Μ’ ένα ζευγάρι πολυφορεμένα παπούτσια που έπλεαν στα πόδια του σαν μπαταρισμένες βάρκες, έκανε κάθε μέρα την ίδια διαδρομή, από τον καταυλισμό που ζούσε με τη μάνα και τ’ αδέλφια του ως το γήπεδο της διπλανής συνοικίας. Διέσχιζε την απόσταση γενναία, μόνο, ολομόναχο, δέκα χρονών παιδάκι, αψηφώντας τους κινδύνους που ελλόχευαν τριγύρω του και τα περίεργα βλέμματα που ήταν στραμμένα επάνω του. «Να προσέχεις. Να ’χεις τα μάτια σου ανοιχτά» του έλεγαν, εκείνος όμως τους όποιους κινδύνους τους αψηφούσε αφού είχε γνωρίσει τον μέγιστο, εκείνον που χάραξε στην ψυχή του ανεξίτηλα τα σημάδια του τρόμου.
Στο στέρνο του κολλημένη μια μπάλα πολύχρωμη. Γλυκόπικρη μνήμη από παιχνίδι αμέριμνο στις αλάνες της πατρίδας του και πολύτιμο δώρο, χαρισμένο από τον πατέρα του λίγο πριν χαθεί σε κάποια ανήλεη μάχη. Η αφιέρωση που ήταν γραμμένη πάνω της στα αραβικά έμοιαζε με σφραγίδα αγάπης: «Βάλε φτερά στα όνειρά σου». Κάθε λέξη, ευχή και πρόσταγμα για να τον συντροφεύει στην οδύσσεια και την ορφάνια του.
Έκανε όνειρα ο Σαμίρ, όπως όλα τα παιδιά σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Το μεγαλύτερο, το ωραιότερο, το ζωγράφιζε παίρνοντας χρώματα από την παλέτα της άσπιλης ψυχής του. Ήθελε να γίνει ποδοσφαιριστής, να ταξιδέψει και να γνωρίσει τόπους και ανθρώπους κι όσο έπαιζε, η μπάλα γινόταν υδρόγειος στα πόδια του. Τη στριφογύριζε επιδέξια, την κλωτσούσε με σθένος, την ακινητοποιούσε με την ελευθερία που του έδινε το δικαίωμα στο όνειρο. Φεύγοντας κυνηγημένος από την πατρίδα του, το στρίμωξε βιαστικά σε ένα σακίδιο μα εκείνο αντιστεκόταν. Μεγάλο το όνειρο και το σακίδιο μικρό, πώς να χωρούσε. Πλάνταζε κι ασφυκτιούσε. Συμβιβάστηκε μόνο μπροστά στις εικόνες του μακελειού που αντίκρισε στους δρόμους της πόλης του. Μαζεύτηκε. Συρρικνώθηκε. Μεταμορφώθηκε και πήρε το σχήμα των γεγονότων που ζούσε. Σφουγγάρι έγινε που ρούφηξε την αλμύρα από τα δάκρυα των ανθρώπων και από το αλάτι της θάλασσας και πότισε σταγόνα σταγόνα το αβέβαιο μέλλον του. Έβγαλε το κεφάλι και ανάσανε μόνο όταν αντίκρισε ελεύθερο ουρανό.
Κρατώντας την μπάλα σφιχτά στην αγκαλιά του, έφτασε στο γήπεδο την ώρα που άρχιζε η προπόνηση των συνομηλίκων του. Ήταν περιφραγμένο με συρματόπλεγμα και η πόρτα του κλεισμένη μ’ ένα χοντρό λουκέτο. Συνηθισμένος ήταν ο Σαμίρ στα συρματοπλέγματα κι εκείνο δεν ήταν το μόνο που συνάντησε ψάχνοντας για νέα πατρίδα. Μαθημένο ήταν όμως και το όνειρό του να βγάζει φτερά, να γλιστράει από το διάτρητο υλικό και να μπλέκεται αόρατα με ό,τι αγαπούσε. Ώρες ξεροστάλιαζε έξω από το γήπεδο, μέχρι που μια μέρα έγινε αντιληπτός από τον προπονητή της ομάδας.
«Πώς σε λένε;» τον πλησίασε και τον ρώτησε.
Δεν κατάλαβε ο Σαμίρ, δεν είχε προλάβει να μάθει τη γλώσσα κι έμεινε να τον κοιτά με μάτια περίεργα.
«Άγγελο» του είπε εκείνος, γυρίζοντας τον δείκτη του χεριού του προς το στέρνο του.
«Σαμίρ» απάντησε θαρρετά ο μικρός, που κατάλαβε κι επανέλαβε την κίνηση.
Το μάτι του προπονητή έπεσε κατευθείαν πάνω στην αφιέρωση της μπάλας και κατάλαβε πως για τον μικρό δεν ήταν απλά ένα παιχνίδι αλλά ένα πολύτιμο σεντούκι με ζαχαρωτά και σπαράγματα. Άνοιξε την πόρτα και του έκανε νόημα να περάσει. Εκείνη τη στιγμή, του μικρού Σαμίρ του φάνηκε πως άνοιξε μια τεράστια αγκαλιά για να τον υποδεχθεί και να τον οδηγήσει ένα βήμα πιο κοντά σε ό,τι είχε στερηθεί για μήνες. Σπίθες πέταξαν τα μάτια του, όταν ο προπονητής ανακοίνωσε στους συνομήλικους παίκτες πως εκείνη τη μέρα θα έπαιζε μαζί τους με τη δική του μπάλα. Ήλιοι άστραψαν στο πρόσωπό του μπροστά στα χαμόγελα και στα φιλικά χτυπήματα στην πλάτη. Φτερά φύτρωσαν στους ώμους του στο παίξιμο της μπάλας και η κινούμενη αφιέρωση γινόταν καύσιμο που εκτόξευε το όνειρό του στα ύψη. Το τέλος του αγώνα σήμανε για τον Σαμίρ την έναρξη των προπονήσεων και η μπλούζα με το λογότυπο της ομάδας που του χάρισαν, επισφράγισε την υπόσχεση που αντάλλαξαν για την επόμενη μέρα.
«Αύριο» του είπαν και με τη γλώσσα του σώματος τού έδωσαν να καταλάβει.
«Αύριο» επανέλαβε κι εκείνος με σπαστά ελληνικά κι ένα τεράστιο χαμόγελο φώτισε το μελαμψό του πρόσωπο. Έφυγε τρέχοντας για να προλάβει να πει στη μάνα του τα νέα και κάθε τόσο επαναλάμβανε την πρώτη λέξη που έμαθε για να είναι σίγουρος πως δε θα την ξεχνούσε.
Το «αύριο» ήρθε αλλά μαζί με ένα σκούρο σύννεφο να το σκιάζει. Κόκκινο πανί έγινε ο μικρός πρόσφυγας μπροστά στους δέκα περίπου νοματαίους, που στέκονταν έξω από το γήπεδο κρατώντας τα παιδιά τους σφιχτά από το χέρι κι έμοιαζαν αναστατωμένοι. Ο πιο γεροδεμένος από αυτούς, με τη γαλανόλευκη ριγμένη στους ώμους, μόλις τον είδε τον άρπαξε από την μπλούζα και τον έσπρωξε μακριά, σαν να πετούσε μια τρίχα από το ζυμάρι. Το εθνικιστικό του παραλήρημα κινητοποιούσε τη βουβή ομήγυρη, που έβαζε πλάτη στη βία με τη σιωπηλή της συμπαράσταση.
Φοβήθηκε ο Σαμίρ. Ξύπνησαν μέσα του οι δαίμονες του παρελθόντος και η πληγή που ήταν ακόμη ανοιχτή, κακοφόρμισε. Το έβαλε στα πόδια κι από πίσω ο Άγγελος να τον κυνηγάει για να τον σταματήσει. Τον έπιασε, τον γύρισε πίσω και μ’ ένα αποφασιστικό γρέζι στη φωνή σχεδόν ούρλιαξε μπροστά στα μούτρα των μεγάλων, πως αυτό που γινόταν ήταν άδικο, απάνθρωπο και δε θα το επέτρεπε. Χρησιμοποίησε μάλιστα και τη λέξη «άνανδρα» κοιτώντας τους έναν έναν στα μάτια, που μεμιάς στράφηκαν στο έδαφος. Η λέξη έπεσε, σαν πέτρα, πάνω στον άντρα τον νταή που έγρουξε σαν τσοπανόσκυλο, αφού όπως φάνηκε τον χτύπησε εκεί που πονούσε πιο πολύ. Στον ανδρισμό του, που τόσο ήθελε να επιδεικνύει. Μεμιάς έσμιξε τα φρύδια, έτριξε τα δόντια και φούσκωσε το στήθος για να δείξει τη ρώμη του. Οι υπόλοιποι όταν οσμίστηκαν καυγά, χαλάρωσαν τα χέρια κι άφησαν τα παιδιά τους να τρέξουν στο γήπεδο. Έστριψαν να φύγουν με κατεβασμένο κεφάλι, ίσως από ντροπή, ίσως επειδή δεν έβρισκαν επιχειρήματα να δικαιολογήσουν τη στάση τους, ίσως επειδή κατάλαβαν πως εκείνος δεν ήταν γονιός αλλά ένας φασίστας, από αυτούς που υποκινούν και εμπλέκονται σε τέτοιες ρατσιστικές πρακτικές. Έμεινε πίσω ο πατριώτης, που στο πρόσωπο του μικρού Σαμίρ είδε τον μεγαλύτερο εχθρό του. Όταν κατάλαβε πως έμεινε μόνος, έφυγε κι εκείνος εκτοξεύοντας απειλές.
Μούδιασαν τα παιδιά μπροστά στις άγνωρες γι’ αυτά σκηνές, ενώ ο Σαμίρ έτρεμε δίπλα τους σαν το φύλλο. Στη θέα τους, ο Άγγελος πείσμωσε κι έβαλε στοίχημα με τον εαυτό του να κρατήσει την ψυχούλα τους ανόθευτη από το μίσος, την προκατάληψη, την ξενοφοβία και τον ρατσισμό των μεγάλων. Αν το κέρδιζε, αυτή θα ήταν και η μεγαλύτερη επιτυχία του, πιο μεγάλη κι από το να τους μάθει να στέλνουν την μπάλα στα δίχτυα.
Τρεις φορές την εβδομάδα ο Σαμίρ έκανε την ίδια διαδρομή, με τα συναισθήματά του να εναλλάσσονται από τη χαρά στον φόβο και το αντίστροφο. Μέσα στο χώρο του γηπέδου ένιωθε ασφάλεια. Όταν έφευγε από κει, το έβαζε στα πόδια κρατώντας την μπάλα σαν φυλαχτό στο στήθος που χτυπούσε άτακτα. Άντεχε όμως και υπέμενε για χάρη του ονείρου του που έβγαζε φτερά και τον σήκωνε πιο ψηλά απ’ ό,τι φοβόταν. Μέσα σε λίγους μήνες ωρίμασε απότομα και καταλάβαινε πως είχε πολλά χιλιόμετρα ακόμη να διανύσει και αρίφνητα προσκόμματα να γκρεμίσει, ώσπου να αντικρίσει το αύριο έτσι όπως εκείνος το ονειρευόταν.
_
γράφει η Χριστίνα Σουλελέ
Το σχόλιό σας είναι επιθυμητό!
Χριστινάκι μου δεν έχω λόγια…επίκαιρη, καθηλωτική, βαθιά ανθρώπινη και συγκινητική η γραφή σου. Χαίρομαι που στάθηκα και δάκρυσα με το όνειρο του Σαμίρ και το σθένος, την ανθρωπιά του Άγγελου. Ευχαριστώ!
Σοφία μου σε ευχαριστώ πάρα πολύ. Υπάρχουν πολλοί ¨Σαμίρ” σε αυτό τον κόσμο και πολλοί “Άγγελοι”, ευτυχώς, που έχουν το σθένος να τα βάζουν με όσους κατηγοριοποιούν τους ανθρώπους ανάλογα με το χρώμα ή τη θρησκεία τους. Καλή σου μέρα!
Σε ευχαριστώ!!!Τίποτα άλλο!!!!
Κι εγώ για το πέρασμα. Καλή σου μέρα!