Μέσα σε μια θάλασσα εαυτών που πνίγονται και κράζουν για βοήθεια, μα δε παίρνουν,
όλοι μεταξύ τους μοιάζουνε, εμένανε θαυμάζουνε, γιατί μόνο εμένα βλέπουν.
Ποτέ τους δε βουλιάζουνε, και όλα όσα άλλαξα, ανθρωπόμορφες γίναν τύψεις.
Μία ο ένας μου μιλά, κι άλλοτε μία εικόνα από παλιά δαμάζουνε το νου μου.
Και μία ο πρώτος μου εαυτός, αδύναμος μα μοχθηρός, μου λέει δε θα τους λείψεις.
Μα θέλει να αιμορραγώ από τη λύπη και απ’ το βιός που κυνηγάει η ανάσα
Χαμογελάει ειρωνικά και με επιχειρήματα τρελά που με λογική στολίζω,
και μ' ωραίες λέξεις, πειστικές, ή περιστάσεις εορταστικές για μένα τα προορίζω.
Κουνώ για ναι την κεφαλή, τα δέχομαι ως αληθή και τα παραμερίζω.
Μου δίνω δίκιο, μα άδικο, και μένανε κατάδικο για πάντα φυλακίζω.
Η δε ποινή ατέλειωτη και λέω καλύτερη του θανάτου η καταδίκη,
''Μα εσύ δεν είσαι αυτόχειρας, ούτε να ζήσεις δεν τολμάς μα δέχεσαι τη φρίκη''.
Με ποιον μιλάω άραγε, ανάσα δεν ακούγεται, μήτε αντικρύζω μάτια.
Ούτε και φάσμα αισθάνομαι ή ύπαρξη αγγελική να περιτριγυρίζει.
Μουντό σκοτάδι στο κελί, κι η πόρτα πλατιά ανοιχτή, ένα λευκό φως προβάλλει.
Ακούω φωνές, "μην πας εκεί!"… μα στην πλάτη μου μια ώθηση-ίσα που με αγγίζει.
Και βρίσκομαι κάπου αλλού, χωρίς συνείδηση του πως και που και με φθαρμένα κάλλη.
Με το μυαλό μισότρελο μα μ' ένα στόχο απώτερο, ψάχνω του εγώ κομμάτια.
Βρίσκω τα περισσότερα, μα δύσκολη δουλειά να τα ξαναταιριάξεις..
Μου φαίνεται ευκολότερο και πάσαν πιθανότερο το χρόνο μην αδράξεις.
Έτσι, αιώνιος εμφύλιος και ο λίγος βίος αβίωτος, άμυνα και επίθεση.
Και στρατιώτης κι άμαχος, ο κόσμος απαράμιλλος μα ένοχη η συνείδηση.
_
γράφει η Δώρα Βαξεβανοπούλου
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
Μου δίνω δίκιο, μα άδικο, και μένανε κατάδικο για πάντα φυλακίζω….
τι δυνατά που τα είπατε και με τι ρυθμό….