-Μαμά, γιατί εγώ δεν πάω σχολείο σαν όλα τα παιδιά;
-Σε ποιο σχολείο;
-Να, εδώ που είμαστε τώρα. Βλέπω κάθε μέρα τα παιδιά με τις τσάντες τους που πάνε και θα ήθελα να πάω κι εγώ.
-Δεν σε καταλαβαίνω… Άσε τις κουβέντες να δούμε πώς θα περάσει κι η σημερινή μέρα. Και πρόσεξε, κακομοίρα μου, μη σ’ ακούσει ο πατέρας σου.
-Εμείς γιατί δεν έχουμε σπίτι;
-Γιατί, εδώ που μένουμε τι είναι;
-Αυτοκίνητο.
-Αγροτικό. Που μου θέλεις να πας και σχολείο.
-Ναι, αλλά εγώ θα ήθελα ένα κανονικό σπίτι, όπως όλα τα παιδιά.
-Μη μιλήσεις άλλο, γιατί θα θυμώσω. Κι έλα πιάσε να μαζέψουμε τα πράγματα. Ήθελα να ‘ξερα ποιος σου ξεσηκώνει τα μυαλά.
-Δεν χρειάζεται να μου πει κανείς κάτι. Έχω μάτια να βλέπω και μυαλό για να σκέφτομαι.
-Να σκέφτεσαι, λοιπόν, ότι σε λίγα χρόνια θα παντρευτείς και θα κάνεις την δική σου οικογένεια και τότε να δω αν θα έχεις τις ίδιες σκέψεις κι αν θα προλαβαίνεις να σκεφτείς καν.
-Εγώ δεν θέλω να παντρευτώ. Εγώ δεν θέλω να κάνω παιδιά και να ζουν όπως εγώ.
-Βάλθηκες να με τρελάνεις σήμερα; Και τι θέλεις δηλαδή;
-Θέλω να πάω σχολείο, να μάθω γράμματα και να μπορώ να κάνω κάτι για την φυλή μας. Να γίνω δασκάλα, ας πούμε, για να μαθαίνω τα παιδιά μας γράμματα.
-Α πα πα πα… Τι είναι αυτά που λες; Τρελάθηκες; Δεν πιστεύω να τα έχεις πει όλα αυτά σε κανέναν άλλο…
-Κι αν τα ‘χω πει, δηλαδή, είναι κακό;
-Άκουσέ με προσεκτικά τι θα σου πω. Αυτά όλα που μου αραδιάζεις, δεν στέκουν για μας. Εμείς είμαστε μαθημένοι ελεύθεροι άνθρωποι. Σήμερα είμαστε εδώ, αύριο αλλού και πάει λέγοντας. Δεν έχουμε σπίτια να πληρώνουμε νοίκια, κοινόχρηστα, ΔΕΗ και νερό. Δεν έχουμε τέτοια και τόσα έξοδα. Δεν δίνουμε λογαριασμό σε κανέναν πού και πώς θα ξημερωθούμε την άλλη μέρα.
-Ναι, και ψάχνουμε να βρούμε νερό σε κάποια βρύση για να πλυθούμε και να μαγειρέψουμε. Πολύ ωραία. Θέλεις να μου πεις, δηλαδή, πως είναι σωστό αυτό. Ή είναι σωστά αυτά που κάνουν κάποιοι και κάποιες από την φυλή μας; -Δεν μπορώ να με βλέπουν μικροί-μεγάλοι και να με αποφεύγουν σαν να είμαι κανένα σκουπίδι.
-Σε ζηλεύουν. Γι’ αυτό. Γιατί εκείνοι δεν μπορούν να ζήσουν σαν εμάς.
-Συγγνώμη, αλλά άλλο δείχνει το βλέμμα και η συμπεριφορά τους. Εγώ θέλω να με αγαπάνε και να με σέβονται.
-Γιατί, εμείς δεν σ’ αγαπάμε;
-Γιατί δεν ακούς αυτό που σου λέω; Δεν μ’ αρέσει ο τρόπος που μας αντιμετωπίζουν. Νομίζεις ότι δεν ξέρω πως μας αποκαλούν κλέφτες και αλήτες;
-Εσύ πού τις έχεις μάθει αυτές τις λέξεις παιδί πράμα; Μωρή, μήπως ξέρεις και να διαβάζεις; Όχι, πες μου αμέσως ποιος σου τα έμαθε.
-Το πρόβλημά σου αυτό είναι; Ε, λοιπόν, ναι. Ξέρω να διαβάζω εδώ και καιρό και ξέρω και να γράφω.
-Και πού τα έχεις κρυμμένα αυτά τα χαρτιά; Αλίμονό σου, κακομοίρα μου… Γι’ αυτό σε χάνουμε και δεν βοηθάς στις δουλειές; Κακό που μας βρήκε… Θα σε σκοτώσει, μωρή κακομοίρα μου, ο πατέρας σου… Α πα πα, πρέπει να παντρευτείς το γρηγορότερο…
-Καλά, πριν λίγο είπες “παιδί πράμα” και τώρα να παντρευτώ; Ηρέμησε, μάνα. Ηρέμησε, σε παρακαλώ.
-Πώς να ηρεμήσω;
-Αντί να χαρείς, εσύ κοντεύεις να πάθεις εγκεφαλικό.
-Θα με πεθάνεις, μωρή, μ’ αυτά που μου λες. Χριστέ και Παναγιά… Ποιος μας καταράστηκε; Ποιος σου έχει κάνει μάγια, παιδί μου; Ε βέβαια… Το περίμενα η κακούργα… Είσαι η ομορφότερη, γι’ αυτό… Θα σε πάω αμέσως στην Μπάμπω να σου λύσει τα μάγια… Τι κακό μας βρήκε, Παναγία μου…
-Μάνα, σταμάτα. Τι μάγια και κατάρες μου λες; Κατάρα είναι που θέλω να γίνω καλύτερος άνθρωπος; Συγγνώμη, αλλά λες κουταμάρες. Δεν το καταλαβαίνεις; Αντί να χαίρεσαι, εσύ πανικοβάλλεσαι, σαν να σου είπα κι εγώ δεν ξέρω τι.
-Άκου, παιδί μου. Ούτε ο πατέρας σου ούτε κι εγώ μπορούμε να ξεκόψουμε από την οικογένεια και να κάνουμε του κεφαλιού μας. Δουλειά κανονική δεν έχουμε. Χρήματα ελάχιστα, μαζί με τα επιδόματα που μας δίνουν. Είναι και τ’ αδέλφια σου. Δεν γίνονται αυτά που ζητάς. Βάλε μυαλό. Βρε κακό που μας βρήκε…
-Σταμάτα να μαλλιοτραβιέσαι, γιατί δεν θα πετύχεις τίποτα. Εγώ θέλω μια ζωή σαν όλους τους άλλους. Κι αν δεν καταφέρω να πάω σχολείο, να ξέρεις πως ΑΝ παντρευτώ και ΑΝ κάνω παιδιά, δεν θα έχουν την τύχη την δική μου. Θα πάνε σχολείο, θα σπουδάσουν, θα γίνουν χρήσιμοι άνθρωποι στην κοινωνία και στην φυλή.
-Ώπα, ώπα. Γιατί, εμείς δεν είμαστε χρήσιμοι; Ποιοι τρέχουν στα περιβόλια όλων αυτών που θέλεις να τους μοιάσεις, για να μαζέψουν την σοδειά τους; Είδες κανέναν από δαύτους να μαζεύει καρπούζια, πεπόνια, καπνά και πορτοκάλια, πατάτες και κρεμμύδια; Τους είδες να λερώνουν τα χέρια τους στα χώματα; Ποιος σου είπε πως είμαστε άχρηστοι; Ντροπή σου. Αχ, κακό που μας βρήκε… Το ίδιο μας το παιδί, αντί να μας φιλά το χέρι, μας το δαγκώνει…
-Μάνα, και το χέρι σας φιλώ και σας ευχαριστώ που προσπαθείτε να με ταΐσετε, αλλά δεν μου φτάνει αυτό το τάισμα. Διψάω και για το τάισμα του μυαλού, της γνώσης.
-Αχού πώς μιλάει…
-Κι ύστερα, όλοι αυτοί που λες, ναι, δεν λερώνονται με τα χώματα, διότι λερώνουν εμάς. Νομίζεις πως δεν ξέρω πως μας εκμεταλλεύονται; Αυτό δεν πρέπει κάποτε να σταματήσει; Να πάψουν να μας χρησιμοποιούν για τις βρωμοδουλειές τους; Ή νομίζεις πως δεν έχω ακούσει συζητήσεις που γίνονται και δεν διαβάζω όλα αυτά για τα οποία μας κατηγορούν;
-Βρε, τώρα σου ήρθαν όλα αυτά; Στον ύπνο σου τα είδες όλα αυτά; Τι κακό όνειρο είδες;
-Κάνεις λάθος και το ξέρεις. Ούτε εφιάλτη είδα μήτε τίποτα από όσα βάζεις με το μυαλό σου.
-Τώρα; Μετά τις επιδημίες; Δεν βλέπεις που τα παιδιά τους πηγαίνουν με μάσκες στο σχολείο; Έτσι θέλεις να καταντήσεις κι εσύ;
-Ναι, αρκεί να μου δοθεί η ευκαιρία να μάθω γράμματα και μάλιστα σε σχολείο. Με κανονικούς δάσκαλους και βιβλία και τετράδια.
-Βρε κακομοίρα μου, αυτοί όλοι που τους ζηλεύεις, σε λίγο οι άνεργοί τους θα είναι περισσότεροι από μας. Ε λοιπόν, αυτό είναι. Κάποιος σου έχει πάρει τα μυαλά. Πες μου αμέσως ποιος είναι και θα τον αφαλοκόψω.
-Είμαι βέβαιη πως κι εσύ θα ήθελες ένα σπίτι, ένα κρεβάτι κι όχι την καρότσα του αυτοκινήτου.
-Βρε χαζή, ποιοι έχουν την πολυτέλεια να κοιμούνται κάτω από τ’ αστέρια;
-Όλοι, μάνα. Τ’ άστρα, το φεγγάρι, ο ήλιος βγαίνουν για όλους τους ανθρώπους. Κι επιτέλους, κουράστηκα να ζω σαν κυνηγημένη.
-Πότε πρόλαβες, μωρή, να κουραστείς, μια σταλιά άνθρωπος; Τίποτα. Σήμερα κιόλας θα πω του πατέρα σου να γρηγορέψουμε τον γάμο σου.
-Αν το κάνεις, δεν θα με ξαναδείς, να το ξέρετε. Αλλά, βέβαια… Θα μου πεις, τόσα παιδιά έχεις, ένα λιγότερο, δεν πειράζει…
-Τι λες, παιδί μου; Μην την ξαναπείς αυτή την κουβέντα. Καλύτερα να πεθάνω από το να πάθει κάποιο σας κάτι. Ω Θεέ μου, ήμαρτον…
-Άσε τον Θεό ήσυχο. Εκείνος μας έδωσε τον νου. Κι εγώ αυτόν τον νου θέλω να τον αξιοποιήσω και να πάψω να ζω κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες. Έχω δικαίωμα κι εγώ στην μόρφωση κι αν δεν τα καταφέρω ή δω πως κάτι δεν μου αρέσει, αφού θα έχω διαβάσει, θα έχω προσπαθήσει, θα έχω ψάξει, τότε θα έχω και το δικαίωμα και το χρέος να διαλέξω. Κατάλαβες; Και θα είμαι πιο περήφανη για την οικογένεια, για την φυλή, μα περισσότερο για τους γονείς μου. Αν δεν προσπαθήσω, θα είμαι μισός άνθρωπος και δεν το θέλω. Δεν θέλω να μην έχω το δικαίωμα για ένα καλύτερο αύριο. Δεν θέλω να είμαι καταδικασμένη σε αυτήν την ζωή που μας επιβάλλουν οι άλλοι, γιατί αυτό τους βολεύει και τους συμφέρει. Έχουμε κι εμείς δικαίωμα να γίνουμε καλύτεροι. Και αυτό θα το προσπαθήσω, όσο κι αν θέλετε εσείς το αντίθετο. Και ξέρω πως όσα λες δεν είναι από κακία. Ξέρω πόσο μας αγαπάς, όπως ξέρω πως παρόλο που φωνάζεις, βαθειά μέσα σου είσαι περήφανη. Και σου υπόσχομαι πως θα σε κάνω πολύ πιο περήφανη, πως θα σας κάνω πολύ περήφανους…
_
γράφει η Αθηνά Μαραβέγια
0 Σχόλια