Μια αχτίδα φωτός κατορθώνει να τρυπώσει από τις γρίλιες στο μικρό μου καθιστικό. Σίγουρα, ο ήλιος θα’ χει ανατείλει τώρα. Σηκώνομαι αργά από το κρεβάτι κι ανοίγω το παράθυρο που βλέπει στο δρόμο. Νιώθω να κουράζομαι εύκολα, τελευταία.
Σηκώνω ψηλά το κεφάλι, μήπως κι ανακαλύψω έστω ένα τόσο δα κομματάκι ουρανού, ανάμεσα στη βουή της λεωφόρου και στα ψηλά, πολυώροφα κτίρια.
Τι καινούργιο περιμένεις να δεις, αλήθεια; αναρωτιέμαι.
Λιγάκι ουρανό, έστω και γκρίζο, ακούω τον εαυτό μου να λέει.
Ρίχνω μια ματιά στο ημερολόγιο που κρέμεται στον τοίχο της κάμαράς μου. Χαμογελώ αχνά…
Σαν σήμερα…τότε… μονολογώ..
Ναι, σήμερα δεν είναι μια μέρα σαν τις άλλες.
Μια σκέψη που μου ‘ρχεται στο νου, με κάνει και κοκκινίζω.
Χαμογελώ αινιγματικά.
Ανοίγω την βαριά σκαλιστή ντουλάπα-απομεινάρι από άλλες εποχές - που «αγωνιά να αναπνεύσει», στριμωγμένη ανάμεσα στο κρεβάτι και στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας.
Βάζω το χέρι μου ανάμεσα στα σκουρόχρωμα κρεμασμένα ρούχα και βγάζω ένα μακρύ, μεταξωτό φόρεμα, με δαντέλες στα μανίκια και το μπούστο, σε χρώμα βαθύ γαλάζιο. Με αργές, σχεδόν τελετουργικές κινήσεις το αφήνω να γλιστρήσει πάνω μου.
Κοιτάζομαι στον καθρέφτη.
Θαρρείς κι ένα μαγικό ραβδί σταματά το χρόνο και στη θέση του γερασμένου ειδώλου που με κοιτά, βρίσκεται η Ευανθία, η μοναχοκόρη του άρχοντα Σαρρή, από την Πάτμο, που ονειρευόταν μια ζωή γεμάτη από απέραντο γαλάζιο.
Η Ευανθία… η μοναχοκόρη του άρχοντα Σαρρή… εγώ… με τον κρυφό καημό στα στήθη, που δεν ήταν άλλος από τον Αγγελή το βιολιστή.
Τον πρωτοαντίκρισα στο πανηγύρι του Θεολόγου, να παίζει μουσική και να τραγουδά για αγάπες κι έρωτες, θάλασσες και μαϊστράλια.
Έσερνα το χορό, παρακαλώντας τον Άγιο που γιόρταζε να με βοηθήσει να κλέψω έστω ένα βλέμμα του Αγγελή.
Θαρρείς κι οι ουρανοί ήταν ανοιχτοί εκείνο το βράδυ.
«Μιλήσαμε» ο ένας στον άλλο με τις ματιές μας. Και είπαμε πολλά.
Κι ένα ζεστό, φθινοπωριάτικο απόγευμα, δώσαμε το πρώτο μας φιλί στο μουράγιο.
Ένα φιλί κι ένα μενταγιόν με μια γαλάζια καρδιόσχημη πέτρα που μου κρέμασε στο λαιμό λίγο πριν φύγει απ’ το νησί.
Θα σε περιμένω… θα σε περιμένω… επανέλαβα μέσα μου πολλές φορές, καθώς το πλοίο απομακρυνόταν από το λιμάνι.
Δεν ξαναγύρισε ποτέ. Σαν να τον κατάπιε η θάλασσα.
Στους μήνες και στα χρόνια που πέρασαν δεν μπόρεσα να μάθω κάτι γι’ αυτόν.
Σαν να μην υπήρξε ποτέ.
Μοναχά στη σφαίρα του ονείρου.
Κάπου είχα διαβάσει πως δεν υπάρχει μεγαλύτερος πόνος απ’ τον πόνο των γκρεμισμένων ονείρων έστω κι αν αυτά κράτησαν τόσο λίγο όσο μια στιγμή.
Δεν μπορείς να θρηνείς μια ζωή για έναν έρωτα που κράτησε όσο το πετάρισμα ενός βλεφάρου… σε ποιο βιβλίο άραγε το είχα δει αυτό;
Η ξανθομαλλούσα Ευανθία, η νησιωτοπούλα, έδωσε τη θέση της στην κυρία Εύη, σύζυγο μεγαλεμπόρου. Σ’ ένα ρετιρέ μιας σικ (πάντα σιχαινόμουν αυτή τη λέξη, αλλά…) περιοχής της Αθήνας, προσποιούμουν ότι ζούσα.
Μια τρικυμισμένη θάλασσα η ζωή μου…
Κι απάγκιασα σ’ ένα μικρό ημιυπόγειο διαμέρισμα μετά την οικονομική καταστροφή και το θάνατο εκείνου… του άντρα μου.
Μόνη.
Κάθε χρόνο, τέτοια μέρα, φορώ και πάλι το γαλάζιο μεταξωτό φόρεμα που φορούσα τότε… κρεμώ τη γαλάζια καρδιά στο λαιμό… και νοερά κατεβαίνω στο λιμάνι, με την ελπίδα να αντικρίσω έναν παλιό, ξεχασμένο έρωτα.
Σήμερα, όμως, τώρα, οι δυνάμεις μου σαν να με εγκαταλείπουν. Το άτακτο χτύπημα της καρδιάς μένει να μου θυμίζει το άλλοτε ξένοιαστο, ρομαντικό κορίτσι…
Κλείνω τα μάτια κι ακούω μουσική… και φωνές… πολλές φωνές…
«Κυρία Εύη! Κυρία Εύη!»
Κάποιος με ταρακουνά.
Όμως εγώ, δεν είμαι πια εδώ, ταξιδεύω. Μοναδικές μου αποσκευές ένα φιλί κι ένα μενταγιόν.
Δεν χρειάζομαι τίποτε άλλο.
Η εικόνα είναι από το flickr (http://www.flickr.com/photos/saramorishige/28792481/)
“Κάπου είχα διαβάσει πως δεν υπάρχει μεγαλύτερος πόνος απ’ τον πόνο των γκρεμισμένων ονείρων έστω κι αν αυτά κράτησαν τόσο λίγο όσο μια στιγμή.”
“Όμως εγώ, δεν είμαι πια εδώ, ταξιδεύω. Μοναδικές μου αποσκευές ένα φιλί κι ένα μενταγιόν.
Δεν χρειάζομαι τίποτε άλλο.”
Ένα τρυφερό και συνάμα σπαραχτικό διήγημα… ένα ταξίδι στις αναμνήσεις… που λυτρώνει και ρίχνει βάλσαμο στον καημό… και που παίρνει μαζί του την ψυχή στο ύστερο, δικό της ταξίδι…
Σμαραγδή, καλή μου φίλη, σ’ ευχαριστώ για το όμορφο κέρασμα!
Σ’ ευχαριστώ, Βάσω μου, για τα καλά σου λόγια.