Πλησιάζει την έβδομη δεκαετία. Όλοι την θυμούνται σαν έναν άνθρωπο έξω καρδιά. Ακόμα και τα μεγάλα της προβλήματα, τα ξόρκιζε με γέλιο. Αρνιόταν πεισματικά να σκύψει το κεφάλι. Της άρεσε να προσφέρει από το δικό της μετερίζι. Πάντα της ήταν γεμάτη από αγάπη που εκείνη ένοιωθε και δεν την ένοιαζε αν θα την εισέπραττε. Της αρκούσε που μπορούσε να αγαπάει. Και πολλές ήταν εκείνες οι φορές που οι άλλοι ζητούσαν έναν άλλον τρόπο απόδειξης, μα εκείνη είχε τον δικό της.
Τώρα βρίσκεται στο σπίτι της. Έχει κλείσει τα πορτοπαράθυρα της ψυχής της και αρνείται να επικοινωνήσει με τον οποιονδήποτε. Της μιλούν κι εκείνη δείχνει να μην ακούει. Την αγγίζουν και φαίνεται να μην νοιώθει. Δεν αντιδρά καθόλου.
Οι λιγοστές κινήσεις της, που άλλοτε δεν στεκόταν σε μια μεριά, είναι απειροελάχιστες. Οι δικοί της άνθρωποι δεν ξέρουν αν και πότε πεινά ή διψά. Αν πονά ή όχι.
Όσοι γιατροί κι αν την είδαν, σε όσες εξετάσεις κι αν την υπέβαλαν, κάτι που παλαιότερα αρνιόταν συστηματικά, δεν έβρισκαν καμία “βλάβη”.
«Είναι καθαρά ψυχολογικό…» ήταν η ετυμηγορία όλων.
– Και τι μπορούμε να κάνουμε;
– Να βρείτε τι είναι αυτό που την “κλείδωσε” ή τι θα μπορούσε να την “ξεκλειδώσει”.
Και σε ψυχολόγους την πήγαν για να βοηθηθεί. Μάταιος κόπος. Δεν συνεργαζόταν με κανέναν. Σαν να μην υπήρχε κανείς γύρω ή κοντά της. Έψαξαν να βρουν τι συνέβη, ποιος απ’ όλους την είχε πληγώσει τόσο πολύ και την έφερε σ’ αυτήν την κατάσταση. Το ευτύχημα είναι πως δεν έριξε ο ένας τις ευθύνες στον άλλον και είχαν μιαν άριστη συνεργασία. Προσπάθησαν να βρουν τι θα ήταν εκείνο που θα την έκανε και πάλι να χαμογελάσει ή έστω, να κοιτάξει. Να πάψει πια να καρφώνει τη ματιά της σ’ ένα σημείο ή να έχει εκείνο το απλανές βλέμμα.
– Τελικά κανείς μας, όλα αυτά τα χρόνια, δεν την ήξερε. Κανείς μας δεν ασχολήθηκε τι την δραστηριοποιεί, τι την χαροποιεί…
– Κατά τα άλλα της επιρρίπταμε και ευθύνες πως εκείνη δεν ήξερε τι μας αρέσει και τι όχι.
– Ναι, την στήναμε στον τοίχο και την βομβαρδίζαμε…
– Εκείνη πάντα προσπαθούσε να μας έχει όλους ευχαριστημένους κι εμείς τι κάνουμε τώρα;
– Τα τελευταία χρόνια δεχόταν κι αποδεχόταν τις όποιες άσχημες συμπεριφορές μας αγόγγυστα.
– Έχεις δίκιο. Πόσο καιρό είχαμε να την δούμε θυμωμένη; Να νευριάζει; Παλαιότερα φώναζε. Ακόμα και οι κινήσεις της είχαν έναν θυμό, ένα νεύρο…
– Πώς μας ξεγέλασε τόσο;
– Δεν μας ξεγέλασε. Μέρα τη μέρα, χρόνο το χρόνο κλείδωνε τον θυμό μέσα της για να μη μας στενοχωρεί. Αυτό πρέπει να είναι.
– Ναι, αλλά τότε δεν θα έπρεπε να ξεσπάσει κάπως;
– Ο καθένας μας έχει τους δικούς του κώδικες.
Όσες συζητήσεις κι αν έγιναν ή γίνονταν, υπήρξε αδύνατον να την “ενεργοποιήσουν”. Συσπειρώθηκαν όλοι γύρω της και προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν μαζί της. Έδειχνε να μην τους βλέπει, να μην τους ακούει. Το μόνο που έκανε και δεν επέτρεπε σε κανέναν να την βοηθήσει, ήταν η προσωπική της καθαριότητα. Αμίλητη σηκωνόταν από το κρεβάτι, με σταθερά βήματα, πήγαινε στην τουαλέτα, φορούσε μετά ό, τι έβρισκε να κρέμεται στην κρεμάστρα και έπαιρνε την θέση της στην καρέκλα της. Πόσες φορές δοκίμασαν να μην της ετοιμάσουν το πρωινό της ρόφημα, για να δουν τι θα κάνει. Τίποτα. Ούτε νερό δεν σηκώθηκε να πάρει…
Οι κινήσεις της δεν ήταν υποτονικές. Αντίθετα, θα έλεγε κανείς πως αν έβρισκαν αυτό το “κάτι” που θα την “αφυπνίσει”, θα είχε τόση ενέργεια, όση και στα νιάτα της.
Της έβαζαν μουσική που τόσο της άρεσε. Τραγούδια που άλλοτε τα σιγοτραγουδούσε κι έβρισκε πάντα την δεύτερη φωνή… Τότε τους ενοχλούσε και την “μάλωναν” να σταματήσει… Και τώρα, πόσο θα ήθελαν να ακούσουν ξανά την φωνή της…
Της έφεραν βιβλία. Τίποτα. Σταυρόλεξα που άλλοτε την ξεκούραζαν. Τίποτα. Φωτογραφίες… Τα άλμπουμ που με τόση προσοχή και μεράκι είχε φτιάξει. Της έδειχναν τις “απώλειές” της κι ούτε ένας σπασμός στο πρόσωπό της. Τις κοίταζε χωρίς να τις βλέπει…
Τι ήταν αυτό που την “κλείδωσε”; Αν το έβρισκαν, ίσως τότε να μπορούσαν να βρουν το αντίδοτο. Επιστράτευσαν αγαπημένα της πρόσωπα. Όσοι και όσες κι αν ήρθαν σπίτι, κανέναν και καμία δεν κοίταξε κατάματα, μήτε φάνηκε να τους ακούει ή να τους αναγνωρίζει.
Γέμισαν τα μπαλκόνια της με πολύχρωμες γλάστρες. Καμιά αντίδραση.
Πώς γίνεται, αυτή η τόσο δραστήρια, μέχρι πριν λίγο καιρό, αυτή που δεν μπορούσε να σταθεί στιγμή, τώρα να αρνείται τα πάντα; Κόντευαν να τρελαθούν. Η απόγνωση και η στενοχώρια τους, παρόλο που οι γιατροί τους είχαν συστήσει να της μιλάνε ήρεμα, πολλές ήταν οι φορές που έφτασαν να χάσουν την ψυχραιμία τους. Ακόμα και τότε, εκείνη δεν αντιδρούσε.
– Θα την πάω μια βόλτα.
– Και θα σε ακολουθήσει;
– Έχω φέρει αναπηρικό αμαξίδιο και στην ανάγκη θα την δέσω πάνω.
Χωρίς δεύτερη κουβέντα και χωρίς εκείνη να αντιδράσει διόλου, της φόρεσαν τα ρούχα που της άρεσαν ή έστω, αυτά που νόμιζαν πως της άρεσαν, και βγήκαν στον δρόμο. Περπάτησαν για αρκετή ώρα, μέχρι που κουράστηκαν. Κόντευε μεσημέρι.
– Πάμε στην παιδική χαρά να καθίσουμε λιγάκι, γιατί δεν αντέχω άλλο…
Βρήκαν ένα απόσκιο παγκάκι, την γύρισαν να βλέπει προς τις τριανταφυλλιές που ήξεραν πόσο της άρεσαν…, κι εκεί έγινε το θαύμα!
Κάπου εκεί κοντά, λίγο παραπέρα, σε ένα άλλο παγκάκι καθόταν μια μαμά με το μωρό της στο καροτσάκι του και του τραγουδούσε. Για κάποιο λόγο το μωρό άρχισε να κλαίει. Τι κι αν η μάνα το σήκωσε, τι κι αν προσπάθησε να το ηρεμήσει, αυτό έκλαιγε με παράπονο…
– Σώπα, αγάπη μου…
Σηκώθηκε από το αναπηρικό αμαξίδιο και πήγε προς το μωρό.
– Σας παρακαλώ, αφήστε την. Δεν θα του κάνει κακό. Θα σας εξηγήσουμε…
Παρακάλεσαν την μάνα που κοίταζε με απορία.
Πλησίασε το μωρό με αργά βήματα και ένα τεράστιο χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό της.
«Μπορώ;» είπε στην μάνα, κάνοντάς της νόημα να το πάρει αγκαλιά.
«Παρακαλώ…» απάντησε σαστισμένη η νεαρή μητέρα, προσπαθώντας να ακούσει και να καταλάβει τι της έλεγαν.
– Έλα, μωρό μου. Έλα να σου δείξω τι όμορφη που είναι η αγκαλιά… Να το αγκαλιάζετε πιο συχνά. Όσο πιο συχνά μπορείτε…
Και χωρίς άλλη κουβέντα, άρχισε να λέει στο μωρό για τα πουλάκια, τα λουλούδια, τα μεγαλύτερα παιδάκια που παίζουν, για τα συννεφάκια, τις μελισσούλες, για χίλια δυο. Κι εκείνο, σαν να ήξερε πως ήταν το “φάρμακό” της, καθόταν στην αγκαλιά της, την κοίταζε στα μάτια, μέχρι που αποκοιμήθηκε. Πολύ τρυφερά το ακούμπησε στο καροτσάκι του, ευχαρίστησε την νεαρή μητέρα, που στο μεταξύ, μέσες-άκρες, είχε ενημερωθεί για την κατάστασή της κι εκείνη μ’ ένα πλατύ χαμόγελο της είπε:
– Θα σας περιμένουμε αύριο το πρωί κατά τις 10. Σας ευχαριστούμε πολύ!…
– Στο καλό, κορίτσι μου. Κι όπως σου είπα: να το παίρνεις αγκαλιά όσο περισσότερο μπορείς, τώρα που είναι μωρό…
_
γράφει η Αθηνά Μαραβέγια
0 Σχόλια