-Αυτό είναι δικό σας, είπε ο πωλητής μ’ ένα πλατύ χαμόγελο που αποκάλυψε τη λευκή οδοντοστοιχία του, δίνοντας στο Σταμάτη το κλειδί του αυτοκινήτου. Εκείνος το περιεργάστηκε στη χούφτα του με δέος, σα να κρατούσε το άγιο δισκοπότηρο. Κάθισε στη θέση του οδηγού και ψηλάφησε το τιμόνι, το λεβιέ, το χειρόφρενο ∙ η οσμή του δέρματος που σκέπαζε σχεδόν όλες τις επιφάνειες στο εσωτερικό του οχήματος, περιδινήθηκε ηδονικά στα ρουθούνια του.
-Δηλαδή τώρα μπορώ να το πάρω και να φύγω; Ρώτησε τον πωλητή με φωνή που έτρεμε.
-Ασφαλώς, αποκρίθηκε αυτός μ’ ένα συγκαταβατικό νεύμα.
Ο Σταμάτης έστριψε το κλειδί στη μίζα και το παρθενικό χλιμίντρισμα των εκατό πενήντα και βάλε αλόγων της μηχανής, διαπέρασε το κορμί του σαν οργασμός. Έβαλε πρώτη∙ τα αψεγάδιαστα λάστιχα σκλήρισαν στο γυαλιστερό παρκέ της αντιπροσωπείας. Πήρε τη στροφή απ’ την ορθάνοιχτη πύλη και γλίστρησε προσεχτικά στην πολύβουη λεωφόρο.
Επιτέλους η Λότους, η «Λότι» όπως μυστικά την είχε βαφτίσει, του ανήκε. Τα τέσσερα χρόνια της μονόχνοτης, υπαλληλικής ζωής, της στερημένης από απολαύσεις και κοινωνικότητες, δεν είχαν πάει χαμένα. Τώρα η «Λότι» ήταν δική του, κατά δική του, εκείνος και κείνη θα γίνονταν ένα, θα αποτελούσαν αδιάσπαστο σύνολο, θα αλληλοσυμπληρώνονταν. Αμέτρητα βράδια είχε ξοδέψει κοιτώντας την επίμονα στη φωτεινή της βιτρίνα, κολλώντας που και που τα ακροδάχτυλα στο τζάμι, λες και της έκανε σινιάλο να τον ακολουθήσει στη νέα, ανώτερη μορφή ύπαρξης, που είχε σχεδιάσει και για τους δυο τους. Μα και κείνη δεν έμενε απαθής, συχνά ανοιγόκλεινε στιγμιαία τα φώτα της για να του δείξει πόσο τον ήθελε!
Μόλις η κίνηση αραίωσε και ελευθερώθηκε εντελώς το ένα ρεύμα κυκλοφορίας, ο Σταμάτης πίεσε λίγο παραπάνω το γκάζι. Τι ώθηση, τι στιβαρότητα, τι αίσθημα ισχύος που τον κατέλαβε! Στον κόμβο που δέσποζε το φανάρι με τα αντίρροπα βέλη, αποφάσισε να μην κατευθυνθεί στη γειτονιά του, αλλά να πάει απ’ την άλλη μεριά, που έβγαζε στην εθνική οδό. Μεθυσμένος από μια παντοδυναμία πρωτόγνωρη, άρχισε να προσπερνάει τα άλλα ταπεινά αυτοκίνητα, που στα μάτια του έμοιαζαν με τροχοφόρους κουβάδες. Τα κεφάλια που γυρνούσαν σαστισμένα για να χαζέψουν τη βολίδα «Λότι», πυροδοτούσαν μέσα του μια ψυχική ανάταση, μια έπαρση μπολιασμένη με μια μικρή δόση περιφρόνησης. Τράβηξε προς το σπίτι του έπειτα από τρία τέταρτα περίπου, αφότου είχε διανύσει φρενιασμένος καμιά σαρανταριά χιλιόμετρα έξω απ’ την πόλη. Έφτασε στην πολυκατοικία του με τον απόηχο του ιλίγγου να δονεί ακόμα τα μηλίγγια του. Η αστραφτερή κούρσα τσούλησε αργά στο υπόγειο γκαράζ. Την πάρκαρε στη θέση που είχε φυλαγμένη για κείνην. Μ’ έναν μελαγχολικό σπαραγμό, αλλά και με μια υπόσχεση, ο Σταμάτης βγήκε απ’ το αυτοκίνητο και προχώρησε προς το ασανσέρ. Λίγο πριν μπει στο μακρόστενο θάλαμο κοντοστάθηκε, σα να ‘χε ξεχάσει κάτι ∙ γύρισε πίσω και έδωσε ένα φιλί στο ζεστό καπό.
Την άλλη μέρα στη δουλειά ήταν κάπως υποτονικός. Φυσικά δεν είχε πάει στο γραφείο με τη «Λότι» ∙ σε καμία περίπτωση δε θα την άφηνε μόνη τόσες ώρες σε κάποιο από τα στριμωγμένα στενά της περιοχής, έρμαιο των αδιάκριτων βλεμμάτων και της κακεντρέχειας του καθενός. Σκέψου να την χτυπούσαν, ή έστω να την γρατζουνούσε κάποιος, έτσι, για πλάκα! Και μόνο στη σκέψη ανατρίχιαζε. Ωστόσο, το γεγονός ότι είχε να την δει απ’ το πρωί που κατέβηκε στο γκαράζ για να της ρίξει μια φευγαλέα ματιά, του είχε στοιχίσει περισσότερο απ’ ό,τι περίμενε. Ένιωθε μια αναίτια κόπωση να τον καταβάλλει, μια βαρυθυμία που τον έκανε να ασφυκτιά στο εργασιακό του περιβάλλον και να ανυπομονεί να σχολάσει. Κοίταξε μοχθηρά τους συναδέλφους του που έπιναν καφέ και κουτσομπόλευαν ∙ στο νου του έλαμψε εκείνη η συνεστίαση που είχε οργανώσει ο διευθυντής, με σκοπό «τη σύσφιξη των δεσμών ανάμεσα στα στελέχη της εταιρείας». Όλοι τους είχαν έρθει με τις γυναίκες τους, όλοι τους ήταν ανέμελα ράθυμοι, σίγουροι για την εικόνα που εξέπεμπαν. Και μονάχα εκείνος λούφαζε στη γωνία του έρημος, δίχως να ξέρει τι στάση να δώσει στο σώμα του και που να βάλει τα μακριά, σαν πιθήκου, χέρια του. «Παρασκευή σήμερα», συλλογίστηκε, «το ‘χω σταμπάρει το μικρό σας στέκι».
-Ε, Σταμάτη, θα βγούμε απόψε, πετάχτηκε απ’ το βάθος ένας απ’ τους συναδέλφους του. Άμα γουστάρεις έλα, μην εμφανιστείς όμως με το ίδιο σακάκι, βαρεθήκαμε αδερφέ μου να σε βλέπουμε με δαύτο, πρόσθεσε και ακούστηκαν από γύρω μερικά πνιχτά γέλια.
«Μην ανησυχείς, απόψε θα με δεις όπως δε μ’ έχεις ξαναδεί, ηλίθιε!», μονολόγησε σιωπηρά ο Σταμάτης, σκύβοντας στην οθόνη του υπολογιστή του.
Καθώς έμπαινε στην πολυκατοικία του το απομεσήμερο, έχοντας πια τελειώσει το οχτάωρό του στο γραφείο, τον κυρίεψε η επιθυμία να δει τη «Λότι». Δεν άντεχε άλλο μακριά της, σχεδόν πονούσε από την απουσία της. Παρόλα αυτά συγκρατήθηκε και ανέβηκε στο διαμέρισμά του ∙ όχι, δε θα παρουσιαζόταν μπροστά της μ’ αυτό το μίζερο, τριμμένο σακάκι, ούτε μ’ αυτό το παλιομοδίτικο παντελόνι και τα ζαρωμένα, σαν φρατζόλες, παπούτσια. Εκείνος ήξερε να παίζει καλά το παιχνίδι της τέρψης ∙ θα άφηνε την αναμονή να σταλάξει μέσα του, θρέφοντας σωστά τη λαχτάρα. Μόλις νύχτωσε, χτένισε τα λιγοστά μαλλιά του σχολαστικά, βρέχοντάς τα με ζελέ, φόρεσε το λινό πουκάμισο που αγόρασε πριν καμιά βδομάδα, το ξεβαμμένο εφαρμοστό τζιν και τα ολοκαίνουργια, αβάδιστα ακόμα, αρβυλάκια του. Κατέβηκε στο γκαράζ ∙ το αίμα στις φλέβες του κόχλαζε. Με το που την αντίκρισε, έτρεξε κοντά της ∙ ήθελε τόσο να αγγίξει τη λεία, άκαμπτη, μεταλλική της σάρκα! Ένας χείμαρρος από φράσεις λατρείας άφρισε στο στόμα του και κείνος δεν ήξερε ποια λέξη να προφέρει πρώτη.
Οι φωταψίες της πόλης καθρεπτίζονταν απαλά στο σασί της «Λότι». Ένα αλλοπρόσαλλο πλήθος είχε πλημμυρίσει όλα τα συνοικιακά καφέ ∙ ήταν μια όμορφη, ανοιξιάτικη νύχτα, ιδανική για βόλτες και οκνηρές συναθροίσεις. Ο Σταμάτης καθώς οδηγούσε με χαμηλή ταχύτητα μέσα στο μποτιλιάρισμα και πλάι σε μια πλατεία με γεμάτα τραπεζοκαθίσματα, σκέφτηκε πως έπρεπε σιγά σιγά να συνηθίσει το θαυμασμό προς τη «Λότι» και να αρχίσει να τον θεωρεί αυτονόητο, μιας και αυτή είναι η μοίρα της, να την θαυμάζουν και να την ποθούν. Χώθηκε σε μια γειτονιά με δαιδαλώδη στενά και ζόρισε λίγο το μυαλό του για να θυμηθεί που να στρίψει. Η γνώριμη επιγραφή με το λατινικό λογότυπο πρόβαλλε μερικά μέτρα παρακάτω. Κρέμασε την αριστερή του παλάμη έξω απ’ το παράθυρο και πήρε ένα ύφος μπλαζέ, αδιάφορο, στυλωμένο στον ακαθόριστο ορίζοντα. Ενώ περνούσε μπροστά απ’ το καφέ που ήταν μαζεμένοι οι συνάδελφοί του, τους είδε στα κλεφτά να τον κοιτάζουν χάσκοντας και άκουσε κάποιον απ’ αυτούς να λέει: «Ρε σεις, ο Σταμάτης δεν είναι αυτός;».
Μ’ ένα έντονο αίσθημα θριάμβου, πάτησε δυνατά το γκάζι∙ ο βρυχηθμός της «Λότι» ήχησε στ’ αυτιά του σαν διονυσιακό ουρλιαχτό. Σε λίγο η πόλη τριζοβολούσε πίσω μακριά και κείνος ανηφόριζε με ορμή τον σκοτεινό όγκο του βουνού, που τον περιχαράκωνε ο κορδελωτός, περιφερειακός δρόμος. Άραξε στην κορυφή. Απόκοσμη γαλήνη απλωνόταν ολούθε. Από πάνω τα αστέρια κι από κάτω η κοιλότητα με τα μυριάδες ηλεκτρικά λαμπιόνια. Ο Σταμάτης ήταν ταραγμένος, η καρδιά του χτυπούσε γρήγορα. Έγειρε στο ταμπλό και ακούμπησε για μια στιγμή με τη γλώσσα του το ξύλινο πλαίσιο. Ύστερα τινάχτηκε πίσω μετανιωμένος. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα, ξεκίνησε να αναριγεί από έξαψη. Χάιδεψε τα δερμάτινα καθίσματα, την οροφή, το καντράν, τα κουμπιά του ηχοσυστήματος. Αναστέναξε λιγωμένος. Θα έκανε τα πάντα για κείνην, της το ορκιζόταν, ναι, την αγαπούσε, την αγαπούσε με όλο του το είναι και ποτέ δε θα την πρόδιδε! Βγήκε έξω βαριανασαίνοντας, ξεβίδωσε την τάπα της βενζίνης και κατέβασε το παντελόνι του. Το αυτοκίνητο άρχισε να κουνιέται μπρος πίσω ρυθμικά.
_
γράφει ο Βαγγέλης Κατσούπης
0 Σχόλια