Δεν ξέρω αν την αγάπησα ποτέ. Δεν ξέρω αν την πόνεσα ποτέ. Δεν ξέρω αν νοιάστηκα ουσιαστικά κι αληθινά ποτέ γι’ αυτήν.
Κόντευα τα εφτά μου χρόνια όταν μου ανακοίνωσαν οι γονείς μου πως θα έχω αδελφάκι.
«Να είναι αγόρι για να παίζω μαζί του…» ήταν η πρώτη μου αντίδραση.
Έβλεπα την κοιλιά της μητέρας μου να μεγαλώνει κι από κει που είχα την αποκλειστικότητα όλων, άρχισα να νιώθω τον κίνδυνο που ερχόταν ολοταχώς. Άρχισα να νιώθω πως έρχομαι δεύτερος και καταϊδρωμένος. Μέχρι τότε ήμουν ο μικρότερος μιας τεράστιας οικογένειας, που όλοι με αγαπούσαν, που ήμουν η μοναδική τους ασχολία, που ήθελαν να με βλέπουν χαρούμενο και χορτάτο. Όλα μέχρι τότε…
«Γέννησε η μαμά! Έχεις αδελφούλα!…» μου φώναξε ένα απόγεμα ο πατέρας μου χαρούμενος, ενώ έπαιζα με τους φίλους μου στην αυλή του σπιτιού μας.
«Κωστάκη, την παίρνεις για γυναίκα σου;» ήταν η αντίδρασή μου εκείνης της στιγμής.
Ένας κόμπος δέθηκε το στομάχι μου. Και μωρό και κορίτσι; Πώς να το αντέξω και να το καταπιώ… Έλειπε και μια βδομάδα η μαμά από το σπίτι… Η καλύτερή μου βέβαια, γιατί έμενα με τη θεία μου που είχε τέσσερα παιδιά και πολύ μεγαλύτερα από μένα και που μου έκαναν όλα τα χατίρια…
Σιγά-σιγά άρχισα να συνηθίζω την παρουσία της, αλλά ένιωθα πως ερχόμουν σε δεύτερη μοίρα κι αυτό μ’ ενοχλούσε πολύ. Εκείνη πάλι, μεγαλώνοντας, έλεγε το όνομά μου κι έλιωνε. Το έβλεπα, το ένιωθα κι ας ήμουν παιδί ακόμα.
«Θα την κάνω ό,τι θέλω…» σκεφτόμουν και συνειδητά ή ασυνείδητα, δεν ξέρω, μπήκε το σχέδιο σ’ εφαρμογή. Παρ’ όλο που κινδύνεψε να την χάσουμε δύο φορές κι ενώ έδειχνα σε όλους πως στενοχωριόμουν, τώρα που το σκέφτομαι, δεν ξέρω αν είχα λυπηθεί και τόσο πολύ.
Τα χρόνια πέρασαν και μεγαλώναμε παρέα, με αρκετή διαφορά ηλικίας και εντελώς διαφορετική ψυχοσύνθεση. Κι όσο μεγαλώναμε, τόσο η αδυναμία και η αγάπη της για μένα γίνονταν πιο έκδηλες και δυνατές και οι διαφορές μας πιο εμφανείς. Μέτριος μαθητής εγώ, έως άριστη εκείνη. Έως άβουλος εγώ, επαναστάτρια εκείνη.
Η αλήθεια είναι πως όσες φορές στενοχώρησα τους γονείς μας, εκείνη έμπαινε στη μέση κι έπαιρνε το μέρος μου. Όπως τότε, παιδιά ακόμη, θυμάμαι, είχα κάνει κάποια αταξία και η μάνα με κυνηγούσε στην αυλή για να με χτυπήσει, όταν πετάχτηκε η μικρή και μπήκε στη μέση. Μπρος εγώ, πίσω εκείνη και πιο πίσω η μητέρα μας. Κι όταν σκόνταψα κι έπεσα, έπεσε από πάνω μου και φώναζε στη μάνα μας να μη με χτυπήσει…
Αντίθετα, όταν μεγαλώσαμε κι έφυγα εγώ -είχα βρει δουλειά στο εξωτερικό- έκανε κι η μικρή την επανάστασή της, κάτι που στενοχώρησε πολύ τους γονείς μας. Και τότε έβγαλα όσο φαρμάκι είχα κρυμμένο μέσα μου τόσα χρόνια. Στα γράμματά μου την στόλιζα με όλα τα “κοσμητικά” επίθετα που υπάρχουν. Ούτε που σκέφτηκα να της συμπαρασταθώ ή να καταλάβω την αιτία της επανάστασής της.
Λίγο μετά την εφηβεία της, έκανε τη μεγάλη της έξοδο: έφυγε από το σπίτι, απ’ τους γονείς μας, αλλά κι από την πόλη που ζούσαμε.
«Αυτό ήταν…» σκέφτηκα. «Θ’ απαλλαγούμε επιτέλους!»
Πόσο λάθος έκανα ο ανόητος. Επαναστάτρια μεν, αλλά όταν έκανε λάθος, ήξερε να ζητά συγνώμη, όπως ήξερε και να βάζει όρους και όρια και να τα υπερασπίζεται με σθένος. Με το ίδιο σθένος που όποτε χρειαζόταν, υπερασπιζόταν κι εμένα.
Ο καιρός περνούσε. Εγώ επέστρεψα στα πάτρια κι εκείνη παρέμεινε εκτός, αλλά, έχοντας πλέον μια ισότιμη και υγιή σχέση με τους γονείς μας. Η αγκαλιά και το φιλί της, όταν και όποτε ερχόταν στο πατρικό, μου έκαιγαν τα σωθικά. Πώς μπορούσα να της πω πως μου έκλεψε τα πρωτοτόκια, πως μου έκλεψε τα εύσημα και τα αριστεία, πως μου έκλεψε ακόμα κι αυτόν τον τσαμπουκά, την μαγκιά που έπρεπε να έχω σαν αρσενικό; Ήξερα και το έδειχνε με κάθε τρόπο, πως λάτρευε τα γονικά μας, όπως και μένα. Εδώ, δε δίστασε να έρθει σε αντιπαράθεση με τον πατέρα μας -όχι μία, αλλά πολλές φορές- και να σηκώσει το “λάβαρο”, παίρνοντας αποφάσεις έως και ριζοσπαστικές. Δε δίστασε να αναμετρηθεί ακόμα και με υψηλά ιστάμενα πρόσωπα, προκειμένου να με υπερασπιστεί…
Πολλά της είχα και της έχω μαζεμένα. Ακόμη και όταν χάσαμε τον πατέρα μας, εκείνη έβαλε “πλάτη”, χωρίς να φαίνεται, για να στηρίξει εμένα και τη μάνα μας.
Δεν τη θέλω στη ζωή μου. Δεν θέλω να υπάρχει. Αρνούμαι να έχω οποιαδήποτε επαφή μαζί της. Δεν θέλω να μοιραστώ οτιδήποτε μαζί της. Μέχρι και στα δικαστήρια την τρέχω κι εκείνη, μετά από είκοσι πέντε χρόνια, αποφάσισε να μου κάνει μήνυση για συκοφαντική δυσφήμιση (γιατί αυτό έκανα) και δεν μου έκανε αγωγή για να ζητήσει, έστω, χρήματα για τα τόσα έξοδα στα οποία την έχω υποβάλλει όλα αυτά τα χρόνια με εισιτήρια και δικηγόρους, ούτε καν για ψυχική οδύνη…
Εδώ, χάσαμε την μάνα μας, που τα τελευταία είκοσι χρόνια ζούσε μαζί της και για την οποία δεν νοιάστηκα ποτέ και είχε, άκουσον-άκουσον, το θράσος να με ειδοποιήσει… Να πάω στην κηδεία της μητέρας μας, γιατί εκείνη το αποφάσισε. Αντί να την φέρει στα πάτρια, για άλλη μια φορά, έκανε αυτό που εκείνη ήθελε· την κράτησε κοντά της κι έπρεπε να κάνω ολόκληρο ταξίδι…
Γι’ αυτό κι εγώ τις εκδικήθηκα και τις δύο. Εκεί που άλλοτε υπήρχε ένας τεράστιος και πανέμορφος κήπος, που φρόντιζε η μάνα όσο ζούσε στο πατρικό και την κρατούσαν και οι δυνάμεις της, με λογής-λογής λουλούδια, χρώματα και αρώματα, εγώ τα τσιμέντωσα. Ναι. Δεν τα ξερίζωσα μονάχα. ΟΧΙ. Τους έριξα και τσιμέντο. Να μην τολμήσουν να ξαναβγούν. Να μη μου θυμίζει τίποτα την ύπαρξη και του πατέρα που με αδίκησε, αφού τα άφησε όλα μισά-μισά. Έπρεπε να τα αφήσει όλα σε μένα, που έμενα στα πάτρια. Δεν ήθελα να μου θυμίζει τίποτα και τη μάνα, διότι όλα αυτά τα χρόνια ζούσε με την κόρη της. Όχι πως την ήθελα και ιδιαίτερα, αλλά όχι μ’ αυτήν.
Και τώρα που ξεμπέρδεψα με όλους τους, θα έπρεπε να είμαι πολύ χαρούμενος, δεν θα έπρεπε;
_
γράφει η Αθηνά Μαραβέγια
Το σχόλιό σας είναι επιθυμητό!
0 Σχόλια