Αθώα σαν όνειρο από άσπρο μετάξι
χαμόγελα στις κούτες που τα ’χουνε στοιβάξει
Μαριονέτα έγινες που την έχουνε ράψει
Πρέπει να υπακούς
Γονείς και πατριούς
Γύρεψες την τύχη σου σε έφηβο αγόρι
η πείνα σε θέρισε, ψιλό το πανωφόρι
Άδοξο τέλος σε άδοξο λαβ στόρι
Και σου ’μεινε αμανάτι
ο γιος σ’ ένα κρεβάτι
Μα ανέβηκες πάλι σκαλιά της εκκλησίας
όρκους πήρες ανένδοτους υψίστης σημασίας
θύματα πέσατε της μοίρας της γελοίας
Κι η κόρη σας, τι φρίκη!
Πρώτο θέμα στη δίκη
Η μάνα σου σε πούλησε λες κι ήσουνα θρεφτάρι
Πλούσιος ο αγοραστής που θέλει να σε πάρει
Τα ρούχα που σου αγόρασε τα έδειχνες με χάρη
Ύστερα μοιρολογούσαν
Χήρα σε αποκαλούσαν
Άτυχη επιλογή, της μοναξιάς επόμενο
Άνδρα άνανδρο να βρεις με άδειο περιεχόμενο
Μέλλον άδικο, ξερό, συμβιβαζόμενο
Πόσο ν’ αντέξεις
Δυσοίωνες προβλέψεις
Την πραγματικότητα πως ν’ αντιμετώπιζες
Μ’ ένα ποτήρι από ρακή την γκρέμιζες, τη φόβιζες
Την σκλάβα σου απ’ τα δεσμά για λίγο απεγκλώβιζες
Δήμητρα του Διονύσου
Για πες, λογοδοτήσου
Μια ζωή βαρέθηκες τα ίδια και τα ίδια
άλλαζες το νυφικό, κράταγες την κορνίζα
Φώτα στο ναό σου και μια φτωχή μαρκίζα
“Σήμερα κερνάω
Το Χάρο συναντάω”
Δεν μ’ ένοιαζε ώσπου είδα το μαύρο φέρετρό σου
και έψαξα τετράδια που έγραφες το βιος σου
μα τα ’καψαν λιβάνι, ληστές των λέξεών σου
Μάνα απροσάρμοστη
Καλή μας αντάμωση
–
γράφει η Δώρα Βαξεβανοπούλου
0 Σχόλια