Την κίτρινη ζακέτα της δεν έλεγε να την αποχωριστεί, ακόμη και όταν άρχιζαν οι ζεστές ημέρες του καλοκαιριού. Να υπήρχε, λέει, κάποιος μαγικός τρόπος και με έναν αυτόματο μηχανισμό που θα ‘ταν κρυμμένος κάπου στον γιακά της, να την έκανε κλιματιζόμενη και κατάλληλη να την φορά ακόμη και σε καύσωνα. Μα τέτοια τεχνολογία δεν γνώριζε να υπάρχει και της αρκούσε να αφαιρεί τα μανίκια της με τα φερμουάρ που έλαμπαν στις ακτίνες του ήλιου, θαρρείς και ήταν φτιαγμένα από χρυσάφι. Την φορούσε, που λέτε, συνεχώς, πλύνε βάλε κι όμως παρέμενε φρέσκια σαν καινούργια, παρά την αλόγιστη χρήση της. Σήμα κατατεθέν της η ζακέτα αυτή και το άρωμά της. Μέχρι που της κόλλησαν το παρατσούκλι (όχι που θα τ’ άφηναν): Μαρία με τα κίτρινα!
Προς το τέλος της εφηβείας της πια, με τα χρόνια να περνούν και να αφήνουν πάνω της όπως σε όλους μας τα σημάδια τους. Πάνω της, γιατί στην ζακέτα κανένα σημάδι παρακμής, κανένα ελάττωμα, καμιά πεπερασμένη μόδα που να την καθιστά γελοία φορώντας την, θαρρείς και η μόδα την ακολουθούσε και όχι το αντίστροφο.
Η ζακέτα της Μαρίας ήταν πια τόσο διάσημη για το νησί όσο και ο πελεκάνος του, που έφερνε ανενόχλητος βόλτες στην παραλία και πόζαρε με αυταρέσκεια στις κάμερες των τουριστών που θεωρούσαν αδιανόητο να βρίσκονται στο νησί και να μην φωτογραφηθούν μαζί του καθώς και με την κιτρινοφορούσα Μαρία. Ήταν τέτοια η δημοφιλία της που κάποτε κάποιος πολιτικός πρότεινε και έγινε αποδεκτό, η Μαρία με τα κίτρινα να αποτυπωθεί σε γραμματόσημο και να παραμείνει αθάνατη ανά τις δεκαετίες.
Και ξαφνικά, μια αποφράδα ημέρα, η Μαρία και η ζακέτα της χάνονται. Τι έγινε η Μαρία, βρε παιδιά; Και τι ήταν που χάθηκε, βελόνα στα άχυρα, ή καμιά καρφίτσα σε ατελιέ μοδίστρας;
Ανάστατο το νησί.
Κανείς δεν την είχε δει να φεύγει με το πλοίο της γραμμής ή με το κότερο κανενός από τους προύχοντες ξένου ή και ντόπιου. Και έμοιαζε σαν ξαφνικά να έφυγε από το κάντρο ο ήλιος, τα λουλούδια. Σαν η θάλασσα να ‘μεινε αδειανή, χωρίς κολυμβητές και πλεούμενα και οι ψαράδες δίχως δίχτυα. Χωρίς τη Μαρία με τα κίτρινα δεν νοείτο νησί και αν δεν βρισκόταν, τότε σίγουρα, ποτέ δεν θα ξαναήταν σαν και πριν το νησί αυτό, όσα χρόνια κι αν περνούσαν.
Άρχισαν οι πάντες να ψάχνουν στα πλέον απίθανα και πιθανά μέρη, μα αποτέλεσμα στείρο, θαρρείς και η γη άνοιξε και την κατάπιε, χωρίς να αφήσει ίχνη και χωρίς επίσης αυτό να αποτελεί σχήμα λόγου αλλά κυριολεξία.
Ήταν πια εκεί κατά την τρίτη ημέρα ψαξίματος κατά τας γραφάς, όταν μια από τις ομάδες ανακάλυψε κάτι το σημαντικότατο. Στο Δάσος με τις μηλιές και σε ένα από τα χαμηλά κλαδιά μιας μηλίτσας βρέθηκε σκαλωμένο το ένα μανίκι της κίτρινης ζακέτας, που κατά πώς έδειχναν τα πράγματα, αφαιρέθηκε βίαια από τον κυρίως κορμό της, με αποτέλεσμα κάπου να στραβώσουν λίγα από τα άψογα δόντια του φερμουάρ. «Κακό σημάδι», είπαν όλοι με ένα στόμα, μια φωνή. Και τι έγιναν τα άλλα ¾ της ζακέτας; Αν πράγματι, βέβαια, αποτελούσε η κίτρινη ανακάλυψη το ένα από τα δύο μανίκια της ζακέτας του αγνοούμενου κοριτσιού. Μα και αυτό το ερώτημα απαντήθηκε άμεσα γιατί στην μανσέτα του μανικιού ήταν κεντημένο με κόκκινη κλωστή το όνομά της. Δυστυχώς, ανήκε στη ζακέτα της Μαρίας.
Το μυαλό του κόσμου πήγε στο χειρότερο. Μη και κανένα άγριο θηρίο την κατασπάραξε, μήπως τούτο, μήπως τ’ άλλο και το παρ’ άλλο. Σε κάθε περίπτωση, κάτι το τρομερό θα πρέπει να έχει συμβεί στο κορίτσι τους για να φτάσει στο σημείο θέλοντας και μη, να αποχωριστεί μέρος της περιβόητης ζακέτας της ως εάν ακρωτηριαζόταν ένα πράγμα. Με βάση λοιπόν αυτό το σκεπτικό και το μανίκι, οι έρευνες εντοπίστηκαν στο σημείο που ανευρέθηκε αυτό και στην κοντινή περιοχή τριγύρω. Ίσως, έτσι όπως βάδιζε αμέριμνα στο δάσος μαζεύοντας κούμαρα που ήταν η αδυναμία της, να μην πρόσεξε και να έπεσε σε καμιά λυκοπαγίδα, παρέα με κανέναν λύκο που δεν θα τον ένοιαζε βέβαια αν επρόκειτο για την κοκκινοσκουφίτσα ή την κιτρινοφορούσα, δεν έχουν οι λύκοι χρωματικές ρατσιστικές προτιμήσεις… Για να αποδειχθεί ότι κατά το ήμισυ σωστή ήταν η υπόθεση της λυκοπαγίδας. Βρέθηκε εγκλωβισμένη σε μια τέτοια και, άκουσον άκουσον, παγιδευμένη στο κεφάλι και κυρίως στο στόμα, γι’ αυτό και δεν καλούσε σε βοήθεια αφού το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να ανασαίνει, ευτυχώς και αυτό να λέμε, ενώ το άλλο μισό του εφιάλτη, η απουσία λύκου δηλαδή από το σκηνικό της παγίδας, ήταν το παρήγορο.
Ανέβασαν το κορίτσι, που έτρεμε υπό το κράτος, φανερά, ενός πολύ δυνατού shock και το αγροτικό ιατρείο που μεταφέρθηκε, λίγα μπορούσε να κάνει για την κατάστασή της. Συνέστησε η γιατρός εκεί την άμεσο μεταφορά της στο γειτονικό νησί όπου λειτουργούσε ένα μικρο νοσοκομείο πρώτων αναγκών, (από τα μείον των κατά τα άλλα υπέροχων νησιών μας η έλλειψη ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης) και ήλπιζε σε ταχεία της ανάρρωση. Κυρίως ψυχολογική υποστήριξη χρειαζόταν, γιατί ποιος ξέρει πόσες φορές δεν θα είδε τον λύκο να την οσμίζεται και να μηχανεύεται τρόπους για το ξεκοκκάλισμά της, χωρίς ο ίδιος να παγιδευτεί.
Άδικο είχε λοιπόν το κορίτσι να έχει μια τέτοια μεταφυσική αγάπη στη ζακέτα της η οποία και την έσωσε, αφού στην αδυναμία εκείνης να καλέσει σε βοήθεια, ανέλαβε η ζακέτα της να «μιλήσει» αντ’ αυτής, θυσιάζοντας το ένα της μανίκι, έτσι καθώς το έδαφος υποχωρούσε βίαια, παγιδεύοντάς την στον παρ’ ολίγον τάφο της.
_
γράφει η Λένα Μαυρουδή Μούλιου
0 Σχόλια