Αδελφέ μου Θοδωράκη
Θα το άκουσες σίγουρα, μπορεί να μην το συζητούν οι ανώτεροι μπροστά σ’ εμάς τους φαντάρους αλλά είναι κοινό μυστικό και σίγουρο πως εφέτος θα κάνουμε Χριστούγεννα στη Χειμάρρα. Για του χρόνου βλέπουμε. Μπορεί και στο Μπάρι, στην Ιταλία απέναντι… Τέσσερις μέρες μείνανε και ήδη βρισκόμαστε για τα καλά στην περίμετρο της πόλης. Πιστεύω πως αύριο θα είμαστε μέσα. Αν όχι η μονάδα μου αλλά σίγουρα κάποια άλλη.
Εμείς βρισκόμαστε σε ένα χωριό που το λένε Σάσαι. Έχουμε βάλει σκοπιές ένα γύρω και ο Διοικητής έδωσε εντολή να σκορπίσουμε ανά ομάδες στα σπίτια, να βάλουμε ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι μας και να ζεστάνουμε το κοκαλάκι μας. Αν είμαστε τυχεροί και δεν έχουμε κανένα αναπάντεχο θα πάρουμε και κανέναν υπνάκο. Στο μεταξύ έχουν βάλει μπρος τα μαγειρεία της επιλαρχίας και μαγειρεύουν φασολάδα. Όπως είναι αμούσκευτα τα φασόλια, φοβάμαι πως θα αργήσουμε να φάμε.
Δεν βρήκαμε και τίποτα της προκοπής εδώ πέρα να κοροϊδέψουμε για λίγο την πείνα μας. Στο σπίτι που καταλύσαμε, τους βρήκαμε να ανακατεύουν – ένας γέρος, μια γριά και δυο μικρά – σ’ ένα τσουκάλι που κρεμότανε στο τζάκι, ένα πηχτό πράγμα, χυλός πρέπει να ήτανε. Μας κοιτάζανε και με μισό μάτι. Ξέχασα να σου πω, δεν έχει Έλληνες το χωριό…
Σου είπα για τα αμούσκευτα φασόλια, που θα τα θέλαμε μουσκεμένα, ενώ εγώ ακόμα, δεν έχω καλά – καλά στεγνώσει ούτε και συνέλθει από τη χθεσινή λαχτάρα. Ήτανε να περάσουμε ένα ποτάμι που κατέβαινε φουσκωμένο κι αγριωπό, φορτωμένο από τις τελευταίες βροχές. Γεφύρι πουθενά, το είχαν ανατινάξει στο φευγιό τους οι Ιταλοί και άλλος τρόπος δεν υπήρχε παρά να δοκιμάσουμε να το διασχίσουμε καβάλα στα άλογα, ο ένας μετά τον άλλον, εφ’ ενός ζυγού. Το πρόβλημα ήταν πως οι ιππείς είμαστε κάπου το ένα τρίτο του συνόλου της μονάδας και θα έπρεπε το κάθε άλογο να μεταφέρει, σε τρία περάσματα, τρεις από εμάς.
Μέχρι εδώ, θα πεις, όλα καλά και λογικά. Έλα μου, όμως, που σαν έφτασε η σειρά μου να μπω με το άλογο στο ποτάμι, αυτό να στριτζώνει και να μην θέλει να προχωρήσει… Το πίεσα, το σπιρούνισα, το έκανα τέλος – πάντων να ξεκινήσει, μα στη μέση του ποταμού, κάπου στραβοπάτησε, κάπου αγριεύτηκε, μου δίνει μια και με πετάει στο παγωμένο νερό! Για δευτερόλεπτα είδα το χάρο με τα μάτια μου, είπα μέσα μου «πάει θα πνιγώ», μα πάνω που πάλευα να μη με πάρει μαζί του το νερό ένιωσα την ουρά του αλόγου του μπροστινού μου, που είχε κοντοσταθει. Στην απελπισία μου άπλωσα και τα δυό μου χέρια και κρατήθηκα γερά απ’ την ουρά και με όση φωνή μου είχε απομείνει σαλάγιζα το άλογο «χάι – χάι».
Η Παναγιά με φύλαξε και ο Άι Γιώργης και σιγά – σιγά βγήκα στην απέναντι όχθη, μουσκεμένος ως το κόκκαλο και παγωμένος. Τρέξαν κοντά μου οι συνάδελφοι, ανάψανε μια γρήγορη φωτιά – μέχρι να περάσει το ποτάμι όλη η μονάδα – κοίταξαν να μου δώσουν, από το ρουχισμό τους, τίποτα στεγνό αλλά, αδελφέ, ακόμα νιώθω παγωμένος και έχω την αίσθηση πως αυτή η αναπάντεχη ψυχρολουσία θα σημαδέψει το κορμί μου δια βίου.
Εδώ πρέπει να σου πω πως το ρημάδι, το άλογο που με πέταξε στο νερό, το άλογό μου, που από την αρχή του πολέμου μαζί ταξιδεύαμε, μαζί πολεμούσαμε, το τάιζα, το πότιζα και το ξύστριζα, πέρασε τους δύο επόμενους μέσα απ’ το ποτάμι, χωρίς να βραχούν πάνω απ’ τις γκέτες τους!
Και για να το ελαφρύνω λιγάκι, αυτός ο άτιμος ο μάγειρας, κατάφερε και πέρασε όλο το φορτίο τα φασόλια απολύτως στεγνά κι εμείς περιμένουμε τώρα, με τ’ άντερά μας να γουργουρίζουν, πότε επιτέλους θα μαλακώσουν και θα βράσουν, να μπορέσουμε να γεμίσουμε τις καραβάνες μας. Να φάμε δυο κουταλιές, να ζεσταθούμε και να στανιάρουμε.
Είναι κι αυτά τα γερόντια, οι Αλβανοί, φτωχοί και ταλαίπωροι, και καίνε τρία ξυλαράκια όλα κι όλα στο τζάκι τους. Άντε μετά να καταφέρουμε να ζεσταθούμε τέσσερις αυτοί και ‘μεις άλλοι τέσσερις – εγώ ακόμα παγωμένος – απ’ αυτήν τη φωτίτσα.
Έτσι κι εγώ, μπας και ξεχαστώ και ζεστάνω το χέρι μου λιγάκι, έπιασα μολύβι και χαρτί, να σου γράψω αυτές τις λίγες γραμμές, ξέροντας πως δεν πρόκειται να σου στείλω το γράμμα. Τι να σου γράφω και να σε φορτώνω με τις έγνοιες μου, εκεί που έχεις εσύ τις δικιές σου. Άλλωστε, ούτε και στις αδερφές μας έχω γράψει ως τα τώρα. Τους το ξαστέρωσα φεύγοντας: «Κάντε κουράγιο και ανάφτε κανένα καντήλι για μας που πολεμάμε. Γράμμα δεν στέλνω. Ούτε να στείλετε, εξόν αν είναι για κακό. Και από λόγου μου, αν είναι για κακό, θα τα πάρετε τα χαμπέρια μου. Αλλιώς, κάμετε υπομονή, να τα πούμε από κοντά μόλις γυρίσω». Έτσι, αυτά που σου γράφω τώρα, θα στα διαβάσω, μαζί με όλα τ’ άλλα που σου ‘χω γράψει και θα σου γράψω στο μέλλον, όταν και αν με το καλό γυρίσουμε στο χωριό, εκεί που θα καθόμαστε στον πύργο, στο κατώι, πίνοντας κρασί απ’ το βαγένι. Από τα σταφύλια του αμπελιού του Άι Γιώργη, που προκάμαμε και πατήσαμε. Θα έχει γίνει ένα γιοματάρι μόλις το ανοίξουμε, δεν σου λέω τίποτα! Μετάληψη σχέτη!
Μα σαν ν’ ακούω τη σάλπιγγα να βαρεί συναγερμό! Δεν τα βλέπω καλά τα πράγματα για το στομάχι μας σήμερα, αδελφέ. Ξέρεις, η γνωστή διαδικασία, τουμπάρισμα τα καζάνια, μάζεμα τα αντίσκηνα, όποια έχουν στηθεί, σέλωμα τα άλογα και η επιλαρχία ξανά προς τη δόξα τραβά!
Αυτά τα τελευταία, που δεν τα πρόκαμα λόγω του συναγερμού, σου τα γράφω από έναν καφενέ της Χειμάρρας, κοντά στην εκκλησία των Αγίων Πάντων, σήμερα 22 Δεκεμβρίου, του σωτηρίου έτους 1940, πίνοντας τον καφέ μου, όπως τον έπινα στο Ηραίον, στο Άργος, γλυκύ βραστό και σε χοντρό φλιτζάνι.
Αδελφέ μου Θοδωράκη
Δεν σου γράφω να προσέχεις, μιας και αν το διαβάσεις το γράμμα μου, θα είναι σίγουρο πως ήσουν και προσεκτικός και τυχερός!
Τα λέμε στα πατρικά, όταν με το καλό ξανασμίξουμε!
Ο αδελφός σου Νίκος
Χειμάρρα
_
γράφει ο Γιώργος Ν. Μουσταΐρας
_____
Αναφορά μνήμης στον πατέρα μου Νικόλαο Γεωρ. Μουσταΐρα, ιππέα χειριστή οπλοπολυβόλου. Μέχρι τον θάνατό του (2008) υπέφερε από φοβερούς ρευματικούς πόνους, κατάλοιπο αυτής της άτυχης στιγμής στα παγωμένα νερά του ποταμού.
Γιώργος N. Μουσταΐρας
0 Σχόλια