα πουθενά λόγος για τη νέα μας βιβλιοθήκη. Όλοι ήταν στραμμένοι στην κόκκινη κορδέλα των εγκαινίων που παρέμενε ακόμα αναλλοίωτη, ενώ η πόρτα η ορθάνοιχτη μας προσκαλούσε να γευτούμε τον ορίζοντα της γραφής. Τα αυτιά βουβάθηκαν από τις φλυαρίες των διακεκριμένων εκπροσώπων, εκείνο το απόγευμα του Σαββάτου. Η όραση των πονεμένων χάθηκε από τον χωροχρόνο, γιατί τα λεπτά βασάνιζαν αργά αργά την υπομονή και έσταζε ο κρύος ιδρώτας στο μέτωπό τους. Τελικά, κόπηκε η κορδέλα τού διχασμού και τα πρώτα βήματα άρχιζαν το μουγκρητό τής ευτυχίας.
Με τρεμάμενη τη σκέψη, που χάνεται και αλλάζει, την πόρτα πλησιάζουν οι οπτασίες. Ώσπου η είσοδος επετεύχθη και η εικόνα πια με διδάγματα περιοδεύει στο νου. Ένας εγκέφαλος ορθώνεται μπροστά στον θεατή και συγκεντρώνει τις σημειώσεις του σε καλοστοιχισμένες παρατάξεις. Όμως το σχολείο αυτό δε φτιάχτηκε μόνο με οργανωμένους διαδρόμους και βιβλιοκατοικημένους πόλους. Δίνει χώρο στο συναίσθημα του βιβλιοφάγου, με τις στρογγυλές τραπέζεις της έρευνας, της σκέψης, για να ελευθερωθεί η φιλοσοφία και το δίδαγμα απ’ του χθες την ταλαιπωρία. Θαύμαζαν, λοιπόν, όλοι το γυαλιστερό ξύλο τού δαπέδου, το φωτισμό τού κομψοντυμένου πολυελαίου, την περιζήτητη ταπετσαρία που αναγράφονταν λόγια σοφών, τις αναγεννησιακές διακοσμήσεις και τα πλουμιστά εξώφυλλα των βιβλίων.
Κάθομαι κάπου εκεί κοντά μόνο για να τους ακούω και χωρίς να τους βλέπω, τους ξέρω. Εκείνοι με βλέπουν, χωρίς να με ξέρουν. Στον δρόμο αυτό, μέσα στον άγνωστο παλμό, γινόμαστε όλοι λευκή ψήφος. Ποιος συμμερίζεται την προσπάθειά μου, τα νιάτα ή τα γηρατειά μου; Ποιος νοιάζεται για τον ρόλο τής καρδιάς μου, για την προσφορά τής ματιάς μου; Τι ισχύ έχει τώρα η καλλιέργειά μου, αφού κανείς δε σκέφτηκε, δε ρώτησε, δεν ενδιαφέρθηκε. Ποτέ δε θα διαβάσω από βιβλίο, ούτε θα γράψω με μολύβι στο χαρτί. Πολλοί είπαν πως η βιβλιοθήκη δεν είναι φτιαγμένη για μένα κι όμως απόψε θα εκφωνήσω τον μεγαλύτερό μου λόγο σ’ αυτήν.
Η φωνή μου άρχισε να τρέμει, ύστερα απ’ αυτές τις σκέψεις. Ύπουλα με χτύπησε και πάλι ο κομποδέτης τής χαράς μου, που δεν μ’ αφήνει να πετάξω. Ψάχνω στα ελάχιστα δευτερόλεπτα που απομένουν να ορθοτομήσω τον λόγο μου, ενώ ακούω το πλήθος να συγκεντρώνεται στην αίθουσα των διαλέξεων και τον διευθυντή να τελειώνει την εισήγησή του:
– …Υπάρχουν κάποια παιδιά που στα μάτια τους κρύβουν την αυθεντική αλήθεια. Έμαθαν να βλέπουν την αγωνία μας και να την κάνουν προσευχή, έμαθαν να προσεγγίζουν την εικόνα της ζωής, που για μας είναι το δεδομένο, μέσα από άλλες αισθήσεις… Μία τέτοια προσωπικότητα θα ανοίξει σήμερα τον κύκλο των ομιλιών, που θα λαμβάνουν μέρος κάθε εβδομάδα. Παρακαλούμε την Ίριδα Μελάνη να ανέβει στο βήμα και να μας μιλήσει…
“Κατ’ αρχήν, να ευχαριστήσω όλους τους υπεύθυνους της βιβλιοθήκης που, με την έναρξη της αλυσίδας των ομιλιών, μου έδωσαν την δυνατότητα να παρουσιάσω το βιβλίο μου “Μέσα από τις στάχτες”.
Αλήθεια, έχεις αναλογιστεί πόσο πλούσιος είναι ο άνθρωπος; Πόσο συχνά το ξεχνάς, ατενίζοντας την κοινωνία προικισμένη από κάρβουνα; Ο άνθρωπος έχει τα μάτια για να συνδυάζει χρώματα και να βλέπει την αλήθεια, να παίρνει την ομορφιά δίνοντας λύση στην ασχήμια. Έπειτα, έχει την ακοή, τη μελωδία που σπάει τη ρουτίνα. Η ζωή μαζί της παύει να είναι μια χαλασμένη μπαταρία και γίνεται ένας δυνατός παλμός. Με την αφή μπορείς να ακουμπάς, να χαϊδεύεις, να αγκαλιάζεις, να ζεσταίνεις προσφέροντας χαρά στον πόνο τού αυτιού και της ματιάς. Έχεις την ικανότητα να δέχεσαι ποικίλες γεύσεις έξω από μονόπλευρες και αόριστες τροφές, απολαμβάνοντας όμως αυτό που σε εκφράζει. Το ίδιο συμβαίνει και με τις οσμές.
Έχεις τόσα να αισθανθείς, τόσα να καλλιεργήσεις και τα ξεχνάς. Γι’ αυτό, γκρινιάζεις, θλίβεσαι, σπαράζεις, γιατί ζεις σαν μια βιτρίνα, δίχως φωνή. Περιμένεις, κάθεσαι, αγναντεύεις. Ύπνος βαθύς – δεν ήξερα ότι ο άνθρωπος πέφτει σε χειμερία νάρκη. Λες είμαι καλά, όσο έχω ακόμα τον πατέρα και τη μητέρα μου να με φροντίζουν. Επαναπαύτηκες και έγινες δέντρο βαρύ, αφού δεν έμαθες να καλλιεργείς τη γη και τα θέλησες όλα μασημένα και μαλακά. Όμως τους αγώνες τής καρέκλας τους έμαθες καλά! Ξέχασες ποιος είναι ο ήρωας τής ζωής φτιάχνοντας έναν κόσμο που σε περιλούζει με ηδονές και σάπια κατεστημένα. Δεν καλλιέργησες τη φωνή σου. Έτσι, πήρες με το καλό ένα πτυχίο, σκύβεις και ανοίγεις τα χέρια μήπως σου δώσουνε δουλειά.
Αφού σε όλους λες είμαι καλά, τότε γιατί δακρύζεις και η καρδιά σου πάει να σπάσει; Γιατί χαραμίζεσαι σε ξέγνοιαστες αποδράσεις; Χτίζεις το μέλλον σου σε αβέβαια συντρίμμια, ενώ σου δόθηκαν έτοιμα υλικά και οικοδομή… βλέπεις όμως κάποιες ψυχές να χτίζουν παλάτια, ενώ έχουν παραλάβει ολοκαυτώματα.
Μπορεί να είμαι εκ γενετής τυφλή αλλά, γνωρίζω ότι η ζωή είναι η καλύτερη δασκάλα. Ίσως το διαφορετικό να φαντάζει ξένο και παράτολμο, όμως μέσα από τη στάχτη τής κοινωνικής ανισότητας συχνά αναδύονται οι μεγαλύτεροι ήρωες, αυτοί που κάνουν θεμέλιο την πράξη και αφήνουν τη ζωή να τους διδάξει τον απλό παλμό, το αίμα και τον ουρανό. Η απελπισία ποτέ δεν στεφανώνεται, απλά ριζώνει και θεριεύει. Γι’ αυτό, μην ξεχνάς πως η ιστορία πάντα στις μονάδες στηριζόταν. Πάρε λοιπόν και εσύ μέρος σ’ αυτήν την εκστρατεία και μέσα από τις στάχτες γίνε η μονάδα που θα αλλοιώσει τη δυστυχία.
Ευχαριστώ πολύ!»
_
γράφει η Μαρία Καντάνη
0 Σχόλια