Ήταν το αγαπημένο παιδί της γειτονιάς, ο πρώτος από την παρέα που φίλησε κορίτσι, ο Γκίντο. Δεν πρόλαβαν να ανδρωθούν όλοι τους κι ο αέρας του πολέμου τους ταρακούνησε. Στη Νάπολι του 1938, έπρεπε να γραφτείς στην Μπαλίλα για να περπατάς ήσυχος. Αυτό σήμαινε πως θα ντυνόσουν στα μελανά και θα μετείχες σε δραστηριότητες στρατιωτικού χαρακτήρα κι ας έμοιαζαν με παιχνίδι. Το να εκπαιδεύεσαι για μάχη, έστω και με ψεύτικα όπλα, δεν ήταν το καλύτερο για τον Γκίντο. Το δέχτηκε όμως, αφού οι καιροί το πρόσταζαν.
Δεν άργησε το παιχνίδι του πολέμου να γίνει πόλεμος αληθινός κι εκείνος, είκοσι χρονών πια το 1941, να βρεθεί στη φρουρά της Ρόδου. Ωραίο νησί, ήλιος και θάλασσα με πολλά ντόπια κορίτσια για να φλερτάρει. Γρήγορα βαρέθηκε και απογοητεύτηκε από το βάλτωμα της ζωής, σε έναν πόλεμο που τον κρατούσε σε αναμονή και του έτρωγε τα καλύτερα χρόνια. Ήθελε να είχε σπουδάσει κι όχι να έχει μείνει με μια τέχνη κι αυτή μισερή. Όλα αυτά τον έκαναν να χάνεται ώρες σε ερημικές παραλίες του νησιού, ψάχνοντας τις απαντήσεις του, ή το τίποτα.
Η δράση, που τόσο ζητούσε, άργησε να έρθει και τελικά ήρθε μαζεμένη. Σεπτέμβρη του 1943, η Ιταλία συνθηκολογούσε κι εκείνοι ζητωκραύγαζαν πως ο πόλεμος τελείωσε. Είχαν υπολογίσει χωρίς τον Γερμανό σύμμαχο. Οι Γερμανοί σύντομα έφεραν στρατό στο νησί και δεν είχε παρά να διαλέξει αιχμαλωσία ή πόλεμο στο πλάι των Γερμανών. Τους μισούσε, δε θα μπορούσε αυτός, ο Ναπολιτάνος, να πολεμήσει για τους Γερμανούς. Δεν ήταν στο αίμα του. Προτίμησε να τον κλείσουν σε περιορισμό μέχρι να δούνε τι θα γίνει. Κι αυτό μαρτύριο ήταν, κι όχι μόνο γιατί το φαγητό ήταν σχεδόν ανύπαρκτο, αλλά και γιατί δεν υπήρχε αύριο, παρά μόνο ένα καταστροφικό τώρα.
Αυτό κράτησε πέντε μήνες. Όλοι οι αιχμάλωτοι είχαν γίνει σκιές από την κακοφαγιά. Φλεβάρη μήνα τους μάζεψαν οι Γερμανοί για να τους στείλουν τάχα στην πατρίδα. Κανείς δεν το πίστεψε. Ήξεραν πως οι Γερμανοί θα είχαν μάλλον κακό σκοπό. Τους φόρτωσαν στα αμπάρια ενός σαπιοκάραβου· Όρια έγραφε η πρυμάτσα. Το ταξίδι ήταν μαρτυρικό. Η φουρτούνα αποτελείωνε τις δυνάμεις των εξαντλημένων Ιταλών, που στην αφόρητη μυρωδιά από ανθρώπους και αμπάρι, προσπαθούσαν να παραμείνουν ζωντανοί.
Μεσάνυχτα ακούστηκε το μπαμ. Ταρακουνήθηκαν στο σκοτάδι. «Βουλιάζουμε», φώναξαν κάποιοι. Χιλιάδες σώματα στο αμπάρι προσπαθούσαν να βρουν άκρη, να σωθούν. Μπροστά από τα μάτια του Γκίντο περνούσε το παρελθόν του· το σπίτι στη Νάπολι, η μάνα του. Λένε πως έτσι γίνεται, πριν πεθάνεις. Όμως, εκείνος ήθελε να ζήσει. Πιάστηκε από τα σίδερα κι έπειτα βρήκε μια άκρη ενός σχοινιού κι άρχισε να ανεβαίνει. Αυτήν την άσκηση την είχαν μάθει στη Μπαλίλα· να που σε κάτι τού είχε χρησιμέψει τελικά.
Πέρασε ώρα μέχρι να ανέβει στο κατάστρωμα. Εκεί είδε κι άλλα τραγικά με αυτούς που δε μπορούσαν να σωθούν, και με τους άλλους που βούταγαν στη θάλασσα και χάνονταν στα παγωμένα νερά. Όχι, δε θα βουτούσε. Το πλοίο είχε προσαράξει στα βράχια κι αυτό ήταν καλό. Κρύφτηκε σε μια κόχη και περίμενε. Η βοήθεια άργησε, αλλά ήρθε. Την επόμενη μέρα νοσηλευόταν αφρούρητος σε νοσοκομείο της Αθήνας. Ήταν καλά κι οι δυνάμεις επανέρχονταν. Ήξερε πια ότι θα τα καταφέρει.
Ήταν πολλά χρόνια μετά, όταν επιχειρηματίας πια το 1970, αντίκρισε τα βράχια του Πάτροκλου, εκεί που είχε σκαλώσει το Όρια. Πολλοί γνωστοί του ίσως να ήταν ακόμα στο βυθό. Δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του. Είχε ξεγελάσει το χάρο εκείνο το βράδυ, τόσοι άλλοι όμως δεν τα είχαν καταφέρει. Ίσως, εκείνος ήθελε πολύ να ζήσει.
_
γράφει ο Νίκος Νασόπουλος
συνοδεύεται ακουστικά από το παρακάτω,που αν και γλωσσικά πιθανόν έχει σοβαρά σφάλματα,ακουστικά δίνει το πνεύμα του γραπτού,χωρίς να έχει γραφτεί γι’αυτό…όσοι θέλουν το ακούν διαβάζοντας… http://yourlisten.com/nik1964/amorecome-un-fiore#