Η Αγγελική έκλεισε το τηλέφωνο και με χορευτικές φιγούρες έφερε πάνω κάτω τη μικρή της γκαρσονιέρα, που ξαφνικά έγινε πιο φωτεινή κι ας είχε για θέα τον ακάλυπτο. «Αύριο το πρωί στις εννέα» έλεγε και ξαναέλεγε με μελωδικό οίστρο, αφήνοντας χαρούμενα χρώματα και παιχνιδιάρες νότες να ντύσουν το όνειρό της με ένα ρούχο που έμοιαζε ουτοπικό για την εποχή. Η είδηση της πρόσληψής της σε ένα κέντρο διατροφής και δίαιτας την πλημμύριζε με μυριάδες συναισθήματα αισιόδοξα και φωτοβόλα.
Η επόμενη μέρα ξημέρωσε ζεστή, καλοκαιρινή και ο νεανικός της ενθουσιασμός, ένας ήλιος ασυγκράτητος, την οδήγησε μισή ώρα νωρίτερα στο ραντεβού. Όσο περίμενε στο σαλόνι, παρατηρούσε το χώρο με ανιχνευτική διάθεση και προσπαθούσε να τον οικειοποιηθεί με τα μάτια. Τα λιτά, εργονομικά έπιπλα, ο αισθαντικός φωτισμός, ένας όμορφος πίνακας ζωγραφικής, η απαλή μουσική που απλωνόταν αρμονικά στην αίθουσα και τα χαμογελαστά πρόσωπα των υπαλλήλων, την ταξίδευαν νοερά στο μελλοντικό εργασιακό της περιβάλλον. Το φανταζόταν λαμπρό αλλά στο άκουσμα των μηνιαίων απολαβών, από τον διευθυντή αργότερα, άρχιζε να χλομιάζει. Ξαφνιάστηκε, όταν είδε τα χρώματα να λουφάζουν ενοχικά σε μια γωνιά του νου της και να κοιτούν μαθηματικά σύμβολα και υπολογισμούς να παρελαύνουν αυτάρεσκα αλλά δεν είχε εναλλακτική. Η προοπτική να βρει αλλού εργασία με αξιοπρεπή μισθό ήξερε πως ήταν άπιαστη κι έτσι συμβιβάστηκε.
Από τότε, οι μέρες της επιδίδονταν σε μια άσκηση ισορροπίας πάνω στην κινούμενη δοκό του χρόνου. Από τη μια απολάμβανε την ευχαρίστηση που βίωνε στη δουλειά της και την ανέβαζε στα ουράνια, από την άλλη απελπιζόταν με τις οικονομικές δυσκολίες που την έριχναν στα τάρταρα, ενώ στη θέα μιας άοκνης ελπίδας που βαστούσε με δυσκολία το ισοζύγιο, πότε έπαιρνε θάρρος και πότε αγωνιούσε. Πόσο θα άντεχε κι αυτή. Ήταν θέμα χρόνου να λυγίσει, όπως κι έγινε λίγους μήνες αργότερα, ένα βροχερό απόγευμα Νοέμβρη.
Εκείνη την ημέρα είχε μια ανεξήγητη δυσθυμία. Ίσως έφταιγε ο καιρός που την παρέσερνε στη μουντάδα του, ίσως ένα καμπανάκι που χτυπούσε μέσα της και την προετοίμαζε γι’ αυτό που θα ακολουθούσε, ίσως και τα δυο μαζί. Στο τέλος της βάρδιας, η ανακοίνωση του διευθυντή πως ένα μέρος του μισθού της δε θα της αποδιδόταν πια σε μετρητά αλλά σε κουπόνια, για να ψωνίζει σε συγκεκριμένες αλυσίδες καταστημάτων, προκάλεσε σεισμό πολλών ρίχτερ.
Η κοπέλα έμεινε άφωνη από την ταραχή της. Τα κοιτούσε και δεν πίστευε στα μάτια της. Ο σύγχρονος μισθός έμοιαζε με ωρολογιακή βόμβα έτοιμη να εκραγεί στις ιδρωμένες από το άγχος παλάμες της, ενώ η ιδέα πως άλλοι όριζαν τις ανάγκες της με τρόπο που εξυπηρετούσε τα δικά τους συμφέροντα την έκανε έξω φρενών. Διαμαρτυρήθηκε. Αντέδρασε. Το μόνο που κατάφερε, ήταν να εισπράξει μια κουβέντα κατανόησης από τον διευθυντή που παρέμεινε ακλόνητα ψύχραιμος, λες και ήταν ρυθμισμένος να απαντά σε όλους με χαμόγελα κάλπικα και με ευγένεια προσποιητή. «Σε καταλαβαίνω αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο», έτσι της είπε με μειλίχιο ύφος αλλά κοφτό, δίνοντάς της να καταλάβει πως η κουβέντα έληξε.
Βγήκε από το γραφείο του με ένα βάρος στο στήθος και στην έξοδο του κτιρίου κοντοστάθηκε για μια ανάσα αλλά η ατμόσφαιρα ήταν πνιγηρή, ανακατεμένη με υγρασία και μούχλα. Σκέπασε το πρόσωπό της με το κασκόλ κι άρχισε να περπατά στους βρεγμένους δρόμους, με τις σκέψεις να σκοντάφτουν στην τύρβη και τα γκρίζα χρώματα της μεγαλούπολης. Αφαιρέσεις και μόνο αφαιρέσεις ξεπηδούσαν σαν τα φαντάσματα μπροστά στα μάτια της, αφού οι άλλες πράξεις είχαν εκτοπιστεί ακούσια από το νου. Η πρόσθεση ήταν λησμονημένη από καιρό, ο πολλαπλασιασμός ουτοπικός και η διαίρεση ανάλγητη. Επέστρεψε στην γκαρσονιέρα της αργά και δεν την αναγνώρισε. Της φάνηκε άδεια, μουντή και παγερή, σα να είχαν μετακομίσει όλα τα αισιόδοξα χρώματα παίρνοντας μαζί τους τη θαλπωρή της χαράς.
«Πώς γίνεται να είναι όλα τόσο ρευστά, σχήματα, χρώματα, συναισθήματα; Να ρέουν ακατάπαυστα και να αλλοιώνονται, μεταμορφώνοντας από τη μια στιγμή στην άλλη τα όνειρα σε εφιάλτες;» αναρωτήθηκε το άλλοτε ανέμελο κορίτσι, που μέσα σε λίγους μήνες είχε μεταμορφωθεί σε θυμόσοφη γυναίκα.
Ξάπλωσε στον καναπέ. Τυλίχτηκε καλά με μια κουβέρτα και μαζεύτηκε σαν το έμβρυο στην εσωτερική του γωνία, που αντικατέστησε την αγκαλιά της μάνας που βρισκόταν χιλιόμετρα μακριά. Σε αυτή τη στάση έμεινε όλο το βράδυ, με τις σκέψεις να στήνουν χορό στον άυπνο νου της. Το ξημέρωμα τη βρήκε κουρασμένη, πριν ακόμη πάει για δουλειά, κι όσο σκεφτόταν πως την περίμενε μια μέρα κατάφορτη με ραντεβού, απελπιζόταν.
Σηκώθηκε βαρύθυμη από το κρεβάτι κι άνοιξε την ντουλάπα. Ξεκρέμασε ένα μαύρο φόρεμα, το κοίταξε καλά και το πέταξε αμέσως στο κρεβάτι σαν κάτι μιαρό. Αποφασισμένη να εκδυθεί την κακή της διάθεση, αναζήτησε βοήθεια από ένα κόκκινο μπλουζοφόρεμα που βρήκε καταχωνιασμένο στο συρτάρι.
«Μάταιη προσπάθεια» μονολόγησε, την ώρα που στεκόταν μπροστά στον καθρέπτη και το κοιτούσε φορεμένο παρατηρώντας ταυτόχρονα τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια της.
Άκεφη και υποτονική έφτασε στη δουλειά. Δυο τρεις καλημέρες με τους συναδέλφους, μερικά πειράματα από τον πιο χωρατατζή κι ένα χαμόγελο σχηματίστηκε αβίαστα στα χείλη της. Με μια κούπα διπλό καφέ πήγε στο γραφείο της και κάθισε αναπαυτικά στην καρέκλα. Η απαλή μουσική που είχε κατακλύσει το χώρο άρχισε να τη χαλαρώνει, όση ώρα κοιτούσε τη λίστα με τα ραντεβού. Για καλή της τύχη, η πρώτη πελάτισσα έτυχε να είναι και η αγαπημένη της.
Η πόρτα χτύπησε. Μια μεσόκοπη γυναίκα εμφανίστηκε χαμογελαστή και προσηνής, την καλημέρισε εγκάρδια και της πρόσφερε ένα τριαντάφυλλο κατακόκκινο και μυρωδάτο.
«Όμορφο και δροσερό σαν την Αγγελική σκέφτηκα, όταν το είδα ανθισμένο στη γλάστρα μου και τι σύμπτωση! Ταιριάζει με το πλεκτό σου φόρεμα» της είπε με φωνή ζεστή, γεμάτη τρυφεράδα.
Η Αγγελική το κράτησε στα χέρια και το βλέμμα της εστίασε στις σταγόνες που είχαν κολλήσει στα πέταλά του. Ίσως ήταν το πείσμα του να ανθίσει κόντρα στη βροχή, ίσως η αποφασιστικότητά του να μετατρέψει τα λυγμικά της παράπονα σε απέριττα στολίδια, που την έκαναν να το παρατηρεί σα να έβλεπε τριαντάφυλλο για πρώτη φορά.
«Πόσο κλάμα έριξε η φύση για να φαίνεται τόσο ξεχωριστό» σιγομουρμούρισε, κάνοντας την κυρία να γνέψει συγκαταβατικά.
Το πλησίασε στο πρόσωπό της. Έκλεισε τα μάτια και αφέθηκε στο εκλεπτυσμένο άρωμα, ενώ μια τόση δα σταγόνα από το άλικό του χρώμα έσταξε στη διάθεσή της κι άρχισε να απλώνεται σαν κύμα παλιρροιακό. Ήταν ό,τι χρειαζόταν εκείνη τη στιγμή, για να της υπενθυμίσει αυτό που της έλεγε συχνά ο πατέρας της όταν την έβλεπε στενοχωρημένη: «Τα χρώματα δε χάνονται, Αγγελικούλα μου, μόνο κρύβονται κι εμφανίζονται σε χρόνο ανύποπτο, φτάνει να σε δουν με τα πινέλα στο χέρι».
–
γράφει η Χριστίνα Σουλελέ
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
Συγχαρητήρια για το έργο σας, γεμάτο με την φρεσκάδα της νιότης, τα αδιέξοδα της , το πείσμα , την αισιοδοξία και τη διάθεση να απαντάει στη φύση όταν της στέλνει μηνύματα.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ! Πολλά αδιέξοδο αντιμετωπίζουν τα νέα παιδιά, είναι σημαντικό όμως να παίρνουν δύναμη από τα αισιόδοξα μηνύματα που δέχονται από το περιβάλλον/