_
γράφει η Αγγελίνα Σοφιάδη
–
O Κωστής ένιωσε πολύ τυχερός όταν βρήκε τραπεζάκι στο καφέ. Τρία τραπέζια όλα κι όλα, στον πεζόδρομο, Σάββατο πρωί και η ανοιχτή αγορά του Πορτομπέλο είχε ήδη αρχίσει να αγκομαχά από τον κόσμο, κάτω από τον ανέλπιστο ήλιο του Λονδίνου.
Κοίταξε το ακριβό ρολόι του, άναψε τσιγάρο και χάζεψε γύρω του. Ένας μονόφθαλμος άστεγος, καθισμένος οκλαδόν στη γωνία παραδίπλα, έτρωγε λαίμαργα έναν λωτό, παρέα με δύο σκυλιά που τον κοιτούσαν καρτερικά στο στόμα. Ένας Τζαμαϊκανός γυάλιζε τρυφερά το σαξόφωνό του και ετοιμαζόταν για την παράσταση του.
Η αγορά απλωνόταν μπροστά του, φωνακλάδικη και ευωδιαστή, σχεδόν ανέγγιχτη από τον χωροχρόνο. Ρούχα εποχής, κοσμήματα, παλιά έπιπλα και διακοσμητικά, φαγητά από κάθε γωνιά του κόσμου σε καλούσαν σαν σειρήνες να ταξιδέψεις, εξερευνήσεις. Επιβάλλεται να εξερευνήσεις στην αγορά του Πορτομπέλο, όπως επιβάλλεται να φας. Ο Κουβανέζος που φτιάχνει το λαχταριστό χοιρινό με σάλτσα μοχίτο τακτοποιούσε τον πάγκο του ρυθμικά, σχεδόν χορεύοντας.
Το μετρό που θορυβωδώς ξεμύτισε απότομα πάνω από την αγορά τον επανέφερε στο τώρα.
Το αγαπούσε το Λονδίνο, με τα καλά και τα άσχημά του όμως είχε αποφασίσει να φύγει. Είχε περάσει σχεδόν εφτά χρόνια εκεί και άλλα πέντε στο Βερολίνο, όταν πρωτοέφυγε από την Αθήνα. Ένα Άμστερνταμ του έλειπε και οι Tρύπες της εφηβείας του θα έκλειναν.
Χαμογελώντας με τη βουβή ανάκληση του τραγουδιού έβγαλε να καθαρίσει τα στρογγυλά γυαλιά του. Ήπιε λίγο καφέ και άνοιξε το κινητό του να δει τον καιρό στην Αλεξάνδρεια. Εκεί θα πήγαινε για άλλα πέντε χρόνια με την εταιρεία. Καινούργιο πρότζεκτ, ανοιχτοχέρης ήλιος –επιτέλους!-, άλλος κόσμος, αφόρετη γνώση… Αν έπειθε και τον Οδυσσέα να έρθει μαζί του θα ήταν το ιδανικό ταξίδι. Όλα είναι καλύτερα μ’ έναν συνοδοιπόρο.
Μόλις έσβησε το τσιγάρο του κατέφθασε ο Οδυσσέας. Είχε ήδη πάρει καφέ από μέσα και έκατσε δίπλα του.
-Άργησες φίλε, και σου ‘χω νέα!
-Κάτσε να πιώ μια γουλιά, μωρέ.
-Άσε τον καφέ, πάμε για τσάγια μέντας και ιβίσκου!
-Τι λες Κωστή;
-Αίγυπτο! Άνοιξαν δύο θέσεις στην εταιρία και μας σκέφτηκα. Είναι συμβόλαιο για 5 χρόνια, καλά λεφτά, χαλαρή δουλειά, ζέστη, Τι λες, πάμε;
Ο Οδυσσέας είχε ήδη ανάψει τσιγάρο και τον κοίταξε αγριεμένα.
-Καλά, ξέχασες τι λέμε τόσο καιρό; Να γυρίσουμε Αθήνα, να φτιάξουμε μια εταιρία μαζί, να αποκτήσουμε μια γαμημένη κανονικότητα;
-Άσε να ριζώσουμε όταν γκριζάρουμε λίγο! Μετά, ξέρεις τι θέση χτυπάμε…
-Όχι, Κωστή! Φτάνει με τα ταξίδια, κουράστηκα να ζω εξ αποστάσεως. Γυρίζω πίσω. Ταξίδια μόνο αναψυχής, από εδώ και στο εξής.
0 Σχόλια