Γεννήθηκα, μεγάλωσα και γέρασα με ανθρώπους που το πρώτο μέλημά τους ήταν η αξιοπρέπεια. Τα γονικά μου ποτέ δεν μοιράζονταν τις όποιες αναποδιές στη ζωή τους, αντίθετα, έδιναν πάντα την εικόνα εκείνων που δεν έχουν αντιμετωπίσει κανένα πρόβλημα.
«Κάλλιο να σε ζηλεύουνε» μου έλεγε ο πατέρας μου, «παρά να σε λυπούνται».
Κοριτσάκι ήταν η μητέρα μου όταν παντρεύτηκαν με τον πατέρα κι εκείνος διαμόρφωσε, κατά κάποιο τρόπο, τον χαρακτήρα της. Δύναμη στη σχέση τους, μα και στην οικογένεια. Πολλοί την θεωρούσαν άβουλη, μα εκείνη ήταν που στήριξε τον καλό της, σε όποια απόφαση έπαιρνε εκείνος, ειδικά επαγγελματική.
Τα χρόνια πέρασαν, πήγα σχολείο κι εκεί γνώρισα τη Δασκάλα μου. Αξιοπρεπής σε σημείο παρεξήγησης. Άνθρωπος ιδιαίτερα μορφωμένος, όχι τόσο πανεπιστημιακά, όσο κοινωνικά κι γλωσσικά. Άπλωνε τις λέξεις στο χαρτί -η ψυχοθεραπεία της, όπως έλεγε αργότερα- και σκάρωνε ιστορίες.
«Αυτό με βοηθά να ταξιδεύω και να μη σκέφτομαι όσα με πονούν.»
Κι ήταν πολλά αυτά που την πονούσαν. Κατέληξε ολομόναχη, μετά από μια μεγάλη οικογένεια και μεγαλωμένη, όπως οι περισσότεροι Μικρασιάτες που ήρθαν στην Ελλάδα από τις χαμένες πατρίδες, με πολλή αγάπη και τέλος με ανέχεια. Ποτέ δεν μιλούσε για κείνα τα χρόνια· ήταν μεγάλο κοριτσάκι, γύρω στα 8 όταν άρχισε να αποχωρίζεται έναν-έναν τους δικούς της. Δεν ήθελε να τα κουβεντιάζει, δεν ήθελε να τα θυμάται, δεν ήθελε να προκαλεί τον οίκτο· την πονούσαν πολύ. Έτσι έμεινε με την μικρότερη αδελφή της, στην οποία στάθηκε μάνα, πατέρας και αδελφή.
Τελείωσε το σχολείο, σπούδασε, έμαθε και ραπτική, της άρεσε, και τότε ανακάλυψε πόσο της άρεσε και η ζωγραφική· είχε καλλιτεχνική φλέβα. Κι όταν βρήκε τα λυτρωτικά βήματά της στη γραφή ήταν, ίσως, η χειρότερη περίοδος της ζωής της. Είχε καλοπαντρέψει και τη μικρή -τραπεζικός υπάλληλος τότε, μεγάλο και σίγουρο εισόδημα- και παντρεύτηκε κι εκείνη. Καλός, ευγενικός ο αγαπημένος της, μα λίγο επιπόλαιος. Άριστος μηχανικός, αλλά και άριστος εραστής του τζόγου. Απέκτησαν και μία κόρη, κι επειδή πότε έφερνε με το τσουβάλι τα λεφτά στο σπίτι κι άλλοτε έλειπε για μέρες -αναλάμβανε την κατασκευή γεφυρών- κατάλαβε πως έπρεπε να δουλέψει κι εκείνη, να εξασφαλίσει τα προς το ζην, τόσο για κείνη, μα περισσότερο για το παιδί. Έτσι έγινε δασκάλα οικοκυρικών στα εξατάξια τότε γυμνάσια. Μάθαινε στα παιδιά καλλιγραφία με μελάνι και κονδυλοφόρο, κατασκευές με χαρτιά και χαρτόνια, στα κορίτσια κέντημα και όσα παιδιά έδειχναν να τους αρέσει η ζωγραφική, τα βοηθούσε.
Το παιδί, σαν μεγάλωσε λιγάκι, το έστειλε στην αδελφή της που δεν είχε αποκτήσει δικά της παιδιά και λάτρευε την μοναδική ανιψιά της, επιπλέον ζούσε και στην Αθήνα. Ήταν ο μοναδικός τρόπος για να μη βιώνει η μικρή την άσχημη συμπεριφορά του πατέρα προς τη μάνα και να μπορέσει ν’ αποκτήσει περισσότερα εφόδια για τη ζωή της.
«Πες μου πού έχεις κρυμμένα τα λεφτά σου;» της φώναζε αγριεμένος, όποτε θυμόταν πως υπήρχε.
Σπάνια ζούσαν μαζί και καθόλου, σχεδόν, από τότε που το παιδί πήγε στην Αθήνα. Ερχόταν πάντοτε σαν έχανε τα πάντα στον τζόγο κι ήξερε πως μπορούσε να βασιστεί σε κείνη.
«Τι παλιόχαρτα κρύβεις κάτω από το στρώμα σου;» της πέταξε και της σκόρπισε στο δωμάτιο που έμενε όλα της τα χειρόγραφα από το πρώτο της βιβλίο. «Τα λεφτά κρύβουν στο στρώμα, όχι τα κουρελόχαρτα…»
«Μα δεν έχω λεφτά. Σου το είπα. Τα έστειλα στο παιδί…»
«Δε σε πιστεύω. Τα κρύβεις για να μην τα βρίσκω. Και τι θαρρείς; Πως μ’ αυτόν τον τρόπο θα κόψω τον τζόγο;»
Την τραβούσε από δω, την τραβούσε από κει, της άφηνε ένα δωμάτιο σαν να είχε περάσει δυνατός ανεμοστρόβιλος, χτυπούσε πίσω του την πόρτα κι εξαφανιζόταν.
Κανείς, κανείς ποτέ δεν έμαθε τι περνούσε αυτή η γυναίκα, που μετά από λίγα λεπτά έβγαινε από το δωμάτιό της μ’ ένα πλατύ χαμόγελο, όμως, εκείνο το βλέμμα της έκρυβε μια θλίψη…
Δεν ξέρω αν υπήρξαν άλλα παιδιά του τότε, να έζησαν έστω και μία φορά τούτες τις ώρες της. Για κακή ή καλή μου τύχη, έτυχε να τις ζήσω, χωρίς να με αντιληφθεί κανείς, μήτε εκείνη. Και δεν έγινε από περιέργεια, μα τα μεσημέρια, μετά από δική της “απαίτηση”, συνήθιζα να περνάω από το δωμάτιό της, αραιά και πού. Πάντα είχε έτοιμο ένα πιατάκι, πότε με μπισκότα και άλλοτε με φρούτα κομμένα και σερβιρισμένα και τρώγαμε παρέα.
Αυτό το “μυστικό” το φύλαγα για χρόνια και της το μαρτύρησα όταν είχε πάει πια στο γηροκομείο. Ήταν μια απόφαση δική της που ξεκίνησε σαν σκέψη, την συζητήσαμε και με έπεισε πως ήταν η μοναδική της λύση. Η μοναξιά και ο φόβος της για τα επόμενα χρόνια που έρχονταν, όσα θα ήταν αυτά. Δεν ήθελε να γίνεται και βάρος σε κανένα. Η κόρη της είχε παντρευτεί, είχε κάνει οικογένεια και για αρκετά χρόνια ζούσαν εκτός Ελλάδας.
«Θα πεθάνω, παιδάκι μου, και θα το καταλάβουν από τη μυρωδιά…» ήταν η απάντησή της στις αντιρρήσεις μου. «Αυτό θέλεις να είναι το τέλος μου;»
Και πήγε. Και έβαλε και τους όρους της: θα έμενε και θα την σέρβιραν στο δωμάτιο, καθώς δεν καλοέβλεπε και δεν ήθελε πολλές επαφές με τους υπόλοιπους “γερόντους”. Από τις λίγες φορές που βρέθηκε στην τραπεζαρία, ένιωσε άβολα, καθώς δεν βρήκε κανένα να μπορεί ν’ ανταλλάξει κάποια κουβέντα. Ελάχιστους ήθελε να βλέπει. Εκτός από την αδελφή της, την οποία επισκεπτόταν η ίδια στο σπίτι της, και τα παιδιά της, είχα την τιμή να βρίσκομαι ανάμεσα στους “εκλεκτούς” της. Ένιωθε σιγουριά μαζί μου, όπως μου έλεγε.
«Θέλω να μου κάνεις μία χάρη…» μου είπε μετά από καιρό, μια μέρα που την επισκέφτηκα στο τόσο φιλόξενο και λιτό δωμάτιό της στο γηροκομείο.
«Αν μπορώ, ευχαρίστως και το ξέρετε» της απάντησα.
«Μπορείς, αρκεί να το θέλεις» και με κοίταξε επίμονα κατάματα.
«Σας ακούω.»
«Λοιπόν, όπως ξέρεις, έχω γνωριστεί με τον φαρμακοποιό εδώ της γειτονιάς και με εξυπηρετεί. Σκέφτηκα να πάρω μια ένεση, την οποία και θα ανανεώνω όποτε λήγει.»
Την κοίταζα χωρίς να καταλαβαίνω τι ήθελε να μου πει, τι εννοούσε, τι ένεση ήταν αυτή τέλος πάντων.
«Επειδή τα χρόνια περνούν κι εγώ γερνάω και μάλιστα επί τροχάδην, θέλω -και σου το ζητώ σαν χάρη, αφού λες πως μ’ αγαπάς- θέλω, λοιπόν, όταν θα δεις να εξευτελίζομαι, να μου κάνεις αυτή την ένεση. Εγώ θα κοιμηθώ και δεν θα ξαναξυπνήσω.»
Δεν πρόλαβε ν’ αποσώσει την τελευταία της πρόταση, που τινάχτηκα από την καρέκλα και την κοίταζα με τρόμο.
«Ναι, ξέρω, σε καταλαβαίνω. Σου το είπα λίγο άγαρμπα, ε; Μα δε λέγεται και διαφορετικά. Είσαι ο μόνος δικός μου άνθρωπος.»
«Μα τι λέτε; Είναι τα παιδιά σας, η αδελφή σας. Είναι η κόρη σας κι η οικογένειά της…» ψέλλιζα.
«Είναι όλοι αυτοί, μα εσύ είσαι ο μόνος άνθρωπος που εμπιστεύομαι τόσο πολύ. Δεν θα το ξέρει κανείς. Θα είναι το μυστικό μας.»
«Όχι, όχι. Δεν μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο. Αυτό λέγεται φόνος.»
«Όχι, παιδί μου. Ευθανασία λέγεται. Να ξέρουμε και τι λέμε και να χρησιμοποιούμε τις σωστές λέξεις.»
Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε, προσπαθώντας να με πείσει.
«Σκέψου να πέσω και να μείνω ακίνητη σ’ ένα κρεβάτι, να εξαρτώμαι από άλλους, να μην μπορώ να αυτοεξυπηρετηθώ, με όλα τα συνεπακόλουθα… Πόσοι είναι εδώ μέσα, που τους έχουν εγκαταλείψει οι δικοί τους, επειδή είχαν γίνει βάρος; Ξεχνάς το λόγο που ήρθα εδώ; Αυτό δεν ήταν που ήθελα ν’ αποφύγω;»
Δεν μπορούσα να το συζητήσω άλλο. Της ζήτησα συγγνώμη, μάζεψα τα πράγματά μου, φόρεσα το παλτό μου -ήταν χειμώνας- κι ετοιμάστηκα να φύγω. Με αγκάλιασε, με φίλησε -κάτι που έκανε πολύ σπάνια· εγώ την αγκάλιαζα και τη φιλούσα πάντα- και μου ψιθύρισε στο αφτί:
«Δε θέλω να μου απαντήσεις τώρα. Σκέψου το και θα δεις πως έχω δίκιο…»
Τα χρόνια πέρασαν. Το συζητήσαμε άλλες δυο φορές, νομίζω, χωρίς αποτέλεσμα. Αρνιόμουν πεισματικά να δεχθώ τέτοιο βάρος, τέτοια ευθύνη.
Σ’ αυτόν τον άνθρωπο οφείλω αυτό που κάνω τώρα: να γράφω, να καταγράφω στιγμές και συναισθήματα, ζωές και ιστορίες, εικόνες και μυρωδιές. Δεν ξέρω πόσο κι αν τα καταφέρνω, όμως έχω κρατήσει, με θρησκευτική ευλάβεια θα έλεγα, μία κουβέντα της, από τις τόσες πολλές:
«Όταν γράφεις με την ψυχή και όχι με το μυαλό και το χέρι, είναι βέβαιο πως το αποτέλεσμα θα είναι καλό.»
Έτσι έγραφε κι εκείνη. Έτσι εκδόθηκαν 7 βιβλία της και τα τρία από αυτά βραβεύτηκαν.
«Και προσπάθησε να μη γράφεις ποτέ ασχήμιες. Ν’ αποφεύγεις να θίγεις ανθρώπους, ακόμα και αυτούς που σε διαβάζουν. Δε χρειάζεται να ονοματίζεις, μήτε να φωτογραφίζεις την αρνητική τους πλευρά. Αυτό μπορεί να βγει από τα συμφραζόμενα από τον αναγνώστη, όχι από σένα. Και ποτέ μην ξεχνάς αυτό που λέει ο λαός μας: ό,τι γράφει, δεν ξεγράφει.»
Συμβουλές, συμβουλές που τις άκουγα με δίψα. Είχε έναν μοναδικό τρόπο να επιβάλλεται, χωρίς να θίγει την ατομικότητα και την προσωπικότητά σου.
Όταν άρχισα κι εγώ “να μουντζουρώνω” χαρτιά -δική της έκφραση τόσο για τη γραφή, όσο και για τη ζωγραφική της- ήταν πλάι μου. Εκείνη με παρότρυνε, με διόρθωνε. Πόσες φορές μου αφαιρούσε ολόκληρες σελίδες ως «απαράδεκτες» και παραγράφους, πάντοτε, όμως, αιτιολογώντας με αδιάσειστα επιχειρήματα. Και σαν εκδόθηκε το πρώτο μου βιβλίο, ήταν τόσο περήφανη! Και πάλι, όμως, βρήκε λάθη.
«Βιάστηκες. Έτσι κάνεις πάντα. Βιάζεσαι. Αυτό πώς μας ξέφυγε; Σου το είχα διορθώσει κι εσύ έκανες το δικό σου…»
Κι όταν της πήγα τα διορθωμένα χειρόγραφα, μου ζήτησε συγγνώμη, γιατί «εγώ έπρεπε να το είχα προσέξει, πώς σε άφησα να εκτεθείς έτσι…»
Και σαν καταλάγιασε όλος ο ενθουσιασμός της έκδοσης του πρώτου μου πονήματος, όπως μου έλεγε, έπιασε ένα από τα βραβευμένα της βιβλία να το διορθώσει, να μουντζουρώνει, να αφαιρεί και να προσθέτει.
«Θα μπορέσεις να μου τα αντιγράψεις, να τα τυπώσεις και να μου τα φέρεις;» με ρώτησε όταν άρχισε πάλι, ύστερα από αρκετά χρόνια, ν’ ασχολείται με το γράψιμο.
«Εννοείται πως ναι.»
«Ξέρεις γιατί το λέμε “πόνημα”; Από τον πόνο της γέννας. Όταν γράφεις, μοιάζει με γέννα. Όσο μουντζουρώνεις, σβήνεις και ξαναγράφεις, είναι η περίοδος της εγκυμοσύνης και σαν τελειώσεις, που ποτέ δεν τελειώνεις, είναι η γέννα. Τελειώνει ποτέ ο γονιός με τα παιδιά του; Αυτό είναι και τα βιβλία για κάποιον που γράφει…»
Όλο αυτό της έδινε ζωή. Με τον καιρό, όμως, τα χεράκια της, αυτά τα τόσο λεπτεπίλεπτα κι ευγενικά χέρια που έμοιαζαν με μίσχους κρίνου, άρχισαν να την εγκαταλείπουν. Αδυνατούσε να κρατήσει για πολλή ώρα το στυλό. Σιγά-σιγά άρχισε να φθίνει και η όρασή της.
«Τι τα θέλω τώρα αυτά, εγώ το γριαδί;» έλεγε και ξανάλεγε.
Η επικοινωνία μας ήταν καθημερινή. Μιλούσαμε στο τηλέφωνο δυο φορές την ημέρα κι εκείνη αποφάσιζε πότε θα πάω στο γηροκομείο. Και ο λόγος; Μην τυχόν και πάω και δεν έχει κάνει το κουμάντο της, να με φιλέψει με δεκάδες καλούδια. Έπρεπε κάθε φορά να μου έχει ετοιμάσει ένα δεματάκι για να πάρω μαζί μου. Σοκολατάκια, μπισκότα, χυμούς, ακόμα και ό,τι δεν έτρωγε από το φαγητό που της έφερναν, σε ειδικό σακουλάκι για το σκύλο μου.
Ένα απόγεμα έχουμε τηλεφωνηθεί, έχουμε πει και την καληνύχτα μας, όταν, μετά από μισή ώρα, μαθαίνω πως πέθανε η αδελφή της. Δεν ξέρω αν την έχουν ενημερώσει και δεν τολμώ να πάρω πάλι τηλέφωνο. Δεν έβρισκα κάποια καλή δικαιολογία. Γνώριζα, όμως, πως τον πρώτο άνθρωπο που θα ενημέρωνε για κάτι τόσο σοβαρό, ήμουν εγώ.
Περίμενα όλη νύχτα, χωρίς αποτέλεσμα. Την άλλη μέρα, την καθορισμένη μας ώρα, σχημάτισα τον αριθμό του τηλεφώνου της. Από την πρώτη της ανάσα κατάλαβα πως το είχε μάθει. Χωρίς δεύτερη σκέψη βρέθηκα κοντά της. Ήταν απαρηγόρητη και συνάμα συγχυσμένη. Υπέθεσα πως θα ήταν παροδικό. Ήξερα την λατρεία που είχε για το «μικράκι» της, όπως την έλεγε χρόνια τώρα κι ας πλησίαζε η καθεμιά τους τον αιώνα, όπως αυτοσαρκαζόταν.
Δυστυχώς, είχα κάνει λάθος. Μέρα τη μέρα, βδομάδα τη βδομάδα, μήνα το μήνα, αυτός ο τόσο αξιοπρεπής, λογικός, ευγενικός και δοτικός άνθρωπος, άρχισε να χάνεται σε περίεργους διαδρόμους του μυαλού της. Στην αρχή αρνιόταν να δεχτεί την πραγματικότητα. Κάθε φορά μου έλεγε πως έμενε σε διπλανό δωμάτιο η αδελφή της και πως την έκρυβαν. Η κατάστασή της χειροτέρευε. Μάλωνε με όλους και για όλα. Το έβλεπα και δεν μπορούσα να κάνω κάτι και δεν είχα κανένα δικαίωμα να πάρω πρωτοβουλίες και αποφάσεις.
Με την κόρη της και την οικογένειά της δεν είχα και πολλές σχέσεις. Δεν μπορώ να πω πως δεν της παρείχαν τα καλύτερα. Αν το πω ή το υπαινιχτώ, θα είναι ψέμα. Μόνο που εκείνη -όλα αυτά τα χρόνια που την έζησα, τη γνώρισα, την αγάπησα όπως ένα παιδί τη μάνα του- δεν την ενδιέφερε ποτέ η ύλη. Εκείνη ήθελε την προσωπική επαφή, την καλή κουβέντα, την αγάπη και τη θαλπωρή.
Τον τελευταίο χρόνο είχε καταλήξει σε αναπηρικό καρότσι -είχε πέσει τρεις φορές, χειρουργήθηκε, νοσηλεύτηκε και ξαναγύρισε στο γηροκομείο- με το μυαλό πότε να έρχεται κι άλλοτε να χάνεται στον δικό της λαβύρινθο. Και δεν χρειαζόμουν πλέον την συγκατάθεσή της να πάω κοντά της. Μέρα παρά μέρα, σχεδόν, ήμουν εκεί. Να της κρατώ το χέρι, να της μιλάω, να την χαϊδεύω και να την καμαρώνω, σαν να είναι τώρα πια το δικό μου μωρό.
Στην αρχή, σαν έμπαινα στο δωμάτιο, στύλωνε το βλέμμα της πάνω μου. με καλημέριζε και μετά από λίγο με ρωτούσε αν με είδα. Στις αρχές της απαντούσα πως είμαι εγώ, μα με τον καιρό της έλεγα πως με είδα στις σκάλες. Έκλεινε τα μάτια της για λίγο και σαν τα άνοιγε πάλι,
«Ήρθες, παιδί μου; Και σε περίμενα…»
Μου έλεγε σκόρπιες κουβέντες κι ύστερα πάλι πίσω, στον δικό της κόσμο.
Ποτέ δεν κατάλαβα αν με το “παιδί μου” εννοούσε εμένα ή την κόρη της, αλλά και δεν με ένοιαζε διόλου.
«Ξέρετε πώς καταλαβαίνω όταν αργείτε να έρθετε;» μου είπε μια μέρα η φυσικοθεραπεύτρια του γηροκομείου, η οποία καθημερινά τη σήκωνε για να κάνει κάποια βήματα. «Από τον τρόπο που αντιδρά στο σήκωμα. Όσες φορές έχει τύχει να είστε εδώ, φέρνει καμία αντίρρηση;»
«Όχι.»
«Όταν έχει να σας δει πάνω από δύο μέρες, αρνείται πεισματικά, όχι μόνο να περπατήσει, μα μήτε να σηκωθεί από το καρότσι. Παρόλο που είναι τόσο αδύνατη, δύο άτομα αδυνατούμε να την σηκώσουμε. Δεν συναντιόμαστε, άλλωστε, κάθε φορά που έρχεστε. Όταν, λοιπόν, έχετε προηγηθεί, σηκώνεται σαν φτερό στον άνεμο. Δεν ξέρετε πόσο καλό της κάνετε…»
«Ναι, αλλά δεν με γνωρίζει πάντοτε. Κάποιες στιγμές μόνο κι αυτό δεν είναι βέβαιο.»
«Το μυαλό της μπορεί να έχει κλειδώσει, η ψυχή της, όμως, όχι.»
Δευτέρα, 10 η ώρα το πρωί, στο Κοιμητήριο. Λίγος κόσμος. Πού είναι όλα αυτά τα παιδιά που μεγάλωσε; Πού είναι όλες και όλοι αυτοί που μορφώθηκαν ουσιαστικά από τούτο τον Άνθρωπο;
«Έμαθα πως πήγαινες τακτικά στη μητέρα μου…» μου είπε η κόρη της σαν την αγκάλιασα.
«Πράγματι.» της απάντησα με συγκίνηση.
«Κι αφού δεν σε γνώριζε. Εγώ γι’ αυτό δεν πήγαινα τον τελευταίο χρόνο…»
Και ήταν αλήθεια. Άρχισε να αραιώνει τις επισκέψεις, από τότε που το μυαλό της μητέρας της ξεκίνησε να περνοδιαβαίνει τα δικά του μονοπάτια.
«Και τι σημαίνει αυτό; Επειδή εκείνη δεν με γνώριζε, έπαψα να την γνωρίζω κι εγώ;» της απάντησα και με το ύφος μου της έδωσα να καταλάβει πως δεν ήθελα να το συζητήσω περισσότερο.
Ήξερα πόσο λάτρευε την κόρη της τούτη η γυναίκα που αναπαυόταν, επιτέλους, στο τελευταίο της κρεβάτι. Ήξερα και τον εκρηκτικό εαυτό μου και προτίμησα αυτό που με είχε μάθει, γνωρίζοντάς με κι εκείνη καλά.
«Την ώρα του θυμού σου, θα πρέπει να σφίγγεις τη γλώσσα στον ουρανίσκο και να μετράς μέχρι το δέκα, παίρνοντας βαθιές ανάσες…»
Τραβήχτηκα σε μια άκρη, χωρίς ν’ ανταλλάξω άλλη κουβέντα με κανένα.
Είχα την τύχη να την χαιρετήσω με μια μεγάλη αγκαλιά, όσο ανέπνεε ακόμη. Θυμάμαι, άνοιξε τα μάτια της, εκεί, ξαπλωμένη κι ανήμπορη στο κρεβάτι της, προσπάθησε να εστιάσει το βλέμμα της στο δικό μου, έκανε έναν μορφασμό πόνου και αγάπης κι αυτό ήταν. Έφυγα με μαύρη καρδιά και μισή ώρα μετά που έφτασα σπίτι μου, με ειδοποίησαν πως έφυγε… Για μένα, όμως, και όσο έχω το μυαλό να “μουντζουρώνω” σελίδες και χαρτιά, δεν έχει φύγει. Είναι πάντα στο πλάι μου. Και ξέρω πως τούτη την ώρα που τα γράφω όλα αυτά με μαλώνει, γιατί ποτέ δεν ήθελε να την παινεύουν και ποτέ δεν ήθελε να στενοχωρεί κανένα.
Έχουν περάσει κάποια χρόνια από τότε κι ένα ερώτημα πλανιέται στο μυαλό μου: Αν είχα εκείνη την ένεση, και βλέποντας πόσο ανήμπορη είχε καταλήξει, με αποτέλεσμα να νιώθει άσχημα, να ντρέπεται, θα την είχα χρησιμοποιήσει;
-
γράφει η Αθηνά Μαραβέγια
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
Μεγάλο το δίλλημα και τα ερωτηματικά…συγκλονιστική η ιστορία σου!!!!!!! Διδάσκεις Αθηνα μου σου το έχω ξαναπεί πως από κάθε μου στάση στα κείμενα σου φεύγω πιο πλούσια!!!!!!!! Την αγάπη μου και τις ευχές μου για ένα καλό μήνα!!!!!!!!!!!!!
Τι όμορφο. κείμενο Αθηνά μου. Τα συναισθήματά σου στην σωστή τους δόση και επειδή την άνοια την έχω ζήσει σε δικό μου άνθρωπο να σού πω ότι έτσι ακριβώς συμβαίνει Όσο για την ευθανασία δεν ξέρω τι να πω Είναι τρομερό ένας υπερήφανος άνθρωπος να χάνει το μυαλό του και να ”εξευτελίζεται”αλλά η έννοια του ”φόνου”δεν θα βοηθήσει ποτέ τον εκλιπαρούντα να τού προσφερθεί η λύτρωση.Δεν γίνεται εύκολα κανείς φονιάς και επιπλέον πάντα ελπίζεις σε μια άνωθεν βοήθεια.
Πικρό κείμενο , τρυφερό και πέρα για πέρα αληθινό. Θαυμάσια γραφή .Παρά την στενοχώρια που ένιωσα μού άρεσε πολύ.
Καλησπέρα και καλό μήνα κι από μένα, Σοφία μου!
Σ’ ευχαριστώ τόσο πολύ για τα καλά σου λόγια και για την τόση υποστήριξη!!!!!!!!!
Σ’ ευχαριστώ από καρδιάς κι ας ε΄χουμε ένα όμορφο και ήρεμο Σαββατοκύριακο!!!!!!!!!!
Λένα μου, καλησπέρα και σε σένα!!!!!!!
Πράγματι, ένας “υπερήφανος” άνθρωπος δεν αντέχει στην ιδέα του εξευτελισμού… Είναι μαι τραγική κατάσταση, περισσότερο για τον περίγυρό του, για τους ανθρώπους που τον αγαπούν και που τον γνωρίζουν καλά… Για καλή τους τύχη, εκείνοι δεν καταλαβαίνουν ή δεν μπορούν να συνειδητοποιήσουν αυτό που τους συμβαίνει…
Πράγματι, πικρό το κείμενο, αλλά κι η ζωή μας δεν είναι πάντοτε γλυκιά, έτσι δεν είναι;
Σ’ ευχαριστώ πολύ για τα λόγια σου τα τόσο όμορφα και που μου δίνουν τη δύναμη να συνεχίζω…
Φιλιά πολλά!!!!!!!!!
Ανώνυμος: Αυτή που το σκάρωσε, κοινώς, Αθηνά Μαραβέγια