«Ω, παρντόν, δεν σας πρόσεξα. Καλημέρα σας».
«Εγώ όμως που δέχτηκα την καλημέρα σας, ναι μεν την ανταποδίδω, αλλά δεν δέχομαι και την συγγνώμη σας. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη προσβολή να λες σε μια γυναίκα ότι δεν την πρόσεξες και μεγαλύτερη ευγένεια να της λες ότι γεμίζει το χώρο όχι με τα κιλά της αλλά με την προσωπικότητα και την παρουσία της, κύριε, κύριε…»
«Γεωργίου, κυρία μου, και ειλικρινά αξίζω τόσο την μομφή όσο και το μάθημα που μου δώσατε. Συνήθως με τις κυρίες είμαι πιο προσεκτικός και τηρώ μέχρι σχολαστικότητας το «savoir vivre».
«Τώρα λοιπόν που δέχτηκα ΚΑΙ την συγγνώμη σας μα και την παραδοχή σας για την απρέπεια, σας ακούω. Σε τι θα μπορούσα να σας φανώ χρήσιμη;»
«Φοβάμαι κυρία μου ότι σε έναν τέτοιο χώρο που βρισκόμαστε, για να μου φανεί κάποιος χρήσιμος μάλλον χλωμό το βλέπω. Ας είναι, θα σας πω. Μία διόρθωση ήρθα να κάνω σε ένα λάθος που έκανε κάποιος ή κάποια συνάδελφός σας, μπορεί και σεις, ελπίζω όχι σκόπιμα. Γιατί αλλιώς τι θα είχε να κερδίσει;»
«Κύριε Γεωργίου, παρακαλώ ρίξτε μια ματιά γύρω σας και πέστε μου τι βλέπετε;»
«Πλήθος, λαό κυρία μου. Μάλιστα. Κατάλαβα. Με εύσχημο τρόπο μου λέτε να συντομεύω. Ζητώ συγγνώμη. Ούτε παπάς να ήσασταν τόσα συγχωροχάρτια που σας ζητώ σήμερα. Και…»
«Ναι, σας διακόπτω γιατί δεν βλέπω και καμία πρόοδο στην κουβέντα μας. Μη με αναγκάσετε να παραβώ κι’ εγώ τους καλούς μου τρόπους λέγοντάς σας ‘’παρακαλώ συντομεύετε.’’ Δεν θα ξέρετε ίσως και είναι φυσικό, ότι το μάτι του Διευθυντού μας είναι κάτι σαν αυτό του ‘’μεγάλου αδερφού’’, και την μεσημεριάτικη επίπληξη, την έχω ήδη στο τσεπάκι μου που περνώ τόσην ώρα μαζί σας. Σας ακούω λοιπόν».
«Συ… Να το πάλι. Πιστέψτε με πρώτη φορά που ζητώ τόσες συγγνώμες μαζεμένες. Επιτρέψτε μου να πω ότι εκπέμπετε έναν περίεργο σεβασμό αν και τόσο νέα. Βέβαια, ο σεβασμός δεν συμβαδίζει απαραίτητα με την ηλικία και το λέω αυτό για να μην το πάρετε στραβά και πάλι…»
«Κύριε Γεωργίου με φλερτάρετε ή κάνω λάθος;»
«Αν φλερτ λέγεται ο σεβασμός τότε ναι σας φλερτάρω και είναι κάτι που το βρίσκω πανέμορφο παρά το γεγονός ότι ο χώρος ούτε σεβασμό εμπνέει ούτε συμπάθεια. Ποιος να μού το έλεγε ότι μέσα στην Εφορία που ήρθα να απαιτήσω να μού ζητήσουν τουλάχιστον μία συγγνώμη για το λάθος τους, να βρεθώ εγώ να ζητώ συγγνώμη, όχι μια φορά και δύο αλλά Κύριος οίδε πόσες φορές ακόμη έως ότου σας αδειάσω τη γωνιά…»
«Οφείλω να παραδεχθώ ότι είστε ευγενέστατος. Αν ήσασταν και λιγότερο παρορμητικός θα έλεγα ότι είχα απέναντι μου το πρότυπο του gentleman.Αλλά σας παρακαλώ πλησιάζει να λήξει το ωράριό μου και ακόμη δεν μού είπατε το πρόβλημά σας. Μα για να είμαι απόλυτα ειλικρινής μαζί σας φοβάμαι ότι δεν πρόκειται να μάθω κάτι περισσότερο. Και ξέρετε γιατί; ΓΙΑΤΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ».
«Τώρα με προσβάλετε και μάλιστα πολύ. Τι λέτε λοιπόν; Ότι άλλη δουλειά δεν είχα και είπα, δεν πάω μέχρι την Εφορία μπας και νιώσω ΕΥΦΟΡΙΑ απαιτώντας μία συγγνώμη; Ακούστε. Είμαι ένας υπερβολικά νομοταγής πολίτης που δεν χρωστάει στο Κράτος ούτε μισό ευρώ.
Εξηγούμαι: Πριν κάποιους μήνες μού ήρθε ένα έγγραφο από την Εφορία ότι χρωστάω 8.000 ευρώ, όπως το ακούτε ούτε πλην ούτε συν . 8000 ακριβώς ολοστρόγγυλα. Με απειλούσαν ότι έτσι και δεν πλήρωνα ΑΜΕΣΑ, το ποσό με τις προσαυξήσεις θα έπαιρνε την ανιούσα με απρόβλεπτες συνέπειες και για την επιχείρησή μου. Επειδή, όπως σας είπα, είμαι νομοταγής απόρησα μεν γιατί εγώ ήξερα ότι ήμουν εντάξει με τις υποχρεώσεις μου αλλά δεν αμφισβήτησα και την εγκυρότητα μήτε του εγγράφου μήτε των όσων μού καταμαρτυρούσε . Και πλήρωσα το ποσόν. Το αίμα που έχυσα στις δύσκολες ώρες που περνάμε όλοι μας για να βρω αυτά τα οκτώ χιλιάρικα δεν σας το λέω, γιατί σίγουρα θα έχετε συνηθίσει να ακούτε καθημερινά παρόμοιες ιστορίες, δράματα και… αιματοχυσίες.
Δανείστηκα εν πολλοίς και πλήρωσα. Και όταν το ποσόν με τους τόκους των ‘’φίλων’’ μου δανειστών έφθασε να γίνει 10.000 ευρώ, μέσα σε τρεις μήνες, μού έρχεται άλλο χαρτί από την Υπηρεσία σας, αγαπητή μου κυρία. Βλέποντάς το, το πώς απέφυγα το εγκεφαλικό δεν ξέρω. Είπα ότι αν μού ζητούσαν κι’ άλλα πάει ξόφλησα τις παρτίδες μου όχι με την Εφορία μα με τη ζωή.
Επειδή όμως συμβαίνουν και θαύματα….»
«Συγγνώμη κ Γεωργίου που σας διακόπτω για δεύτερη φορά και οι διακοπές αυτού του είδους δεν είναι του στυλ μου αλλά πέστε μου σας παρακαλώ γράφετε ιστορίες τον ελεύθερο χρόνο σας; Σας παρακαλώ μη μού εκθέτετε το πρόβλημά σας σε στυλ διηγήματος. Πέστε μου με δυο λόγια περιληπτικά τι έλεγε τούτο το δεύτερο έγγραφο και την ανάπτυξη του θέματος την κάνουμε μιαν άλλη στιγμή…»
«Συ… στο θαύμα που έλεγα λοιπόν. Μού έλεγε λοιπόν η Εφορία ότι κάποιο λάθος είχε γίνει την προηγούμενη φορά και τις 8.000 ευρώ δεν τις χρωστούσα ΕΓΩ αλλά άλλος Γεωργίου του Νικολάου (εγώ ήμουν του Νικήτα εξ’ ού και το μπέρδεμα).
Τρελάθηκα από τη χαρά μου. Επικοινώνησα με την Υπηρεσία σας και τους ρώτησα μέσα στην τρελή χαρά πότε μπορούσα να έρθω και να εισπράξω πίσω τα χρήματά μου. Και ω της απελπισίας μου μού είπαν ότι πάγια τακτική τους ήταν να μην επιστρέφουν στους φορολογούμενους μήτε ένα Ευρώ. ‘’Μα αφού κάνατε λάθος και το μολογήσατε τι να κάνουμε τώρα;’’ είπα απαρηγόρητος.
‘’Περάστε από το κατάστημά μας μετά από 30 εργάσιμες ημέρες που θα έχουμε εξετάσει το θέμα σας να δούμε τι μπορεί να γίνει. Για να μην βαυκαλίζεστε με όνειρα επιστροφής πάντως, σας τονίζουμε ότι χρήματα δεν γίνεται να πάρετε πίσω’’ μού είπε ο συνάδελφός σας που δεν ενέπνεε κανενός είδους σεβασμό γι΄ αυτό σας λέω ότι απέχετε παρασάγγας εσείς απ’ αυτό. Ο μήνας λοιπόν πέρασε και κυρία μου να ‘μαι».
«Ωραία. Επιτρέψτε μου να ελέγξω την υπόθεσή σας, θα επιληφθώ προσωπικά και περάστε αύριο να σας πω τα αποτελέσματα του ελέγχου μου».
«Μα σας παρακαλώ τι μού λέτε τώρα; Έχασα τη σημερινή μου ημέρα με το μαγαζί μου κλειστό που έλεγα θα κλείσει μόνον με το θάνατό μου και μού ζητάτε να το κλείσω και ΑΥΡΙΟ; Δεν γίνεται είτε να μου τηλεφωνήσετε ή ακόμη καλύτερα να σας τηλεφωνήσω ΕΓΩ, που αποκλείεται να το ξεχάσω;»
«Δεν γίνεται κύριε Γεωργίου. Για σκεφτείτε στ΄ αλήθεια ΑΝ ήμασταν υποχρεωμένοι να τηλεφωνούμε στους φορολογουμένους πολίτες; Όλη την ημέρα πάνω από το τηλέφωνο ΟΛΟΙ ΜΑΣ! Λυπάμαι μα δεν γίνεται. Θα έχουμε τη χαρά να σας δούμε και αύριο, ίσως και μεθαύριο και πέρα από μεθαύριο αγαπητέ κ Γεωργίου. Έτσι είναι η γραφειοκρατία μας τι να κάνουμε τώρα; Σας προετοιμάζω για να μη βρεθείτε προ εκπλήξεων και μού παραπονιέστε πάλι».
«Κυρία μου τι μπορώ να σας πω, μού φτιάξατε την ημέρα. Το ότι θα έβαζα λουκέτο στο μαγαζί μου χωρίς λόγο και αιτία όχι δεν το περίμενα. Μήπως να ερχόταν κανένα φιλικό ή συγγενικό μου πρόσωπο αντ’ εμού;»
«Η σύζυγός σας εννοείτε;» (τώρα αυτό το ψάρεμα γιατί το έκανε η μαντάμ; Έλα μου ντε.)
«Δεν υπάρχει σύζυγος κυρία μου».
«Λυπάμαι αγαπητέ μου μα επιβάλλεται να έρθετε ο ίδιος με την ταυτότητά σας. Λυπάμαι ειλικρινά».
«Όχι, κυρία μου, δεν λυπάστε. Γιατί αν συνέβαινε κάτι τέτοιο θα βλέπατε το άδικο της ιστορίας και θα ανοίγατε ένα μικρό παραθυράκι στο τσιμεντένιο κλειστό τοίχο της ανάλγητης Υπηρεσίας σας. Θα έρθω λοιπόν και αύριο αλλά θα είναι η τελευταία φορά, σας προειδοποιώ και εγώ, αλλιώς θα μηνύσω την Εφορία. Σας προετοιμάζω και εγώ για τις δικές μου ενέργειες. Εξηγήθηκα και αμαρτίαν ουκ έχω.
Χαίρετε και ευχαριστώ».
Η Κατερίνα, η υπάλληλος, έμεινε σιωπηλή και ακίνητη, ώρα αρκετή, φανερά προβληματισμένη όχι από την απειλή. Πώς το είπε ο Γεωργίου να δεις: ’’παραθυράκι στον τοίχο της ανάλγητης υπηρεσίας της;’’ Ναι είχε απόλυτο δίκιο έτσι ήταν ακριβώς και η δική της ευαισθησία και το αίσθημα δικαιοσύνης της δεν αποδεχόταν τούτο το άδικο που έβγαζε μάτι. Το ήξερε ότι με αυτές τις σκέψεις αν τις έλεγε και παρά έξω θα έτριζαν τα πόδια της καρέκλας της στην υπηρεσία. Αν το τράβαγε εκείνος δικαστικώς, όπως το είπε, θα έπαιρνε το μέρος του και την απόλυσή της την είχε εξασφαλισμένη με κάποιο αίτιο, που αν θέλεις βρίσκεις μπόλικα από δαύτα.
‘’Δεν πάει στον διάβολο και η υπηρεσία και εμείς οι λειτουργοί της. Να κάθομαι δηλαδή εγώ στην καρεκλίτσα μου και η αδικία που είναι ολοδικιά μας να βασιλεύει; Ε όχι κύριε προϊστάμενε δεν το ανέχομαι. Θέλω τις νύχτες να μην κοιμάμαι με εφιάλτες, με τι ερινύες να τρίζουν απειλητικά τα απαίσια δόντια τους.’’
Σηκώθηκε από τη θέση της και παρ’ όλο τον φόρτο της δουλειάς της βάλθηκε να εξιχνιάσει το θέμα ΓΕΩΡΓΙΟΥ πάραυτα.
Δεν της πήρε και πολύ. Ήταν τόσο πασιφανές το λάθος που και ο νέο- διορισθείς υπάλληλος βοηθός της που του ζήτησε την γνώμη το βρήκε αμέσως.
Μα πώς και έγινε κάτι τέτοιο βρε παιδιά; Και τώρα είναι δυνατόν προσκρούοντας στην αναλγησία που λέγαμε περί ΜΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ ΧΡΗΜΑΤΩΝ να αφήσουν αυτόν τον συμπαθέστατο αδικαίωτο άνθρωπο να βράζει στο ζουμί του κατά πώς λέει ο λαός;
Μια και δυο η Κατερίνα δεν πηγαίνει στο προϊστάμενό της αλλά στον κύριο Γενικό Διευθυντή και εν ανάγκη θα έφθανε μέχρι τον Υπουργό. Με λίγα μεστά λόγια που δεν έχριζαν παρερμηνείας ή ασάφειας εξέθεσε το θέμα.
«Και τώρα κύριε Διευθυντά;»
«Κατερίνα κατ’ αρχάς σε συγχαίρω για την ακεραιότητα σου και την τόλμη να τα βάλεις με το Υδροκέφαλο σύστημά μας, τη «Λερναία Ύδρα» μας να πω καλύτερα. Μας χρειάζεται πού και πού ένας Ηρακλής έστω και με φουστάνια για να μη μας βλαστημάει ο κόσμος. Ήδη δεν ακούμε αρκετά; Λοιπόν σού υπόσχομαι να σκεφτώ και θα την βρω τη λύση».
Μόνο βιασθείτε κ Διευθυντά. Ο άνθρωπος θα ξανάρθει αύριο και επειδή πια ξέρω ότι το σφάλμα είναι εντελώς δικό μας δεν θα μπορώ ούτε στα μάτια να τον κοιτάξω».
Η Κατερίνα χάρηκε με την αντιμετώπιση του κ. Γενικού, μα απορούσε τι λύση μπορούσε να βρει που να ικανοποιεί τον φορολογούμενο πολίτη.
Λίγο πριν την λήξη του ωραρίου της ο κ. Γενικός την κάλεσε στο γραφείο του και της είπε:
«Νομίζω Κατερίνα ότι βρήκα μια λύση. Την καταθέτω πρώτα σε σένα και σε παρακαλώ να την κρίνεις αντικειμενικά:
Ο πελάτης μας σύμφωνα με τα στοιχεία της ετήσιας φορολογικής του δήλωσης που εξέτασα προσεκτικά πληρώνει κάπου 3800 ευρώ τον χρόνο. Ε λοιπόν εμείς όχι για δύο αλλά για τρία χρόνια θα τον απαλλάξουμε από την εισφορά του. Θα έχει κέρδος, κάτι σαν bonus δηλαδή, για την συγγνώμη μας, έναν χρόνο σχεδόν, άλλη λύση δεν βλέπω Κατερίνα. Όσο για σένα που ξέρω ότι αύριο έχεις ρεπό, θα σε παρακαλούσα να το αναβάλλεις για μεθαύριο για να χειριστείς προσωπικά αυτόν τον διακανονισμό. ΓΊΝΕΤΑΙ;»
«Μου χαλάτε κάποια προσωπικά σχέδια κ. Γενικέ αλλά ναι, θα χαρώ ειλικρινά να δω στο πρόσωπο αυτού του αδικημένου έλληνα Πολίτη μιαν ανακούφιση. Ευχαριστώ κύριε Διευθυντά μου».
Την επομένη, ο Γεωργίου έπιασε στασίδι που λένε από πολύ πρωί. Χαιρέτησε από μακριά την Κατερίνα που ήταν απασχολημένη με δύο ηλικιωμένες κυρίες που φως φανάρι δεν καταλάβαιναν Χριστό απ’ όσα τους έλεγε και η απελπισία ήταν ζωγραφισμένη όχι μόνον στα δικά τους πρόσωπα μα και της Κατερίνας.
Του ένευσε με την νοηματική να περιμένει και μόλις τελειώσει με τις κυρίες θα τον δει…
«Αγαπητέ κ. Γεωργίου βρίσκομαι στην πολύ ευχάριστη θέση να σας ενημερώσω ότι η υπόθεσή σας βαίνει καλώς».
«Απίστευτο δεσποινίς Κατερίνα. Θα πάρω τελικά τα χρήματά μου πίσω;»
«Όχι αγαπητέ μου, αυτό δεν γίνεται. Γίνεται όμως κάτι άλλο που αν θέλετε τη γνώμη μου σας συμφέρει περισσότερο». Και η κοπέλα του εξήγησε εν τάχει την πρόταση του κ. Γενικού…
«Δεν έχω άλλην επιλογή νομίζω δεν είν’ έτσι;»
«Δεν έχετε όντως».
«Σας ευχαριστώ δεσποινίς και ελπίζω να μην χαίρεστε που θα απαλλαγείτε από μένα. Θα μού λείψετε» είπε σε χαμηλότερο τόνο και σηκώθηκε να φύγει.
‘’Κοίταξε να δεις που θα λείψει και σε μένα,’’ μουρμούρισε το κορίτσι και ξαφνικά της φάνηκε σαν να μπήκε το Φθινόπωρο μέσα στην πνιγηρή αίθουσα της Εφορίας και ας ήταν Άνοιξη και ας ήταν μια μέρα ηλιόλουστη εκεί έξω που μύριζε Καλοκαίρι, με έναν χρυσό ήλιο να υπόσχεται λιακάδες ξεχασμένες μετά από έναν βαρύ Χειμώνα που τους είχε επιφυλάξει ο καιρός την χρονιά αυτή.
Τίναξε το κεφάλι της σαν για να αποδιώξει σκόνες και στάχτες που ξάφνου κάλυψαν την καρδιά της και βγήκε να πάει μέχρι το κυλικείο για έναν καφέ.
‘’Δεν βαριέσαι! Όμως οφείλω να πω ότι τυχερό πολύ πρέπει να είναι το κορίτσι του κ Γεωργίου. Παλαιάς κοπής αρσενικό, σαν αυτό που θα ήθελα στη ζωή μου’’ είπε δύσθυμα και στρώθηκε στη δουλειά που ήταν ευτυχώς πολλή για να ξεχαστεί, λαμβανομένης υπ’ όψιν και της απουσίας της τής επόμενης ημέρας.
Αυτό όμως δεν το ήξερε και ο κ. Γεωργίου, στο πρόσωπο του οποίου ζωγραφίστηκε η απογοήτευση όταν του είπαν την επομένη ότι η Κατερίνα ήταν σε άδεια ημερήσια.
‘’Μα τι βλαξ που είμαι. Η κοπέλα μπορεί να είναι παντρεμένη. Το ότι δεν φορεί βέρα στο δεξί δεν σημαίνει και πολλά’’ σιγοψιθύρισε σε ένα εσωτερικό του μονόλογο . Και έφυγε και χάθηκε, λουσμένος στον απριλιάτικο ήλιο.
Την άλλη ημέρα, ο νέο-προσληφθείς υπάλληλος και βοηθός της Κατερίνας την πληροφόρησε για την επίσκεψη του κ . Γεωργίου και δεν παρέλειψε να σχολιάσει την απογοήτευση του επισκέπτη της που δεν την βρήκε εκεί.
«Έλα μην ακούω βλακείες» τον επέπληξε τρυφερά η Κατερίνα που μέσα της σαν να πετάρισε κάτι που όμως κατέβαλε προσπάθειες να μη φανεί η συγκίνησή της στη σκέψη ότι μπορεί όντως να είχαν βάση τα λόγια του
συναδέλφου της.
Και η μέρα κύλισε όπως πάντα με κούραση και ανία.
Και κει προς το τέλος της βάρδιας, να ‘τος ο κ. Γεωργίου με ένα χαμόγελο που έπιανε θαρρείς όλο του το πρόσωπο, και που δεν κατέβαλε καμιά προσπάθεια να το καταπνίξει, ήρθε κοντά της την καλημέρισε αν και περασμένο μεσημέρι εδώ και ώρες και της είπε με αφοπλιστική ευγένεια απ’ αυτήν που τρελαίνει τις γυναίκες:
«Δεσποινίς Κατερίνα επιτρέψτε μου σας παρακαλώ κάπου να πάμε να σας κεράσω μια μπύρα, ένδειξη ελάχιστα μικρή ενός μεγάλου ευχαριστώ».
«Με δωροδοκείτε κ. Γεωργίου;»
«Δεν θα το έλεγα. Κάτι τόσο ασήμαντο μπροστά στα όσα κάνατε για μένα. Και δεν αναφέρομαι στα 8.000 ευρώ, αλλά για την ευαισθησία και τον τρόπο που χειριστήκατε την υπόθεσή μου. Με κάνατε να ελπίζω ότι τα πράγματα στην χώρα μου δεν είναι και τόσο μαύρα τελικά αφού υπάρχουν άνθρωποι σαν εσάς. Μην μού αρνηθείτε σας παρακαλώ. Να σας περιμένω κάτω;»
Η αλήθεια είναι ότι δίψασα λιγάκι και η πρότασή σας πολύ δελεαστική. Ναι μπορείτε να με περιμένετε δεν θ’ αργήσω», απάντησε η Κατερίνα και ορκίζεται ότι είδε την ίδια την Άνοιξη να ορμά ολόδροση, απαιτητική και πολλά υποσχόμενη μέσα στην άχαρη αίθουσα που καθημερινά τόσα δράματα ελάμβαναν χώρα. Μπήκε και στην καρδιά της και την γέμισε αρώματα δροσοσταλιές και χρώματα…
Όχι μόνον δράματα Κατερίνα ε; Μα και κάτι θαύματα, κάτι θαύματα!
Βίον ανθόσπαρτον κορίτσι μας…
–
γράφει η Λένα Μαυρουδή Μούλιου
Όμορφη και δροσερή σαν την Άνοιξη η ιστορία σου Λένα μου, δοσμένη με την υπέροχη πένα σου!!! Μ’ αρέσει να σε διαβάζω, μ’ αρέσουν οι ανατροπές και εσύ μας τις δίνεις πάντα στα κείμενά σου!!! Καλό απόγευμα!!!!
Και σένα τα λόγια σου ζεστά ό, τι πρέπει δηλαδή τώρα που κρυώνω
Πάρα πολύ ωραία ιστορία, με ωραία πλοκή, Λένα μου, μου άρεσε πολύ!!!!
Συγχαρητήρια!!!!
Χαίρομαι που σού άρεσε Μάρθα μου καλή
Κοίτα πού μπορείς να καταλήξεις πηγαίνοντας στην εφορία! Πολύ μου άρεσε η ιστορία σου Λένα, με το χιούμορ της και τις ανατροπές της. Μπράβο!
Αυτά τα απρόσμενα είναι που τελικά κάνουν ενδιαφέρουσα την ζωή μας
Παρόλο που ο χώρος που εκτυλίσσεται η ιστορία σου, Λένα είναι στενάχωρος, η εξέλιξή της είναι ευχάριστη χάρη στην ευαισθησία και τη δικαιοσύνη της Κατερίνας σε συνδυασμό με τον υπομονετικό και ευγενή κ. Γεωργίου. Μπράβο σου.
Αν με λίγη προσπάθεια τα πράγματα ήταν πάνω κάτω έτσι , τι ομορφη που θα ήταν η ζωή μας ….
Μόνοι μας την κάνουμε δύσκολη. Μαζοχισμός θες; Σαδισμός θες; Δεν ξέρω να σού πω…