Ανέβηκε τα σκαλιά της πολυκατοικίας δυο δυο και έφτασε μπροστά στο κλειστό διαμέρισμα. Κοντοστάθηκε και πήρε μερικές βαθιές ανάσες. Το στομάχι του ήταν σφιγμένο, οι παλάμες του κάθιδρες. Άραγε θα επαληθεύονταν με την ανακάλυψη κάποιου ακλόνητου τεκμηρίου, οι υπόνοιες που μέσα του είχαν μετατραπεί τις προηγούμενες μέρες σε ισχυρή πεποίθηση; Ολόκληρη την περασμένη βδομάδα σκεφτόταν τρόπους για να μπορέσει να εισχωρήσει στο άβατο του δασκάλου και να ψάξει για τα στοιχεία εκείνα που θα αναιρούσαν την επίσημη και γενικά αποδεκτή εκδοχή του θανάτου του. Σαν από μηχανής θεός, η γυναίκα του καθηγητή τον κάλεσε χθες το απόγευμα στο τηλέφωνο.
-Σε παρακαλώ Σάββα, θέλω να πας στο σπίτι και να μου φέρεις ορισμένα πράγματα που μου είναι απαραίτητα. Εγώ από τότε που εκείνος… Δεν αντέχω να είμαι στο χώρο που ζήσαμε μαζί τόσα χρόνια, καταλαβαίνεις. Αν σου είναι εύκολο, έλα από την αδερφή μου να σου δώσω το κλειδί, του είπε με φωνή ραγισμένη.
Αυτός έσπευσε στη διεύθυνση που του υπέδειξε χωρίς καμία αντίρρηση. Τρόμαξε να την αναγνωρίσει. Στις λίγες μέρες που είχαν μεσολαβήσει από την κηδεία, η μεσόκοπη γυναίκα είχε χάσει όλη την αλλοτινή της αίγλη. Έχωσε το κλειδί στην τσέπη του και την ατένισε στα μάτια σιωπηλός, σα να της έδινε κάποια υπόσχεση.
Για την αστυνομία δεν υπήρχε καν υπόθεση ∙ ήταν μια ξεκάθαρη περίπτωση αυτοκτονίας. Οι γείτονες είχαν καταθέσει πως είδαν τον καθηγητή να βγαίνει στο μπαλκόνι, να μετεωρίζεται για λίγο στα κάγκελα κι έπειτα να βουτάει αυτοβούλως στο κενό. Κανείς δεν αμφισβήτησε το γεγονός, ωστόσο ο Σάββας ήταν σχεδόν βέβαιος πως υπήρχε και κάτι άλλο πίσω από το προφανές. Τον ήξερε πολύ καλά το δάσκαλο, ποτέ δε θα έδινε τέτοιο τέλος στη λαμπρή του ύπαρξη. Όχι, κανένα λόγο δεν είχε να το κάνει. Ήταν υγιής, με τη σύζυγό του ήταν αγαπημένοι, είχε κερδίσει την καταξίωση που δικαιούταν, ήταν δημοφιλής στην ακαδημαϊκή κοινότητα, η συνέχεια του έργου του προμηνυόταν άκρως ενδιαφέρουσα.
-Πρέπει να ξεπεράσεις τις ανόητες εμμονές σου και να γυρίσεις στη μελέτη και στις εργασίες σου. Σύνελθε, έχεις γίνει ένας άλλος, είπε στο Σάββα η σύντροφός του η Ναταλία, καθώς εκείνος ντυνόταν για να έρθει εδώ απόψε.
-Δε θα αργήσω, αποκρίθηκε κάπως αφηρημένα, αποφεύγοντας το ανήσυχο βλέμμα της.
Έσπρωξε την πόρτα και μπήκε στο σκοτεινό και ευρύχωρο τριάρι. Κατόπιν άναψε το φως. Αυτοστιγμεί το μυαλό του πλημμύρησε με εικόνες ∙ η άυλη παρουσία του καθηγητή ήταν εκκωφαντική. Πήγε αμέσως στο γραφείο του και ξεκίνησε να ανοίγει ένα ένα τα συρτάρια. Αυτό το βαρύ, περίπλοκο έπιπλο, ήταν το ασκητήριο του δασκάλου. Τον φαντάστηκε τυλιγμένο μ’ ένα πέπλο ανωτερότητας να διαβάζει, να στοχάζεται, να γράφει τα εξαίρετα βιβλία του. Στο τελευταίο συρτάρι κάτω κάτω, τα δάχτυλά του ιχνηλάτησαν ένα σκληρόδετο τετράδιο. Το έβγαλε έξω και το άνοιξε. Το ημερολόγιό του! Η καρδιά του σκίρτησε. Ίσως εδώ να έβρισκε τις απαντήσεις που γύρευε. Το ξεφύλλισε βιαστικά και σταμάτησε στις πιο πρόσφατες ημερομηνίες. Τα γράμματα ήταν άτσαλα, οι προτάσεις πρόχειρες. Η αποσπασματικότητα των κειμένων πρόδιδε την ταραχή του συγγραφέα:
7 Ιανουαρίου
Το οικοδόμημα του έργου μου βασίζεται ολοκληρωτικά σε μια αυστηρά αποδεικτική μέθοδο. Θεώρησα a priori[1] πως τίποτα δεν είναι αληθές έξω από τη σχέση αίτιου και αιτιατού. Ένας βαθύς σκεπτικισμός με διαποτίζει. Καμία επιβράβευση στον έπαινο.
11 Ιανουαρίου
Αναγκαστικά καταλήγω στο σημείο που πρέπει να εισάγω στα πορίσματά μου μια πρωταρχική αιτία, ένα θεμέλιο που θα αποτελεί την ουσία όλων.
13 Ιανουαρίου
Όσο ψάχνω τη λύση, τόσο αυτή μοιάζει ανέφικτη. Το Πράγμα καθαυτό μου παρουσιάζεται ως μια απόκρυφη ποιότητα, ένα περιεχόμενο ανεξέλεγκτο που ξεγλιστράει διαρκώς από τη νόησή μου.
15 Ιανουαρίου
Τα πάντα τείνουν στο παράλογο. Το «Γιατί;» του κόσμου, τελικά είναι ένα «Γιατί Έτσι». Συντριπτική κατάρρευση.
18 Ιανουαρίου
Το τελευταίο μου καταφύγιο είναι η εντιμότητα.
Οι υπόλοιπες σελίδες ήταν λευκές. Στις 19 Ιανουαρίου ο δάσκαλος είχε πέσει από τον τρίτο όροφο της πολυκατοικίας και είχε πεθάνει ακαριαία με το πρόσωπο λιωμένο στην άσφαλτο. Ο Σάββας έβαλε ξανά στη θέση του το τετράδιο και σηκώθηκε. Μάζεψε μουδιασμένος τα πράγματα που του παράγγειλε η γυναίκα του καθηγητή και έφυγε.
Ενώ περπατούσε στο δρόμο ένιωθε ένα πελώριο μαύρο κύμα να έρχεται από μακριά για να τον σαρώσει. Αναλογίστηκε τη δομημένη πάνω σε ρητές επιδιώξεις ζωή του. Ξαφνικά αισθάνθηκε κουρασμένος και άνευρος. Τα επιτεύγματά του αναδύθηκαν στη συνείδησή του θολά, σαπισμένα, σαν παγερά απολιθώματα που δε χρησιμεύουν πουθενά. Οραματίστηκε το μάταιο είδωλο του εαυτού του στο μέλλον.
Αφού συναντήθηκε και πάλι με τη γυναίκα του καθηγητή, επέστρεψε στο σπίτι.
-Μα που είσαι επιτέλους; Τον ρώτησε η Ναταλία μόλις τον αντίκρισε. Άλλαξε και πάμε στο γραφείο να μου υπαγορεύσεις την εργασία σου. Άρχισα μόνη, αλλά δεν μπορώ να επιμεληθώ κιόλας, πρόσθεσε.
Εκείνος στεκόταν ασάλευτος.
-Πάμε μια βόλτα; Της πρότεινε ήρεμα.
-Δεν έχουμε περιθώριο για άλλη καθυστέρηση. Ήδη έχουμε μείνει πολύ πίσω.
-Πάμε μια βόλτα; Ξανάπε ο Σάββας ανέκφραστος.
Η Ναταλία τράβηξε την κουρτίνα και κοίταξε έξω.
-Έπιασε βροχή, μουρμούρισε.
-Τόσο το καλύτερο.
_
γράφει ο Βαγγέλης Κατσούπης
_____
[1] Η γνώση που εκλαμβάνεται ως προϋπόθεση, ως κάτι δεδομένο
0 Σχόλια