Μένω εντός του ίδιου χάρτινου μικρού μας δωματίου. Ακινησία και σκοτάδι. Νομίζω πως θα μείνω εδώ για πάντα. Δεν θα βρεθεί πια λόγος για να βγω απ’ το κουτί μας, αυτό που κάποτε αποτελούσε το καταφύγιό μας, το κρεβάτι μας.
Ξαπλώναμε μαζί. Μπερδεύονταν οι άκρες μας σε μια μεγάλη αγκαλιά κάθε φορά, στο τέλος κάθε μέρας που νωρίτερα βολτάραμε με τόση περηφάνια που άγγιζε την έπαρση. Ήμασταν, βλέπεις, το τέλειο ζευγάρι! Μα χάθηκες. Ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω. Αρνούμαι και να το ψελλίσω. Χάθηκες… Δεν βρίσκεσαι πια εδώ. Πού νάσαι;
Τις πρώτες μέρες είχα μία σιγουριά πως δεν ισχύει. Παρεξήγηση. Κάπου εδώ θα βρίσκεσαι. Ούτε κι εσύ μπορείς μακριά μου, άλλωστε, γιατί ΕΙΜΑΣΤΕ το τέλειο ζευγάρι! Δεν μπορεί να χάθηκες… Ξέρω πως κι εκείνη έτσι πίστευε. Έψαξε παντού για σένα. Και στις πιο απίθανες γωνιές. Στο τέλος όμως, το πήρε απόφαση. Κάπου χάθηκες. Κάπου αλλού…
Την άκουσα να το λέει και στο τηλέφωνο, σε φίλη. Κι ήταν η πρώτη στιγμή που συνειδητοποίησα το αμετάκλητο της απώλειάς σου. Κι ένιωσα πράγματι πως από δω και μπρος, δεν θα ‘μαι τίποτ’ άλλο, παρά κάτι άχρηστο. Άχρηστο αντικείμενο. Κάτι σαν κρύο, παγωμένο μέταλλο…
Την άκουσα να το επαναλαμβάνει στο τηλέφωνο: «Σημαδιακό», είπε μάλιστα πως ήταν. Κανονισμένο έτσι, απ’ την μοίρα. Αφού κι εκείνος, λέει, δεν μένει πια εδώ. Αφού χωρίσανε. Κι αφού αυτός ακύρωσε, λέει, οριστικά ό,τι υπήρξε μεταξύ τους με τη στάση του, δεν έπρεπε να μείνει, λέει , τίποτα που να τον θυμίζει. Ναι, ναι, σημαδιακό, λέει, το ότι χάθηκες. Κάτι σαν επίλογος, λέει, στο τέλος μιας σχέσης. Σαν το THE END στις κινηματογραφικές ταινίες, λέει.
Κι έλεγε κι άλλα περίεργα. Για καινούριες σελίδες στη ζωή της, κάτι για ξεχασμένα πράγματα δικά του που τα πέταξε, για κάποια ακόμα άλλα δώρα του που δεν έχουν πια γι’ αυτήν αξία, για ίχνη δικά του που έπρεπε να σβηστούν οριστικά.
Κι εγώ; Κανείς δεν νοιάζεται τι θα απογίνω εγώ. Δεν θα αξίζω πια χωρίς εσένα, μοναδικό μου ταίρι. Είναι ήδη σαν να μην υπάρχω… Αχρησία. Αχρηστία. Αυτές είναι οι λέξεις που θα με στοιχειώσουν τώρα πια. Νομίζω πως θα μείνω για πάντα στο σκοτεινό, μικρό μας, χάρτινο δωμάτιο. Άλλοτε ήταν το ησυχαστήριό μας. Τώρα ο τάφος μου. Εντός του τάφου. Εκτός κυκλοφορίας.
Το μέγεθός μου, βλέπεις, είναι τόσο δα μικρό, που δεν μου επιτρέπει την αυθυπαρξία με μοναχικές εμφανίσεις, ως single. Μόνο ως ταίρι σου μπορώ να υπάρχω. Σ’ έχω ανάγκη, σε χρειάζομαι. Κι εσύ δεν μένεις πια εδώ. Δεν είμαστε πια ζευγάρι…
Και δεν σου είπα και το χειρότερο απ’ όλα, ταίρι μου: Εκείνη πήγε χθες κι αγόρασε δώρο στον εαυτό της, ένα ζευγάρι καινούρια ασημένια σκουλαρίκια, παρόμοια μ’ εμάς. Το δικό τους το δωμάτιο-κουτί είναι θαλασσί. Το τοποθέτησε σε περίοπτη θέση, μπροστά-μπροστά, όπως ανοίγει το συρτάρι. Κι έσπρωξε εμένα πίσω-πίσω, μέσα στο σκοτεινό του βάθος, απ’ όπου φοβάμαι πως δεν θα ξαναβγώ ποτέ…
–
γράφει η Κατερίνα Επιτροπάκη
Υπέροχος ο μονόλογός σας Κατερίνα…μπράβο σας!!!