Βράδυ Σαββάτου. Κόντευε δέκα η ώρα. Μια βραδιά μαγική στην αυγή του καλοκαιριού. Νοτισμένο θαλασσινό αεράκι δρόσιζε το πρόσωπο της Χριστίνας. Το δέρμα ρουφούσε την ευεργετική δροσιά, μετά την ολοήμερη έκθεσή του στον καυτό κυπριακό ήλιο. Όλες οι φυλές του Ισραήλ κατέκλυζαν ασφυκτικά δρόμους και μαγαζιά στο τουριστικό θέρετρο της Αγίας Νάπας. Το πρώην ψαροχώρι θαρρείς πως κοιτούσε απορημένο τις ορδές των τουριστών με τη χαρούμενη διάθεση -απόρροια των καλοκαιρινών διακοπών- οι οποίοι σκορπούσαν τη θορυβώδη παρουσία τους στους κεντρικούς δρόμους που απλώνονταν κατά μήκος της φημισμένης παραλίας.
Τα παιδιά, παρόλο που ήταν εμφανώς κουρασμένα, σταματούσαν κάθε τόσο στα ατέλειωτα μαγαζιά με σουβενίρ, τα οποία εναλλάσσονταν με εστιατόρια, που μπορούσαν να ικανοποιήσουν όλα τα γούστα και όλα τα βαλάντια, καφετέριες και μπαράκια, πολλά απ’ τα οποία σου έδιναν την αίσθηση ότι βρισκόσουν σε κάποια γειτονιά του ευρωπαϊκού βορρά.
Το γέλιο μιας κατάξανθης τουρίστριας έκανε τη Χριστίνα να στρέψει δεξιά το βλέμμα της. Γάργαρο γέλιο ανέμελης κοπέλας. Απολάμβανε το μασάζ από το τσιμπολόγημα μικρών ψαριών στις πατούσες των ποδιών της, που λικνίζονταν ηδονικά μέσα στο μικρό ενυδρείο.
«Ωραίος τρόπος να κάνεις μασάζ! Ωραίος τρόπος να βγάζεις λεφτά!», συλλογίστηκε η Χριστίνα.
Λίγο πιο κάτω, με κόπο συγκράτησαν τη μικρή τους κόρη, απ’ το να εισβάλλει στο λαμπερό λούνα παρκ, το οποίο σε προσκαλούσε με τα πολύχρωμα φώτα που αναβόσβηναν και τα παιχνίδια που στροβιλίζονταν, υποσχόμενα συγκινήσεις.
Μια μάλλον αδιάφορη, μα συγκινητικά τρυφερή φωνή, εκπλήρωνε κάποιου τη ματαιοδοξία στο διπλανό καραόκε. Η Χριστίνα κοντοστάθηκε. Της προκαλούσε πάντοτε θαυμασμό η τόλμη κάποιων ανθρώπων να αντιμετωπίσουν την κριτική του πλήθους.
Είχαν πάρει το δρόμο προς το παραλιακό πάρκινγκ. Τα παιδιά που προπορεύονταν είχαν σταματήσει μπροστά σε έναν ακίνητο καλλιτέχνη του δρόμου που έμοιαζε με επιχρυσωμένο άγαλμα. Παραπέρα ένας ξυλοπόδαρος φούσκωνε μπαλόνια, τους έδινε κάποιο σχήμα, συνήθως σπαθιά ή κράνη και τα μοίραζε στα παιδιά που περνούσαν. Η ματιά της Χριστίνας έπεσε σε μια παρέα παιδιών. Αγόρια, γύρω στα δώδεκα, δεκατρία. Ένας κλοτσούσε μια μπάλα νευρικά. Είχαν κάνει έναν μικρό κύκλο. Συζητούσαν. Δίπλα ένα κοριτσάκι περπάταγε πάνω κάτω. Κρατούσε στην αγκαλιά της ένα μικρό λούτρινο ζωάκι. Το έσφιγγε δυνατά στο στήθος της. Το βλέμμα της αντάμωσε με κείνο της Χριστίνας. Μάτια γεμάτα δάκρυα, βλέμμα γεμάτο φόβο.
«Γιατί άραγε κλαίει το κοριτσάκι;», αναρωτήθηκε η Χριστίνα.
Ένα από τα αγόρια την πλησίασε θαρραλέα.
– Συγγνώμη, μήπως μπορείτε να βοηθήσετε αυτό το κοριτσάκι; τη ρώτησε.
– Τι τρέχει παιδιά;
– Έχει ώρα που το βλέπουμε να πηγαίνει πάνω κάτω και να κλαίει. Μάλλον έχει χάσει τη μαμά του, της είπε ένας από την παρέα.
Η Χριστίνα ένιωσε το στομάχι της να σφίγγεται. Φώναξε τους δικούς της να έρθουν κοντά της. Ταπαιδιά της εξήγησαν ότι προσπάθησαν να βοηθήσουν το μικρό κορίτσι, αλλά αυτό το μόνο που έλεγε ήταν: «μάμα, μάμα!».
– Δε μιλάει ελληνικά, είπε ένα από τα παιδιά.
– Μάλλον ρώσικα μιλάει. Έλα ρε Ιβάν, εσύ που είσαι από Βουλγαρία μίλα της, μήπως σε καταλάβει και βγάλουμε καμιά άκρη!
– Δεν ξέρω, δεν καταλαβαίνω, είπε ντροπαλά με κατεβασμένο βλέμμα το αγόρι που το έλεγαν Ιβάν.
Η γυναίκα αγκάλιασε το κοριτσάκι. Εκείνο κούρνιασε το κεφαλάκι του στον ώμο της. Αν και δεν την καταλάβαινε του μιλούσε καθησυχαστικά με γλυκιά φωνή, να το ηρεμήσει. Το παιδάκι φαινόταν σε απόγνωση. Αλλά και τα αγόρια γύρω της έδειχναν φανερό ενδιαφέρον και ανησυχία. Έβγαλε το κινητό της τηλέφωνο και κάλεσε αμέσως την αστυνομία. Η μόνη πληροφορία που είχε καταφέρει να αποσπάσει από τη μικρή, ρωτώντας την στα αγγλικά, ήταν ότι την έλεγαν Σάσα. Ακόμη, είχε στον καρπό του μικρού της χεριού, ένα βραχιολάκι με το όνομα του ξενοδοχείου που προφανώς διέμενε. Η Χριστίνα ενημέρωσε για όλα την αστυνομία και τους διαβεβαίωσε ότι θα παρέμενε μαζί με το παιδί για όσο χρειαστεί. Ξαναπήρε στην αγκαλιά της το παιδί που όλη αυτή την ώρα δεν έπαψε να κλαίει και να μονολογεί: «μάμα, μάμα!».
Ξάφνου το κορίτσι άρχισε να τρέχει προς την απέναντι πλευρά σε ένα από τα πολυάριθμα καταστήματα με σουβενίρ που δέσποζαν στο χώρο. Στα σκαλιά, ανάμεσα από πολύχρωμα καλοκαιρινά μπλουζάκια, παρεό, χαβανέζικες φουστίτσες και λογιών λογιών καπέλα, φάνηκαν δυο γυναικείες μορφές. Η μια κοντή, μελαχρινή, πολύ αδύνατη. Η άλλη ξανθιά, νταρντανογυναίκα, φαινόταν να τεντώνεται νωχελικά. Όλη η παρέα έτρεξε πίσω απ’ το παιδί.
– Μάλλον θα είναι η μαμά του, είπε κάποιο από τα αγόρια.
Η Χριστίνα, ανακουφισμένη κινήθηκε γρήγορα προς τη μεριά τους, υποθέτοντας ότι η δύσμοιρη μητέρα θα είχε τρελαθεί από την αγωνία της και θα έψαχνε προφανώς το παιδί της. Καθώς πλησίασε είδε το κορίτσι να έχει αγκαλιάσει την ξανθιά γυναίκα. Προσπάθησε να εξηγήσει στη μητέρα μιλώντας στα αγγλικά τι είχε συμβεί. Η συνεννόηση ήταν κάκιστη, αλλά η μελαχρινή πωλήτρια που μιλούσε ρώσικα βοήθησε στη μετάφραση.
«Κάλεσα την αστυνομία, το παιδί είχε πλαντάξει στο κλάμα!», εξηγούσε η Χριστίνα. Η συνέχεια άφησε άναυδη τόσο την ίδια όσο και τα αγόρια. Η μητέρα που ήθελε ανενόχλητη να μπει και να χαζέψει τα πράγματα που υπήρχαν στο κατάστημα, άφησε το παιδί έξω από το μαγαζί μόνο του. Την προέτρεψε μάλιστα να πάει να παίξει στην απέναντι παιδική χαρά, έξω από την οποία τη βρήκαν τα αγόρια. Το κοριτσάκι μέσα στη νύχτα έχασε τον προσανατολισμό του. Τα μαγαζιά ήταν όλα ίδια κι απαράλλαχτα κι αυτό δεν μπορούσε να εντοπίσει σε ποιο από όλα ήταν η μαμά του. Πανικοβλήθηκε κι άρχισε να την αποζητά με κλάματα. Η μητέρα μετά από ένα τέταρτο περίπου βγήκε από το μαγαζί, μη έχοντας πάρει χαμπάρι τι συνέβαινε με το παιδί. Της φάνηκε υπερβολικό που είχαν καλέσει την αστυνομία και φάνηκε να μαλώνει το κορίτσι στη γλώσσα της.
– Εκεί από όπου ήρθε είναι ήσυχα, δε συμβαίνουν τέτοια πράγματα που συμβαίνουν εδώ, είπε η πωλήτρια σε μια προσπάθεια να υπερασπιστεί τη μητέρα.
– Πες της ότι οι μάνες δεν αφήνουν τα παιδιά τους μόνα μέσα στη νύχτα, είπε στη Χριστίνα ένα από τα αγόρια. Εκείνη δεν είπε τίποτε. Τα είχε άλλωστε πει όλα το αγόρι. Πήρε την αστυνομία να τους ενημερώσει για την αίσια εξέλιξη της ιστορίας και συνέχισαν το δρόμο τους.
Το βράδυ στο κρεβάτι δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Την κατέκλυζαν οι σκέψεις. Ήξερε ότι είχε κάνει αυτό που έπρεπε για το καλό ενός χαμένου παιδιού κι αυτό την ικανοποιούσε. Χαιρόταν που η ιστορία είχε αίσιο τέλος, έστω κι αν αγανακτούσε από την ανευθυνότητα της μητέρας. Μα αυτό που πραγματικά την είχε παραξενέψει ευχάριστα, ήταν η ωριμότητα και ο τρόπος αντίδρασης αυτών των νεαρών αγοριών, που τόσο αποφασιστικά προσπάθησαν να βοηθήσουν το κορίτσι. Η Χριστίνα γύρισε πλευρό χαμογελώντας. «Όσο υπάρχουν τέτοια παιδιά, τούτος ο κόσμος έχει ελπίδα» σκέφτηκε πριν βυθιστεί ευχαριστημένη στον ύπνο.
_
γράφει η Άννα Μάλαμα
”Αναπάντεχα” ανατρεπτική η ιστορία σας κυρία Μάλαμα, όμορφα γραμμένη…μ’ έκανε μέρος του ολοζώντανου σκηνικού της…Μπράβο σας!!!
Αγαπητή Σοφία ευχαριστώ πολύ για τα ενθαρρυντικά σου λόγια!