Δεν ξέρει πόση ώρα κοιτούσε τον οροστάτη, χωρίς να κουνηθεί καθόλου. Παρακολουθούσε τη μονότονη διαδρομή της κάθε σταγόνας που έπεφτε αργά. Απελπιστικά αργά. Έπεφτε, χάνοντας το σχήμα της, στο σωληνάκι που οδηγεί στην ενδοφλέβια ένεση με μια μοναδική οκνηρία: «Λες και στέκεται στην άκρη ενός γκρεμού και διστάζει πριν πηδήξει κάτω και δώσει τέρμα στη ζωή της…» σκέφτηκε. «Μα τι παραλληλισμούς κάθομαι και κάνω;», αναπήδησε σοκαρισμένη και η ίδια από τη σκέψη της, τινάζοντας το κορμί της και αλλάζοντας θέση πάνω στην καρέκλα που καθόταν εδώ και ώρες.
Βλέπεις, δεν περνάει εύκολα η νύχτα στο νοσοκομείο. Κι ακόμα δεν είναι ούτε τρεις η ώρα. Κι απόψε, παρότι η ασθενής είναι απολύτως ήσυχη, την ίδια δε λέει να την πάρει ο ύπνος ούτε για λίγο. Κι ήταν υποχρεωμένη να μένει τελείως άπραγη. Ούτε λόγος για ν’ ανοίξει το φως, να διαβάσει λίγο από το βιβλίο που κουβαλάει μαζί της. Η πιθανότητα να ενοχλήσει κάποιαν από τις τρεις γυναίκες που μοιράζονταν τον νοσοκομειακό θάλαμο και να τους διακόψει τον ύπνο, την έκανε να μην τολμήσει ούτε καν να το σκεφτεί.
Ο ορός εξακολουθούσε να πέφτει κανονικά. Ένα ανεπαίσθητο μούγκρισμα πόνου της ασθενούς την έκανε ν’ ανησυχήσει. «Ησύχασε, μητέρα, εδώ είμαι!» της είπε ψιθυριστά, αν και μάλλον δε χρειαζόταν. Η άρρωστη συνέχισε τον ύπνο της χωρίς διακοπή.
«Μητέρα!» σκέφτηκε κι ένα γλυκόπικρο μειδίαμα σχηματίστηκε στα χείλη της. Ήταν η επίσημη προσφώνηση που είχε για την… «καπετάν Ασπασία», όπως συνήθιζε να λέει την πεθερά της, στις κουβέντες που έκανε αναφερόμενη σ’ εκείνη, όταν βεβαίως δεν ήταν η ίδια μπροστά. Από την αρχή του γάμου της με τον Σωτήρη, η μητέρα του ζήτησε από το γιο της να πει στη γυναίκα του να την φωνάζει, πλέον, όχι κυρία Ασπασία, αλλά μαμά! Της Μαίρης, ασφαλώς, κάτι τέτοιο της ήταν πολύ δύσκολο. Έτσι ο συμβιβασμός επήλθε με την προσφώνηση «μητέρα», κάτι που εντέχνως τη βοηθούσε να περιφρουρήσει την ζωτικής σημασίας μεταξύ τους απόσταση, που όφειλε να υπάρχει από την αρχή.
Όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, βγήκε από το νοσοκομειακό δωμάτιο πατώντας σχεδόν στις μύτες των ποδιών της. Κατευθύνθηκε στο μπαλκόνι να ανάψει ένα τσιγάρο. Αν και περιστασιακή καπνίστρια, τις τελευταίες αυτές μέρες έχει αποκτήσει μια διαφορετική σχέση με το κάπνισμα. Το τσιγάρο αποτελεί το ευχάριστο διάλειμμα, την ανεπαίσθητη γλύκα μιας μικρής παρανομίας, μια και το σκάει από το καθήκον της για λίγο. Η μικρή απόδραση μέχρι το μπαλκόνι και η αίσθηση της πρώτης ρουφηξιάς έχουν κάτι από τη χαρά του ερωτικού ραντεβού…
Διένυε την τρίτη βδομάδα ως συνοδός ασθενούς στο νοσοκομείο. Η πεθερά της έδειχνε καλύτερα, είχε βγει από την εντατική άλλωστε εδώ και τρεις μέρες. Η Μαίρη έκανε εναλλάξ τις βάρδιες με τον άντρα της και την αδελφή του. Είχαν κουραστεί και οι τρεις κι ας μην το είχαν ομολογήσει ο ένας στον άλλο, μια και η αποφυγή του κινδύνου του μοιραίου για την ηλικιωμένη ήταν για όλους η προτεραιότητα.
Τραβώντας βαθιές ρουφηξιές όσο πιο αργά και νωθρά μπορούσε για να παρατείνει την απόλαυση του μικρού της διαλείμματος, κοίταζε την πόλη. Βρισκόταν στον ψηλότερο όροφο του νοσοκομειακού κτηρίου. Η Αθήνα απλωνόταν στα πόδια της. Αν και περασμένα μεσάνυχτα, δεν ήταν σκοτεινή. Αυτή η πόλη, άλλωστε, ποτέ δεν δίνει την εικόνα ότι κοιμάται. Το βλέμμα της όμως το τράβηξε ένας συγκεκριμένος φωτισμός. Ήταν ο φωτισμός που υπήρχε κατά μήκος ενός μεγάλου εμπορικού δρόμου. Γιορτινός, χριστουγεννιάτικος. Ο δρόμος κατέληγε στην πλατεία με το ήδη στολισμένο δέντρο. «Έφτασαν σχεδόν οι γιορτές των Χριστουγέννων!», έμοιαζε να το συνειδητοποιεί για πρώτη φορά.
Γυρνώντας το βλέμμα και κοιτώντας πίσω από τη συρόμενη τζαμένια πόρτα, στο εσωτερικό του νοσοκομειακού θαλάμου, επιθεώρησε ξανά την αδύναμη φιγούρα της γερόντισσας πεθεράς της που εξακολουθούσε να κοιμάται ήσυχα. Ήρθαν μαζεμένες οι μνήμες. Σαν εικόνες από τον κινηματογράφο, είδε μπροστά της άλλα Χριστούγεννα, περασμένων χρόνων. Όλων σχεδόν των χρόνων της νιότης της, από τότε που αρραβωνιάστηκε και όλων των επόμενων. Χριστούγεννα σήμαιναν πάντα οικογενειακή σύναξη στο σπίτι της πεθεράς της. Η ίδια κάθε χρόνο μισούσε την ημέρα όλο και πιο πολύ. Από ένα σημείο και μετά, απλά προετοιμαζόταν για άλλη μια σύγχυση, για έναν ακόμα εκνευρισμό, για μια ακόμα ημέρα απέραντης δυσφορίας.
Στο σπίτι της «καπετάν Ασπασίας», δεν υπήρχε ποτέ το περιθώριο να παρεκκλίνει κανένας και τίποτα από όσα η ίδια όριζε και προσδιόριζε. Στην κουζίνα της δεν έμπαινε κανείς. Κανείς δεν ανακατευόταν ούτε στο μενού, ούτε στο σερβίρισμα, ούτε στο στολισμό, ούτε σε τίποτα. Υπήρχε πάντα ένα συγκεκριμένο πρωτόκολλο. Οι γιορτές για την κυρία Ασπασία, ήταν οι κατεξοχήν μέρες που της επέτρεπαν να επιβεβαιώνει την εξουσία της επάνω σε όλους. Επάνω στα παιδιά της και κυρίως, επάνω στη νύφη της, την οποία φρόντιζε όσο περισσότερο μπορούσε να την κάνει να αισθανθεί άβολα, να αισθανθεί σχεδόν παρείσακτη, σχεδόν ξένη μέσα στο βασίλειο της πεθεράς.
Η Μαίρη ανυπομονούσε πάντα να τελειώνει το βασανιστήριο των γιορτινών οικογενειακών τραπεζιών και να γυρίσει σπίτι της. Τα πρώτα χρόνια δεν έλεγε τίποτα. Αργότερα άρχισε να παραπονιέται στον Σωτήρη. Περνώντας ο καιρός, έπαιζε κι εκείνη το δικό της παιχνίδι εξουσίας πάνω στον άντρα της. Του έκανε σαφές, όσο πιο πρόδηλα μπορούσε, το πόσο δυσάρεστη ήταν για εκείνη όλη αυτή η δοκιμασία. Από την ένταση και το τεταμένο κλίμα που πάντα υπήρχε στην ατμόσφαιρα τις μέρες εκείνες, η Μαίρη σχεδόν ποτέ δεν είχε όρεξη. Σχεδόν ποτέ δε θυμάται ευχάριστα ούτε την παραδοσιακή γαλοπούλα που η πεθερά της επέμενε να την κάνει λύσσα στο αλάτι, ενώ ήξερε πως η νύφη της είχε καθιερώσει την υγιεινή διατροφή στο δικό της σπίτι και απέφευγε τα αλμυρά, ούτε τους σπιτικούς κουραμπιέδες που είχε η κυρά Ασπασία ετοιμάσει από μέρες και που διαφημίζονταν όλο το χρόνο. Όπως η ίδια έλεγε, τους έφτιαχνε με μια παλιά παραδοσιακή οικογενειακή συνταγή, την οποία είχε δώσει και στη Μαίρη τον πρώτο καιρό που παντρεύτηκε με τον γιο της, λέγοντάς της επιτακτικά, ότι όλες οι γυναίκες στην οικογένεια Νικολαΐδη οφείλουν να κρατούν την παράδοση και να τους φτιάχνουν με τον ίδιο τρόπο. Εννοείται πως η Μαίρη ουδέποτε επιχείρησε να φτιάξει τους συγκεκριμένους κουραμπιέδες, που άλλωστε περιείχαν μεγάλη ποσότητα από αμύγδαλο που η ίδια σιχαινόταν.
Αυτό που της έχει αποτυπωθεί όμως περισσότερο από όλο αυτό το πανομοιότυπο σκηνικό των χριστουγεννιάτικων οικογενειακών γευμάτων στο σπίτι της πεθεράς της, ήταν η γιορτινή πιατέλα, μέσα στην οποία έστεκαν στολισμένοι σε σχήμα μικρής πυραμίδας οι περιβόητοι κουραμπιέδες. Δέσποζε πάντα σε περίοπτη θέση, στο κέντρο του μαύρου μπουφέ, με αποτέλεσμα να πέφτει το μάτι σου μόλις έμπαινες μέσα στο σαλόνι. Η Μαίρη έβρισκε την πιατέλα πολύ κιτς, μ’ εκείνα τα ζωγραφιστά κόκκινα-χρυσά αγγελάκια. Αν και σιγά-σιγά ξέφτιζε, κανείς δεν τολμούσε να την αντικαταστήσει. Η Μαίρη είχε επιχειρήσει δυο τρεις φορές να κάνει δώρο στην πεθερά της μια χριστουγεννιάτικη πιατέλα, αγορασμένη πάντα από κάποιο καλό κατάστημα με πορσελάνες από την περιοχή γύρω από το Κολωνάκι. Η κυρά Ασπασία απλά κοιτούσε το δώρο υποτιμητικά, πέταγε ένα τυπικό «ευχαριστώ Μαίρη παιδί μου» και με μια κίνηση πλήρους απαξίωσης, έκρυβε το ακριβό δώρο μέσα σε κάποιο ντουλάπι, ώστε να μη διανοηθεί να απειλήσει την πρωτοκαθεδρία της αγαπημένης πιατέλας της!
Πόσα χρόνια το ίδιο σκηνικό…Πάνω από είκοσι χρόνια το θυμάται πανομοιότυπο. Στην αρχή μόνη της με τον Σωτήρη, αργότερα με τα παιδιά μικρά, μετά εκείνα μεγάλωσαν αλλά εξακολουθούσαν να τους συνοδεύουν. Κάποιες φορές προσπάθησε να τα κάνει συμμάχους της στη δυσφορία για την καθιερωμένη χριστουγεννιάτικη επίσκεψη στη «μητέρα», αλλά μάταια. Τα ίδια το αντιμετώπιζαν φυσιολογικά, έδειχναν μάλλον να χαίρονται και να περνάνε καλά που συναντούσαν τα ξαδέλφια τους στο σπίτι της γιαγιάς και που, βεβαίως, όλο και κάποια δώρα ή χρηματικά ποσά από τη γιαγιά και τους θείους τα περίμεναν εκεί.
Τα τελευταία μόνο τέσσερα πέντε χρόνια, είχε πάψει να επαναλαμβάνεται το χριστουγεννιάτικο σκηνικό. Η κυρά Ασπασία ήταν πολύ μεγάλη πια. Από όταν είχε το πρώτο εγκεφαλικό επεισόδιο, τα παιδιά της, εκτιμώντας ότι δεν μπορεί να ζήσει πια μόνη της, τη μετέφεραν σε κάποιον καλό οίκο ευγηρίας στα νότια προάστια της πόλης. Το σπίτι είχε παραμείνει κλειστό, ενώ ένας Αλβανός γείτονας πληρωνόταν κάθε μήνα για να φροντίζει τα λουλούδια του κήπου. Στην ίδια βέβαια έλεγαν ότι κάποια μέρα, που θα είναι καλύτερα και πιο δυναμωμένη, θα επιστρέψει στο άλλοτε κραταιό νοικοκυριό της. Ωστόσο τα παιδιά της είχαν αποφασίσει, όσο η ίδια θα ζει να μην επέμβουν στο σπίτι της αξιοποιώντας το με οποιοδήποτε τρόπο. Μετά το θάνατό της, θα αποφάσιζαν για την τύχη του.
Την κοιτούσε όπως κοιμόταν αδύναμη, χλωμή. Της φάνηκε τόσο ανήμπορη. Η καπετάν Ασπασία… Αλλοτινή στρατηγός. Τώρα έμοιαζε σαν μικρό, απροστάτευτο παιδί που έχει την ανάγκη της. Την κοιτούσε με μια υγρασία στα μάτια. Με τις άκρες των δαχτύλων της, της χάιδεψε το μέτωπο, παραμερίζοντας κάποιες ατίθασες τουφίτσες από τα λευκά μαλλιά της.
Αρχέγονες σχέσεις… Ανταγωνισμοί γυναικών. Νύφη και πεθερά. Πόση ματαιοδοξία τελικά! Πόσο ανούσια της φαίνονται τώρα πια όλα αυτά της Μαίρης! Πόσες μικρές χαρές, στ’ αλήθεια, μπορεί και να στερήθηκε από τις στιγμές που πέρασαν απ’ τη ζωή της και που επέτρεψε η ίδια να κυριαρχήσουν σ’ αυτές τα αρνητικά συναισθήματα δηλητηριάζοντάς τις;
«Άσπα, τώρα άρχισε να μου ρίχνεις σιγά-σιγά το βούτυρο. Και φέρε και το μπωλ με τα σπασμένα αμύγδαλα από τον πάγκο». Έδινε οδηγίες στην κόρη της, που είχε προθυμοποιηθεί να παριστάνει τον βοηθό ζαχαροπλάστη. Βρίσκονταν και οι δυο στην κουζίνα, που έμοιαζε λιγάκι βομβαρδισμένη, μια και ούτε η Μαίρη, ούτε πολύ περισσότερο η νεαρή κόρη της είχαν και μεγάλη σχέση με την ζαχαροπλαστική. «Άναψε και το φούρνο στους 180 βαθμούς. Έτσι μπράβο, κορίτσι μου. Βαλ’ τον όμως στο ψήσιμο με αέρα, αν και βέβαια το χαρτί που έχω εδώ με τη συνταγή δεν λέει κάτι τέτοιο». «Λογικό, αφού είναι γραμμένη τόσα χρόνια πριν. Δεν υπήρχαν φούρνοι με αέρα βρε μαμά!» αποκρίθηκε γελώντας η νεαρή.
Αν και από το πρωί δεν είχε σταματήσει καθόλου να κάνει δουλειές, αφού έπρεπε να αερίσει, να συγυρίσει και να στολίσει γιορτινά ένα σπίτι που ήταν τόσο καιρό κλειστό, η Μαίρη δεν ένοιωθε καθόλου κουρασμένη. Απεναντίας, είχε μια χαρά και μια ενεργητικότητα που θύμιζε νεαρό κοριτσάκι. Είχε μια βιασύνη να τελειώσει και την τελευταία λεπτομέρεια. Ήθελε να είναι όλα στην εντέλεια. Σε λίγο θα ερχόταν και η κουνιάδα της να την βοηθήσει στα τελευταία. Ο Σωτήρης θα αργούσε λίγο, αφού θα είχε να τακτοποιήσει πρώτα τις διαδικασίες με το εξιτήριο στο νοσοκομείο. Σήμερα, επιτέλους, βγαίνει η μητέρα του. Και θα την φέρει κατευθείαν εδώ. Θα τους βρει όλους μαζεμένους να την περιμένουν. Θα είναι γι αυτήν ωραία έκπληξη!
Άκουσε τον χτύπο του κουδουνιού και πήγε ν’ ανοίξει. Ήξερε πως ήταν νωρίς για την άφιξη της κουνιάδας ή των υπόλοιπων. «Να τα πούμε;» ρώτησε το κοριτσάκι με τα γυαλάκια στραβισμού και τα σιδεράκια στα δόντια, που μάλλον ήταν πιο θαρραλέο από το αγοράκι που κρατούσε την τρίλιζα και μισοκρυβόταν από πίσω. «Ασφαλώς! Να μου τα πείτε», τους απάντησε μ’ ένα χαμόγελο η Μαίρη. «Καλήν ημέραν άρχοντες, κι αν είναι ορισμός σας….».
Για να βρει ψιλά από το πορτοφόλι της, ακούμπησε πάνω στο τραπέζι την πιατέλα που σκούπιζε με την πετσέτα προηγουμένως. Την παλιά γιορτινή πιατέλα που δέσποζαν πάνω της όσα από τα κόκκινα-χρυσά κιτς αγγελάκια δεν είχαν φθαρεί τα χαρακτηριστικά τους από το πέρασμα του αδυσώπητου χρόνου!
_
γράφει η Κατερίνα Επιτροπάκη
Πολύ όμορφο διήγημα και πόσο αληθινό! Κάποια στιγμή ταυτίστηκα με τη Μαίρη! Στο τέλος έρχεται η κάθαρση μέσω της συγχώρεσης της Ασπασίας και μπαίνουμε στο αληθινό Πνεύμα των Χριστουγέννων!
Εξαιρετικό το κείμενό σας. Καλή χρονιά