Ο ήχος των τακουνιών της ακούστηκε στο διάδρομο, έπειτα τα κλειδιά στην πόρτα. «Πρέπει να ανοίξω, έλα Σωκράτη, βαθιά ανάσα! Σκέψου τον ευγενή σκοπό σου και θα τα καταφέρεις», έλεγα στον εαυτό μου ξανά και ξανά.
«Σωκράτη, είσαι μέσα; Τι γίνεται; Δεν μπορώ να ανοίξω», μου φώναξε.
«Α, συγγνώμη Τζίνα, ξέχασα τα κλειδιά από πίσω. Έλα, πέρνα. Ξέρω ότι πρέπει να ετοιμαστείς και να ξαναφύγεις αλλά μιας κι είναι η τελευταία μας νύχτα, τι θα έλεγες να πιούμε ένα κρασί και να τα πούμε λίγο;»
«Θα έλεγα ευχαρίστως! Μ’ έχουν πεθάνει τα πόδια μου, όλη μέρα στο τρέξιμο. Δεν έχεις ιδέα πόσο ανάγκη έχω ένα κρασί. Νόμιζα όμως, πως εσύ δεν πίνεις.»
«Μόνο σε ειδικές περιπτώσεις και σήμερα είναι μια από αυτές. Είναι παραμονή Πρωτοχρονιάς, είμαστε κι οι δύο μακριά από τους δικούς μας και είναι μια καλή ευκαιρία να γιορτάσουμε την αναπάντεχη φιλία και τον αποχωρισμό μας. Κάθισε και φέρνω το κρασί.»
«Είναι περίεργο, αλλά σχεδόν άρχισα να σε συνηθίζω ως συγκάτοικο», μου είπε και χύθηκε στην πολυθρόνα.
Όλα πηγαίνουν όπως τα σκέφτηκα, όμως από το άγχος έχει ξεραθεί ο λαιμός μου και η καρδιά μου είναι έτοιμη να εκραγεί. Το ποντικοφάρμακο είναι στο δεξί ποτήρι, θα το αφήσω μπροστά της, θα το πιει και τέλος. Μήπως η μουσική δεν είναι αρκετά δυνατή; Οι γείτονες λείπουν, δε θα την ακούσει κανείς. Βαθιά ανάσα!
«Θέλω να κάνω μια πρόποση Τζίνα…»
Η Τζίνα τώρα έμοιαζε κάπως χλωμή, με διέκοψε με τον βήχα της και με παρακάλεσε να της φέρω λίγο νερό. Έτρεξα στην κουζίνα να το φέρω και συνέχισα υψώνοντας το ποτήρι μου.
«Χαίρομαι τόσο που σε γνώρισα, δε θα ξεχάσω ποτέ αυτή την εβδομάδα. Είσαι ένα υπέροχο πλάσμα και δε σου αξίζει αυτό που κάνεις στον εαυτό σου, να θυμάσαι μόνο πως όταν οι ίδιοι δεν μπορούμε να αλλάξουμε τη μοίρα μας, μπορεί να βρεθεί κάποιος άλλος να το κάνει για εμάς.»
Σήκωσε το ποτήρι της κι αυτή και ήπιαμε. Έπειτα με κοίταξε στα μάτια γαλήνια και μου έπιασε το χέρι.
_
γράφει η Κωνσταντίνα Γερονικάκη
0 Σχόλια