Στην αρχή υπάρχει πάντα μια αμηχανία. Το ραντεβού είναι κάπου έξω, π.χ. σε κάποια στάση του μετρό. Πας στην ώρα σου κι αυτή καταφθάνει επίτηδες μισή ώρα αργότερα και χαζογελώντας κάνει την κλασική ρητορική ερώτηση «Άργησα; Δεν πιστεύω να περίμενες πολύ». Ακολουθεί σταυροφίλημα στον αέρα.
-Είμαι η Ευτυχία, αλλά οι φίλοι μου με φωνάζουν Έφη
-Είμαι ο Γιώργος αλλά οι φίλοι μου με φωνάζουν μαλάκα
-Χαχα… Πλάκα έχεις. Αυτό είναι που μου άρεσε σε σένα. Το χιούμορ…
-Μπαρ ή ουζερί; ρώτησε αυτός.
-Καλύτερα ουζερί για να μπορούμε να συζητήσουμε. Στο μπαρ έχει πολλή φασαρία. Βάζουν δυνατά τη μουσική, απάντησε αυτή.
Καταλήξανε σ’ ένα ταβερνάκι στου Ψυρρή. Ένα μισόκιλο άσπρο κρασί γι’ αυτήν κι ένα διακοσαράκι τσίπουρο γι’ αυτόν και παγάκια.
– Δείχνεις καλύτερος στην πραγματικότητα απ’ ό,τι στις φωτογραφίες, δήλωσε η Έφη.
Ο Γιώργος εισέπραξε ευχάριστα το κομπλιμέντο.
-Εγώ; Πως σου φαίνομαι εγώ; συνέχισε αυτή.
-Κι εσύ ίδιο, απάντησε ο Γιώργος, αν και δεν το εννοούσε γιατί οι φωτογραφίες της στο Facebook υπολείπονταν 10 χρόνια και ισάριθμα κιλά. Όχι ότι αυτός δεν ήταν υπέρβαρος αλλά οι φωτογραφίες του ήταν πολύ πιο πρόσφατες.
-Πόσο χρονών είσαι;
-Σου το ‘χω πει, 60…
-Εμένα πόσο με κάνεις;
-Δεν ξέρω… Δείχνεις νεότερη.
-Δηλαδή πόσο νεότερη; Μπορείς να μαντέψεις;
-Αυτό ακριβώς ήθελα να αποφύγω.
-Μόλις έκλεισα τα 46, αλλά δείχνω νεότερη. Θα μπορούσα άνετα να κρύβω καμιά δεκαριά χρόνια αλλά δεν το κάνω. Πιστεύω πολύ στην ειλικρίνεια. Καμιά σχέση δεν είναι αληθινή αν δεν βασίζεται στην ειλικρίνεια.
Το παιδί έφερε τους μεζέδες. Δεν ήταν κάτι σπουδαίο. Λουκάνικο στη σχάρα, τυρί σαγανάκι και μια σαλάτα με ρόκα, λιαστές ελιές και τυρί που δεν ήταν παρμεζάνα.
-Δε μου λες, αυτό κάνεις; Κλείνεις ραντεβού στο facebook με άγνωστες κυρίες και τις αποπλανείς;
-Ας πούμε ότι αυτό είναι η γενική ιδέα. Για να είμαι όμως ειλικρινής είναι η δεύτερη απόπειρα αν και δεν είμαι σίγουρος ότι μετράει η πρώτη…
-Γιατί δεν μετράει;
-Γιατί η τύπισσα ήρθε με τον άντρα της.
-Δηλαδή είχαμε δράματα.
-Όχι ακριβώς. Ήθελαν να κάνουμε τρίο. Εσύ;
-Εγώ το ‘χω κάνει αρκετές φορές.
-Μα στο inbox που σε ρώτησα μου είπες ότι δεν το έχεις ξανακάνει.
-Σωστά, αλλά τότε ακόμη δεν γνωριζόμασταν. Τώρα τα πράγματα είναι αλλιώς.
-Έχεις πολύ ευέλικτη άποψη για την ειλικρίνεια, αστειεύτηκε ο Γιώργος.
Η Έφη παράγγειλε ακόμα ένα μισόκιλο. Αυτός ήταν ακόμα στο δεύτερο ποτηράκι.
-Γιώργο, πες μου κάτι για σένα.
-Σαν τι δηλαδή; Θες το βιογραφικό μου;
-Όχι καλέ. Όλο ανοησίες λες. Σοβαρέψου. Είσαι παντρεμένος; Έχεις παιδιά;
-Τα ‘παμε αυτά στο facebook. Δυο φορές χωρισμένος και χωρίς παιδιά.
-Και πληρώνεις διατροφές;
-Όχι. Η πρώτη μου γυναίκα ήταν πιο πλούσια από μένα και με τη δεύτερη τα ξόδεψα όλα πριν το διαζύγιο… Πληρώνω όμως εφορία και τράπεζες…
-Χαχα… Όλοι τα ίδια πληρώνουμε… Εγώ είμαι χήρα.
-Σόρρυ…
-Καλέ τι σόρρυ και κουραφέξαλα. Δεν φταις εσύ που πέθανε ο Ρούλης.
-Μικροπαντρεύτηκες…
-Γνωριζόμασταν από παιδιά. Ήμασταν γειτονόπουλα και πηγαίναμε στο ίδιο σχολείο. Έχουμε τρία παιδιά. Τώρα έχουν μεγαλώσει. Ο μικρός είναι 18 και τα κορίτσια μεγαλύτερα.
Το παιδί έφερε το τρίτο μισόκιλο. Το μπουκαλάκι με το τσίπουρο δεν είχε φτάσει ακόμα ούτε στη μέση. Βέβαια ο Γιώργος, κατάπιε δυο κουταλιές λάδι πριν φύγει από το σπίτι του. Παλιό νεανικό τέχνασμα για να αντέχεις το πιόμα.
-Πώς κι είσαι Αθήνα το κατακαλόκαιρο; ρώτησε η Έφη
-Φέτος ήρθαν κάπως αλλιώς τα πράγματα. Θα φύγω λίγες μέρες μόνο γύρω απ’ το δεκαπενταύγουστο. Εσύ;
-Εγώ πού να πάω; Εδώ κοντά μόνο γιατί έχω έξι γάτες να φροντίσω. Σ’ αρέσουν τα ζώα;
-Είχα κι εγώ μια γάτα αλλά τώρα δεν έχω…
-Τι έγινε; Ψόφησε;
-Το ‘σκασε με την καλύτερή μου φίλη.
-Χα χα… Να κάνω μια αδιάκριτη ερώτηση;
-Τόσα είπαμε… Και δεν κάνεις;
-Πόσο καιρό έχεις να κάνεις σεξ;
-Καμιά δεκαριά μέρες…
-Έχεις φιλενάδα ε;
-Δεν θα το ‘λεγα έτσι ακριβώς… Ας πούμε ότι βρισκόμαστε που και που κι ανταλλάσσουμε… ιδέες.
-Είν’ αυτή που σου έκλεψε τη γάτα;
-Είν’ η άλλη που μου χάρισε τη γάτα.
-Χαχα… Τυχερέ. Εγώ έχω να κάνω δυο χρόνια. Από τότε που πέθανε ο άντρας μου. Κανένας δεν είναι σαν τον άντρα μου…, βούρκωσε. Είχε όλα τα καλά κι ήταν και νέος. Πώς μπορώ να βρω κάποιον σαν τον Ρούλη μου;
Έβαλε τα κλάματα. Ο Γιώργος δεν ήξερε τι να απαντήσει. Δεν ήξερε τι να κάνει. Της έδωσε ένα χαρτομάντιλο. Καθώς σκούπιζε τα δάκριά της, μουτζούρωσε το πρόσωπό της από το μακιγιάζ. Το κατάλαβε όταν κοίταξε το χαρτομάντιλο και σηκώθηκε να πάει στην τουαλέτα.
Στο μεταξύ ένας κακομοίρης Πακιστανός προσπαθούσε να πουλήσει κάτι τριαντάφυλλα σ’ ένα ζευγαράκι νεαρών στο διπλανό τραπέζι από δεξιά. Κάτι του έδωσαν κι αυτός τους άφησε τρία κι έφυγε βιαστικά. Είδαν το Γιώργο που τους χάζευε μισογελώντας και του ‘δωσαν τα δυο. Τους ευχαρίστησε κι έβαλε το ένα σ’ ένα ποτήρι με νερό. Το άλλο το ‘δωσε σε μια κοπελίτσα που καθόταν μόνη της στο διπλανό τραπέζι από αριστερά. Εισέπραξε ένα γλυκό χαμόγελο.
Όταν επέστρεψε η Έφη, κολακεύτηκε που είδε το τριαντάφυλλο αλλά όταν της εξήγησε τι ακριβώς συνέβη αυτή δεν το πήρε καθόλου καλά. Στο μεταξύ το παιδί έφερε ακόμα ένα μισόκιλο κρασί.
-Κρίμα που κάθεται μόνη της η μικρή. Να τη καλέσουμε να κάτσει μαζί μας, πρότεινε η Έφη.
Κι έτσι έγινε. Η μικρή ήρθε στο τραπέζι τους σέρνοντας κι ένα τεράστιο σακίδιο. Προθυμοποιήθηκαν να την κεράσουν μια δεύτερη μπίρα άλλα αρνήθηκε. Έπιασαν την κουβέντα, αυτός γαλλικά κι η Έφη αγγλικά. Είχε αρχίσει να τσεβδίζει από το πολύ κρασί. Κάνα δυο φορές της έπεσαν κι οι μεζέδες απ’ το στόμα. Η κοπελίτσα ήταν Γαλλίδα φοιτήτρια από το Στρασβούργο. Έκανε μεταπτυχιακό στην ιστορία της τέχνης. Θα έμενε λίγες μέρες Αθήνα και μετά θα πήγαινε Κρήτη. Της πρότειναν να πάει στο αρχαιολογικό στην Πατησίων και στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στη Συγγρού. Στο τέλος αντάλλαξαν τηλέφωνα κι η μικρή έφυγε μόνη για το ξενοδοχείο της, κάπου στο Σύνταγμα.
-Χάλια γαλλικά μιλάς. Νομίζω πως είσαι ένας απατεώνας, είπε η Έφη επιθετικά και μ’ ένα μάτι λίγο θολό.
Ο Γιώργος γέλασε παρόλο που δεν κατάλαβε αν το λέει στ’ αστεία ή στα σοβαρά. Ζήτησε το λογαριασμό. Τους τον έφεραν και τον πλήρωσαν εξ’ ημισείας.
-Θες να ‘ρθεις σπίτι για ένα ποτό;
-Είναι δυο το πρωί και δεν έχω αυτοκίνητο, απάντησε ο Γιώργος.
-Δεν πειράζει. Θα πάρουμε ταξί. Αλλά για ποτό. Όχι για σεξ, δήλωσε η Έφη
-Οκ. Αφού δεν θα ‘χει σεξ…, γέλασε ο Γιώργος.
-Ε, τι άλλο θα ‘λεγες; Όλοι οι άντρες είστε απ’ τα ίδια σκατά.
Σηκώθηκε τρεκλίζοντας. Την βάστηξε να μην πέσει. Δεν ήθελε να πάει μαζί της, αλλά δεν μπορούσε να την αφήσει κι έτσι.
Το σπίτι της ήταν στη Νέα Σμύρνη. Ένα τεράστιο διαμέρισμα με τρεις τέσσερεις κρεβατοκάμαρες κ.λ.π στον πρώτο όροφο ενός τριώροφου κτιρίου χωρίς ασανσέρ. Τη βοήθησε ν’ ανέβει τις σκάλες. Όλα τα φώτα ήταν αναμμένα. Η τηλεόραση ανοιχτή και σ’ ένα από τα δωμάτια έπαιζε δυνατά μουσική. Με το που μπήκανε αυτή εξαφανίστηκε. Έμεινε ο Γιώργος μόνος του στο λίβινγκ-ρουμ ανάμεσα σ’ ένα πλήθος από γάτες. Η Έφη ξαναεμφανίστηκε δέκα λεπτά αργότερα ξυπόλητη και ντυμένη μ’ ένα λευκό ριχτό κι ένα μπουκάλι κρασί με δυο ποτήρια. Έτσι κοντούλα που ήταν και στ’ άσπρα, του θύμισε παραδόξως τη Χιονάτη. Ο Γιώργος της εξήγησε ότι είναι κουρασμένος και ότι θα προτιμούσε να κοιμηθεί. Άλλωστε την επομένη είχε δουλειά στις 8π.μ. Του έδειξε την κρεβατοκάμαρα αλλ’ όταν πήγε να ξαπλώσει…
-Δεν υπάρχει περίπτωση αν δεν κάνεις ντουζ, του φώναξε
-Μα δεν έχω τι άλλο να φορέσω…
-Αυτό είναι δικό σου πρόβλημα. Δε με νοιάζει.
-Ίσως είναι καλύτερα να φύγω…
-Τι δηλαδή, με λες κι αφιλόξενη;
Ο Γιώργος δυσκολευόταν να καταλάβει τι έλεγε. Μασούσε τα λόγια της μεθυσμένη καθώς ήταν, αλλά παρ’ όλα αυτά συνέχιζε να πίνει.
Έκανε ντους και τυλίχτηκε σε μια μεγάλη πετσέτα μπάνιου. Βγαίνοντας, η Έφη τον περίμενε μισοξαπλωμένη σ’ ένα καναπέ στο λίβινγκ-ρουμ.
-Είσαι φρικτός τσιγκούνης, το ξέρεις; Το λουλούδι δεν το πλήρωσες και στο λογαριασμό μ’ άφησες να πληρώσω τον μισό. Δεν είσαι τζέντλεμαν. Πάλι καλά που φιλοτιμήθηκες να πληρώσεις το ταξί.
Ο Γιώργος έκανε μεγάλη προσπάθεια να κρατήσει την ψυχραιμία του. Ήταν αργά κι ήταν και κουρασμένος. Έτσι την αγνόησε και την έπεσε για ύπνο αλλά δεν ήταν κάτι εύκολο μ’ όλη τη φασαρία από την τηλεόραση και τη μουσική, με τ’ αναμμένα φώτα κι αυτή να τριγυρίζει μονολογώντας φωναχτά μόνη της, άλλοτε θυμωμένη κι άλλοτε γελώντας δυνατά. Παρόλα αυτά λαγοκοιμήθηκε για λίγο. Όταν ξύπνησε είχε πια ξημερώσει. Ντύθηκε βιαστικά και προσπάθησε να την κάνει διακριτικά αλλά η Έφη του την είχε στημένη στην πόρτα.
-Τώρα εσύ σ’ αυτή την ηλικία που είσαι ούτε σεξ δε θα μπορείς να κάνεις. Μπορείς; Δεν μπορείς. Κι είσαι και χοντρός. Και πας να φύγεις χωρίς να πεις τίποτα.
-Γιατί το κάνεις αυτό; τη ρώτησε όσο πιο ήρεμα μπορούσε ο Γιώργος.
-Γιατί είσαι ένας απατεώνας. Γιατί ρε ήρθες σπίτι μου; Για να κάνεις μπάνιο και να κοιμηθείς; Από πότε έχεις να κάνεις μπάνιο; Τι είσαι ρε; Μπας κι είσαι κανένας άστεγος;
Σκέφτηκε να της ανταποδώσει την προσβολή αλλά η ανάσα της που μύριζε κρασίλα τον έκανε ν’ ανακατεύεται. Δεν ήθελε να νιώσει οίκτο. Κατανοούσε την κατάστασή της. Ήταν μια γυναίκα απελπιστικά μόνη, σ ένα τεράστιο σπίτι, που αισθανόταν προδομένη απ’ τη ζωή λόγω της αναπάντεχης απώλειας του άντρα της.
-Απορώ γιατί δεν γράφεις ποιήματα, της πέταξε πριν κλείσει η εξώπορτα πίσω του.
Με το που μπήκε σπίτι του, έπεσε με τα ρούχα για ύπνο.
Την ονειρεύτηκε, ντυμένη στ’ άσπρα σαν τη Χιονάτη, να τριγυρνάει κλαίγοντας στο δάσος ολομόναχη, μ’ ένα μπουκάλι κρασί στο χέρι και με μια γάτα αγκαλιά. «Όσοι νάνοι την παράτησαν τόσα ήταν τα παραπανίσια κιλά της», σκέφτηκε με τσατίλα.
Ξύπνησε μ’ αυτή τη μυρουδιά της κρασίλας επάνω του κι όταν σηκώθηκε ανακάλυψε ότι τα ρούχα του ήταν τίγκα στις τρίχες από τις γάτες. Δεν αισθανόταν και πολύ καλά.
Ευτυχώς το βραδάκι τον πήρε τηλέφωνο η γαλλιδούλα, η Μισέλ, και συναντήθηκαν σ’ ένα μπαράκι στη Νίκης. Μαζί της ήταν και μια Φιλανδή, η Μίνε, γύρω στα σαράντα, φίλη της και συμφοιτήτριά της. Αυτός κι αυτές, τρεις διαφορετικές γενιές. Η Μίνε είχε δυο μικρά εξώγαμα παιδιά από διαφορετικούς άντρες που τους αγαπούσε αλλά δεν ήθελε να παντρευτεί με κανέναν τους. Εργαζόταν στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Όσλο από το οποίο έλαβε υποτροφία να κάνει μεταπτυχιακό στο Στρασβούργο. Το βράδυ πέρασε χωρίς εκμυστηρεύσεις κι υποσχέσεις παρά μόνο με αφηγήσεις και γέλια. Ένιωσε πιο ανθρώπινα. Χαλάρωσε. Τα ξημερώματα συνόδεψαν τη Μισέλ στο τραίνο να πάρει το καράβι για την Κρήτη και με την Μίνε κατέληξαν στο σπίτι του. Είχε ένα θέμα με τη μέση του αλλά η Φιλανδή τον φρόντισε έτσι ώστε να κατανοήσει με τον πιο εύγλωττο τρόπο γιατί στη Φιλανδία έχουν ένα από τα καλύτερα συστήματα ασφαλιστικής φροντίδας στον κόσμο. Όταν ξύπνησε τ’ απογευματάκι βρήκε ένα σημείωμα στα γαλλικά της Μίνε, που έλεγε ότι θα επιστρέψει πάλι στην Αθήνα σε δέκα μέρες. Είχε και το τηλέφωνό της κι ένα κόκκινο αποτύπωμα των χειλιών της.
Βρήκε επίσης κι ένα μήνυμα στο κινητό του από την Έφη που έλεγε: «Έφυγες χωρίς να πεις τίποτα. Υποτίθεται ότι θα γινόμασταν ζευγάρι. Γίνεται να ξαναρχίσουμε απ’ την αρχή;»
Ο Γιώργος έμεινε έκπληκτος: «Από πού άραγε υποτίθεται;» Σκέφτηκε ν’ απαντήσει ειρωνικά: «Ρίξε καμιά ματιά να δεις αν έρχομαι» αλλά το μετάνιωσε.
Του ήρθε στο μυαλό κάτι που είπε ένας σοφός, ότι «Αποφεύγοντας τη δυστυχία δεν πλησιάζουμε οπωσδήποτε στην ευτυχία». Τώρα ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Αυτή τη συγκεκριμένη Ευτυχία δεν ήθελε να την πλησιάσει με τίποτα.
_
γράφει ο Νίκος Γιαννόπουλος
Σκηνοθέτης – Παραγωγός
Κυνικό…πικρόχολο…μελαγχολικό… και ομορφογραμμένο με το ζωηρό μήνυμα του να παίρνεις τη ζωή και τα στραπάτσα της λιγάκι πιο χαλαρά… Αλήθεια ο ήρωάς σου τέρας υπομονής…. μπράβο του. Ανταμείφθηκε στο φιλανδικό φινάλε…
Ποτέ δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει…..χαχα