Το μίσος, το αβυσσαλέο μίσος που έτρεφε η κυρά Σμαρώ για τον πρώην γαμπρό της το Δημητρό, ήταν γνωστό τοις πάσι. Δεν ήταν κάτι που η ίδια προσπαθούσε να κρύψει. Κάθε άλλο. Το διατυμπάνιζε σε όλους τους τόνους και τα ημιτόνια, με όποιον τέλος πάντων τρόπο μπορούσε. Όχι απευθείας στο αντικείμενο του μίσους της αλλά διά της πλαγίας οδού και ευκαιρίας δοθείσης τον έπιανε στο στόμα της και τον περιέλουζε με όσες βρισιές υπήρχαν στο λεξικό της και με όσες κατάρες είχε μάθει από τη Νενέ της και τις Νενέδες ακόμη των φιλενάδων της.
Απορία όλων ήταν, πώς και δεν είχε βιαιοπραγήσει εναντίον του, πώς και ακόμη δεν είχε αποπειραθεί να του αφαιρέσει τη ζωή. Πράγμα που ευχόταν αν του συμβεί μεν, αλλά όχι από αυτήν την ίδια, για να μην υποστεί την φρίκη του εγκλεισμού της σε φυλακές και τέτοια, όπως έλεγε.
«Ανθρωποκτονία μωρέ την λέτε αυτήν την άγια πράξη; Μυοκτονία πέστε την καλύτερα» τους απαντούσε.
«Μακάρι και να μπορούσα να τον ξέκανα τον άτιμο. Τον άχρηστο. Μα με δηλητήριο που και μόνο μια του σταγόνα θα σκότωνε ελέφαντα θες, μα με κάτι άλλο εξίσου αποτελεσματικό;
Μα εδώ είναι η αδικία και η πλάκα μαζί. Αν κάτι τέτοιο συνέβαινε και εγώ τύχαινε να είμαι άμοιρη ευθυνών ο πρώτος ύποπτος για τον θάνατό του ποιος θα ήταν; Εγώ βέβαια. Έχετε αντίρρηση; Γι’ αυτό τρέμω μην αναλάβει κάποιος άλλος εκτός από μένα να ξεβρομίσει το χωριό από την ύπαρξή του και οι υποψίες πέσουν πάνω μου, ενώ δεν θα έχω νιώσει ή ίδια τη χαρά του ξεβρομίσματος, αν καταλαβαίνετε τι θέλω να ειπώ…»
Έτσι, ενώ η κυρά Σμαρώ ευχόταν αυτά τα ωραία για τον μισητό εχθρό της, την ίδια στιγμή έτρεμε για την ζωή του. Ήταν σίγουρη ότι και άλλοι σαν αυτήν τον μισούσαν, έτσι παλιάνθρωπος που ήταν και οι επιθυμίες τους εναντίον του το ίδιο φαρμακερές σαν τις δικές της. Όμως οι αρχές του τόπου −καλά τώρα, ας τις πούμε αρχές– ποιον θα κατηγορούσαν πρώτα απ’ όλους; Εκείνη. Δίκιο είχε να το λέει. Μα εκείνη, αν κάτι άλλο έτρεμε, ήταν τα δικαστήρια, τα έξοδα των δικηγόρων, που δεν τα είχε και το μπαινόβγαινα στη φυλακή, κλεισμένη σε ανήλιαγο κελί, μαζί με πραγματικές φόνισσες, με πόρνες με καμπαρετζούδες, με, με, με, έως ότου αποδειχθεί, -και αν αποδειχθεί- ότι εκείνη ήταν άμοιρη ευθυνών.
Και η σκέψη αυτή την ξεπερνούσε…
‘‘Αν είχα χρήματα’’, έλεγε, ‘‘Θα έβαζα να τον φιλάνε δυο τρείς φουσκωτοί, πώς τους λέει να δεις ο εγγονός μου, body guards νομίζω, για να έχω το κεφαλάκι μου ήσυχο, που ο διάβολος να τον πάρει τον άτιμο τον άντρα’’.
Ουφ βάσανα που τα ‘χει ο κόσμος!
Έτσι είχαν που λέτε τα πράγματα στο χωριό και ο καιρός περνούσε με κύριο θέμα στο καφενέ και τις συντροφιές, τούτο το μαράζι, το πιο δυνατό και από τον δυνατότερο νταλκά, της αγαπητής τους συγχωριανής.
Τώρα, από την πλευρά του Δημητρού, τα πράγματα χαλαρά και αψήφιστα. Ο ίδιος έκανε γούστο την πρώην πεθερά του, γιατί ήξερε ότι αυτή δεν θα ξεπερνούσε ποτέ τον φράκτη των λεκτικών απειλών της. «Αυτή δεν είναι ικανή να σφάξει ένα κοτόπουλο από το κοτέτσι της και φωνάζει τον ‘‘δήμιο’’ του χωριού, τον επιφορτισμένο για αυτή την άχαρη μα αναγκαία δουλειά, χωρίς να βάζει στη συνέχεια ούτε μπουκιά στο στόμα της από το καημένο το πουλερικό της και θα κάνει κακό σε άνθρωπο;» έλεγε σε φίλους του που τον συμβούλευαν να προσέχει.
Πλησίαζε η γιορτή του Πολιούχου Αγίου του χωριού και οι νοικοκυρές είχαν επιφορτιστεί με τα μαγειρέματα των διάφορων φαγητών που θα γέμιζαν γεύσεις και νοστιμιές το τραπέζι το μεγάλο, το στημένο για τον σκοπό αυτό στο μεγάλο προαύλιο της εκκλησιάς τους, για να φάνε και να πιούνε όλοι, χωριανοί και επισκέπτες και ήσαν πολλοί αυτοί οι τελευταίοι.
Η κυρά Σμαρώ, όπως και κάθε χρονιά, ανέλαβε την τεράστια μανιταρόπιτα στο μεγαλύτερο ταψί που είχαν ποτέ δει ανθρώπου μάτια. Αποκλείεται να υπήρχε μεγαλύτερο μέγεθος από αυτό, όπου γης. Δύο άτομα χρειάζονταν πάντα για να το σηκώσουν κι αρκετό το περιεχόμενό του για να το απολαύσουν όλοι. Τούτη εδώ η μανιταρόπιτα ήταν ξακουστή για τη νοστιμιά της που την έκανε να ξεχωρίζει μακράν των όποιων άλλων του είδους. Η συνταγή της μυστική και όπως φημολογούνταν, γινόταν γνωστή από γενεά σε γενεά στα θηλυκά μέλη αυτής της οικογένειας. Περίμεναν, αδημονούσαν οι πάντες να πούμε καλύτερα, να την γευτούν και μέσα στους αδημονούντες και ο Δημητρός. Μετά τον χωρισμό του με την κόρη της αν κάτι του είχε λείψει ήταν αυτή η μαγική πίτα, που κάθε δεύτερη Κυριακή έφτιαχνε με τα χρυσά της χεράκια για όλη την οικογένεια η πρώην πεθερά του.
Να πούμε, ότι τα δάση στα ριζά κυρίως του βουνού, ήταν κατάσπαρτα με εξαιρετικής ποιότητας μανιτάρια και βέβαια ακίνδυνα για την υγεία, απολύτως κατάλληλα προς βρώση. Σπανίως να συναντήσουν κανένα δηλητηριώδες, το οποίο και ήξεραν να το ξεχωρίσουν από τα άλλα. Το ‘‘κακό’’ να το πούμε μανιτάρι, το μάζευαν και το χρησιμοποιούσαν σε χίλιες άλλες μη φαγώσιμες περιπτώσεις, κάτι σαν φάρμακο, δεν ξέρουμε να σας πούμε τι ακριβώς θεράπευε και ΑΝ θεράπευε στην πραγματικότητα! Ήταν φοβερά τοξικό και επικίνδυνο. Μια και μόνη μπουκιά και πήγαινες στο άλλο κόσμο μόνον με allez εισιτήριο χωρίς καν να προφτάσεις να συνειδητοποιήσεις το γιατί.
Η κυρά Σμαρώ λοιπόν, αυτήν τη φορά μετά από πάρα πολλά χρόνια απ’ ότι θυμόταν, βρέθηκε μπροστά… σε μια τετραμελή οικογένεια μυκήτων που και μόνον στην θέα τους την έπιασε δέος. Με μεγάλη προσοχή τα έκοψε και τα έβαλε τυλιγμένα σε ένα πανί στην άκρη –άκρη του κοφινιού της προσέχοντας να μην έρθουν σε επαφή με τα ακίνδυνα ακόμη και έτσι προφυλαγμένα που τα είχε.
Αναρωτήθηκε και η ίδια γιατί τα μάζεψε. Ήταν σαν να κουβαλούσε μια νάρκη, μια βραδυφλεγή βόμβα που αλί και τρισαλί τι θα γινόταν αν εκρήγνυνταν.
Της ήρθε ζαλάδα. Μια λιποθυμιά ανεξήγητη και ξαφνικά το καλάθι της έφυγε από τα χέρια και σκόρπισε καταγής τα μανιτάρια που είχε συλλέξει με τόσο κόπο και προσοχή.
Όταν συνήλθε, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε για τη περίεργη κατάστασή της ήταν τα μανιτάρια του διαβόλου και έκανε το σταυρό της για την βλασφημία της άγια μέρα που πλησίαζε.
Ψάχνει, ξανά μανά ψάχνει να τα βρει ανάμεσα στα αθώα μανιτάρια, μα δεν τα βρίσκει πουθενά. ‘‘Ωχ μανούλα μου, έτσι και τα βρήκε κανένας συντοπίτης μου και τα γευτεί την έβαψε’’ μουρμούρισε έντρομη. Για να κάνει αμέσως μετά δεύτερη και πολύ πιο σωστή σκέψη ‘‘Μα τι λέω η χαζή, θα έβλεπε εμένα ο συγχωριανός να είμαι τέζα και τα μανιτάρια θα τον τραβούσαν; Τι σκέπτομαι η ανόητη; Κανένα ζωντανό ίσως. Μα και πάλι τα ζωντανά ήμερα και άγρια, ξέρουν εξ ενστίκτου να φυλαχτούν από τον κίνδυνο που τα απειλεί, από τον ίδιο τον άνθρωπο πάνω απ’ όλα και δεν θα γνωρίζουν να ξεχωρίζουν καλύτερα και απ’ αυτόν την τροφή τους;’’ συνέχισε τον μονόλογό της, μη μπορώντας να σκεφτεί κάτι άλλο. Μάζεψε τα μανιτάρια της και επέστρεψε στο χωριό προβληματισμένη και ανήσυχη. Έπρεπε να βιαστεί, η γιορτή ήταν προ των πυλών.
Η πίτα έχριζε μεγάλης προετοιμασίας. Τα μανιτάρια χρειάζονταν να πλυθούν αμέτρητες φορές να μη βρεθεί πάνω τους κόκκος χώματος ή παρασίτου, να στεγνώσουν στον ήλιο, για να είναι έτοιμα για την μανιταρόπιτα σε δυο μέρες από τώρα.
Και η Μεγάλη ημέρα ήρθε.
Τα τραπέζια στρωμένα με τα χρωματιστά υφαντά τραπεζομάντηλα που ύφαναν με τα χεράκια τους οι κοπελιές και πάνω τους τα ελέη του Αβραάμ και του Ισαάκ που λένε, σκεπασμένα με διαφανή μεμβράνη να προστατευτούν από τα έντομα που είχαν ξεσαλώσει από την μυρωδιά που γέμιζε ηδονικά την ατμόσφαιρα του χωριού αναμεμειγμένη με τα αρώματα των λουλουδιών και το μοσχολίβανο που έβγαινε από τις ορθάνοικτες πόρτες της εκκλησιάς.
Μετά την λειτουργία, κόσμος και λαός επέπεσε σαν σμήνος από ακρίδες πάνω στις νοστιμιές και τους έδωσε και κατάλαβαν σε χρόνο ρεκόρ. Πώς κάνουμε το Πάσχα που ενώ ο παπάς ψέλνει το ‘‘Χριστός Ανέστη’’ το μυαλό μας είναι πώς θα εξαφανίσουμε από το Πασχαλινό τραπέζι τη μαγειρίτσα που μας περιμένει καυτή; Κάτι παρόμοιο έγινε και εδώ. Μόνο που ξαφνικά, την χαρούμενη ατμόσφαιρα πάγωσε μια κραυγή. Αυτή του Δημητρού:
«Άτιμη μ’ έφαγες» Και κατά πώς φαίνεται αυτά ήταν και τα τελευταία λόγια που βγήκαν από το στόμα του άτυχου χωρικού στη ζωή τούτη, που έπεσε νεκρός μπροστά στο αδειανό του πιάτο που το γέμισε και μια και δυο και τρείς φορές και ίσως να έφαγε και το μισό ταψί της λατρεμένης πίτας της όχι και τόσο λατρεμένης πρώην πεθεράς του.
Το μυαλό της Σμαρώς πήγε αμέσως στα μανιτάρια του διαβόλου. ‘‘Μήπως Θεέ μου της είχε ξεφύγει τελικά κανένα από δαύτα και εκτέλεσε άνευ εντολής και αντί αυτής την βαθιά της επιθυμία; Μα τότε πώς και κανένας άλλος δεν έπαθε τίποτα αφού στο τεράστιο ταψί δεν είχε μείνει μήτε ψίχουλο;’’
Η ιατροδικαστική έρευνα που έγινε εξάλειψε και την τελευταία υποψία από το μυαλό της Σμαρώς. Καμιά δηλητηρίαση από μανιτάρι. Θάνατος από υπερβολικό φαγητό. Μισό ταψί πού να χωρέσει σε ένα στομάχι όσο και άπατο να είναι αυτό; Ήρθε και έσκασε, παρασύροντας στην διαρραγή του και άλλα ζωτικά του όργανα, όπως απεφάνθη ο ιατροδικαστής που στην καριέρα του πρώτη φορά έβλεπε τόσο φαγητό σε έναν ανθρώπινο οργανισμό. Ούτε ο κροκόδειλος να ήταν που τις προάλλες που τον σκότωσαν βρήκαν στη κοιλιά του ένα μικρό αρνί ολόκληρο…
Τώρα τι του λες του Άγιου μέρα που είναι; Πώς άφησε και έγινε ένα τέτοιο έστω και αρνητικό θαύμα;
Ίσως γιατί και ο ίδιος είχε βαρεθεί πια να ακούει και να βλέπει τόσο μίσος να δηλητηριάζει το μυαλό και την καρδιά μιας κατά τα άλλα σεβάσμιας χωρικής και θέλησε να δώσει τέρμα σ’ αυτήν την ψυχική της μάχη.
Από εκείνη την ημέρα κανείς μα κανείς δεν ξαναέκανε λόγο για το μίσος της συγχωριανής τους.
Όμως, κάπου μέσα τους ίσως και να σκέπτονταν ότι είχε βάλει το χεράκι της η άκακη γειτόνισσά τους. Ή μπορεί το άσβεστο μίσος της να συνωμότησε με περίεργες δυνάμεις που ελλοχεύουν κάπου στο Σύμπαν και απάλλαξαν την κοκόνα Σμαρώ από τον βραχνά της που μετά απ’ αυτό και μέχρι τα βαθιά της γεράματα δεν ξανά μίσησε κανέναν και τίποτα.
Δεν της έβγαζες από το μυαλό και το σκεπτόταν με δέος, ότι μπορεί μια αρνητική σκέψη να έχει μια τέτοια δύναμη που να σκοτώσει όχι άνθρωπο αλλά και ελέφαντα.
‘‘Ήμαρτον Θεέ μου…’’ μουρμούριζε, κάνοντας το σταυρό της.
_
γράφει η Λένα Μαυρουδή Μούλιου
Μην ξεχνάτε ότι το σχόλιο σας είναι πολύτιμο!
0 Σχόλια