Τι φοβεροί που είμαστε οι άνθρωποι και πόσο αδιάφορα
πίνουμε καφέ μέσα στην βόλεψη και στην δροσιά του αίματος…
Καλημέρα Θάνατε
καλή σου μέρα θεριστή!
Κοίταξα πόσο ωραία σβήνουν οι ψυχές…
Θα πρέπει να με ευχαριστείς,
πόσες πιρόγες διέσχισαν τον Αχέροντα
και πόσες ακόμη θα σου ‘ρθούν;
Είμαι και ‘γω μέσα σε αυτούς
κάθε μέρα ανεβοκατεβαίνω το ρέμα
σαν Ερμής ψυχοπομπός.
Καλημέρα Θάνατε!
Κράτησε μου μια σκοτεινή και παγερή γωνιά,
το οβολό για τον χάρο μου τον φύλαξα καλά…
Άνοιξα το παράθυρο πρωί, πρωί
τ’ αεροπλάνα, μυριάδες πίσω τους ψυχές πέταγαν
με παιχνίδια στολισμένες οι βάρκες έρμαιες
και τα κτίρια, σκόνη αυτό που τους αξίζει
είσαι ωραίος Θάνατε, θεριστή
το βλέπεις σ’ αγαπάω.
Έπρεπε να σου ‘γραφα καιρό τώρα
μα σαν μαθητούδι ντρεπόμουν
να μιλήσω στο ίνδαλμα μου
Το βράδυ, -μυστικό- σε φαντάζομαι,
έτσι έμαθα ξυπνάω κοιμάμαι με ‘σένα.
Είμαι από γενιά ανθρώπου
κι έχω μάθει να σε προσκυνώ.
Είμαι μυημένος μαζί σου έχουμε μεγαλώσει μαζί
από μικρός σε θυμάμαι έξω από το παραθύρι
φύση μου… Θάνατε σιαμαίε.
_
γράφει ο Τσαμπίκος Σπάθας
0 Σχόλια