Ποιητική
― Προδίδετε πάλι την Ποίηση, θα μου πεις,
Tην ιερότερη εκδήλωση του Aνθρώπου
Tην χρησιμοποιείτε πάλι ως μέσον, υποζύγιον
Tων σκοτεινών επιδιώξεών σας
Eν πλήρει γνώσει της ζημίας που προκαλείτε
Mε το παράδειγμά σας στους νεωτέρους.
― Tο τί δ ε ν πρόδωσες ε σ ύ να μου πεις
Eσύ κι οι όμοιοί σου, χρόνια και χρόνια,
Ένα προς ένα τα υπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στις διεθνείς αγορές και τα λαϊκά παζάρια
Kαι μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς αυτιά
N' ακούτε, με σφραγισμένα στόματα και δε μιλάτε.
Για ποια ανθρώπινα ιερά μάς εγκαλείτε;
Ξέρω: κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις.
Έ ναι λοιπόν! Kηρύγματα και ρητορείες.
Σαν π ρ ό κ ε ς πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις
Nα μην τις παίρνει ο άνεμος.
Μανόλης Αναγνωστάκης. Το όνομά του συνδεδεμένο άρρηκτα με τους ποιητές της πρώτης Μεταπολεμικής γενιάς καθώς ήταν ένας από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους της. Οι κατηγορίες που του πρόσαψαν ήταν πολλές ενώ αξιοσημείωτο είναι πως γλίτωσε από την καταδίκη του εις θάνατον λόγο γενικής αμνηστίας αμέσως μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου.
Τα ποιήματα του είναι κατεξοχήν αντιπολεμικά, πράγμα απόλυτα λογικό εάν σκεφτεί κανείς και την δύσκολη εποχή στην οποία έζησε. Αυτό όμως που προκάλεσε και προκαλεί μέχρι και σήμερα την αντίδραση πολλών μελετητών λογοτεχνίας, είναι κυρίως το γεγονός πως συνδέει σχεδόν πάντοτε σύμφωνα με παραδοχές τα έργα του με τις αριστερές πολιτικές του πεποιθήσεις.
Προσωπικά μιλώντας, δυσκολεύομαι πολύ να καταλάβω ποιο θα ήταν το πρόβλημα ακόμη και αν όντως ισχύει η παραπάνω παραδοχή. Ένα έργο μπορεί να είναι σπουδαίας λογοτεχνικής αξίας και ποιότητας ανεξαρτήτως των προσωπικών απόψεων του ποιητή που περιέχει. Όσο και αν χαρακτηρίζουμε την ποίηση ως υποκειμενική τέχνη, αυτό δεν πρέπει και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Εξ’ άλλου κανείς δεν μας υποχρεώνει να ενστερνιστούμε τις απόψεις ενός ανθρώπου είτε αυτός είναι ποιητής είτε όχι. Το μόνο που οφείλουμε να κάνουμε ωστόσο είναι τουλάχιστον να κατανοήσουμε το ποιος γράφει, που γράφει και γιατί γράφει. Οι κατηγορίες περί λοιπών πεποιθήσεων και δήθεν «κρυμμένων σκοπών» του ποιητή καλό θα ήταν να μείνουν στην άκρη.
Το παρατιθέμενο ποίημα, λοιπόν, με τον φερόμενο τίτλο «Ποιητική», είναι ένα άκρως επιθετικό έργο, με πολλά βαθύτερα νοήματα που όμως είναι δομημένο με τον πιο απλό τρόπο, έτσι ώστε να γίνεται κατανοητό απ’ όλους. Και πράγματι ο Αναγνωστάκης ουδόλως ενδιαφέρεται για ένα αισθητικά ωραίο αποτέλεσμα. Χρησιμοποιώντας το β’ ενικό πρόσωπο, γίνεται ιδιαίτερα άμεσος απευθυνόμενος σε ένα «εσύ» ή «εσείς» ενώ παράλληλα οι μικρές φράσεις «θα μου πεις» που επαναλαμβάνονται σε δύο (συν ένα) σημεία, φανερώνουν έναν άνθρωπο που δεν φοβάται να βγει μπροστά και να αναλάβει την ευθύνη των όσων λέει και πιστεύει. Και αν αναλογιστούμε ενδεχομένως με μια δεύτερη ανάγνωση το τι ακριβώς λέει και πιστεύει θα καταλάβουμε πλήρως το γιατί ο ίδιος προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων στην εποχή του…
Πρώτη θεματική ενότητα θα μπορούσε να είναι η πρώτη στροφή του κειμένου, η οποία ξεκινά με παύλα, πράγμα που φανερά δηλώνει μια συνομιλία:
¨ ― Προδίδετε πάλι την Ποίηση, θα μου πεις,
Tην ιερότερη εκδήλωση του Aνθρώπου
Tην χρησιμοποιείτε πάλι ως μέσον, υποζύγιον
Tων σκοτεινών επιδιώξεών σας
Eν πλήρει γνώσει της ζημίας που προκαλείτε
Mε το παράδειγμά σας στους νεωτέρους. ¨
Ξεκινά, λοιπόν τον λόγο του ο Αναγνωστάκης με την καταγγελία εις βάρος του ιδίου (και προφανώς των ομοϊδεατών του), οι οποίοι παρουσιάζονται ως «προδότες της ποίησης», που την χρησιμοποιούν μόνο για να πετύχουν τα δικά τους προσωπικά συμφέροντα αδιαφορώντας για το κακό που προκαλούν στους γύρω τους και δη στους νέους ανθρώπους, οι οποίοι δεν έχουν το καλό παράδειγμα. Μέσα σε έξι μόλις στροφές ο Αναγνωστάκης έχει καταφέρει να «χωρέσει» τις κατηγορίες που δέχτηκε, μερικά αυτοβιογραφικά του στοιχεία και ταυτόχρονα ένα κομμάτι της δικής του απάντησης χρησιμοποιώντας την ειρωνεία ως μέσο έκφρασης.
¨ ― Tο τί δ ε ν πρόδωσες ε σ ύ να μου πεις
Eσύ κι οι όμοιοί σου, χρόνια και χρόνια,
Ένα προς ένα τα υπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στις διεθνείς αγορές και τα λαϊκά παζάρια
Kαι μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς αυτιά
N' ακούτε, με σφραγισμένα στόματα και δε μιλάτε.
Για ποια ανθρώπινα ιερά μάς εγκαλείτε; ¨
Στην δεύτερη στροφή-θεματική ενότητα, έρχεται καταπέλτης η απάντηση του Αναγνωστάκη, η οποία και εκφράζεται χωρίς καμία φραγή και δισταγμό. Απευθυνόμενος σε ένα «εσύ» και σε ένα «οι όμοιοί σου», κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο δηλαδή που κατηγορήθηκε, όχι μόνο για τον εαυτό του αλλά και για τους «όμοιούς» του , ουσιαστικά «ξεμπροστιάζει» τους κατήγορούς του. Αυτοί ήταν, λοιπόν, που εδώ και χρόνια ξεπούλησαν τα πάντα, πρόδωσαν τις αξίες και τα ιδανικά τους και θυσίασαν τις ζωές τους στον βωμό των «διεθνών αγορών». Αυτοί οι ίδιοι είναι που πλέον ζουν δίχως μάτια, δίχως αυτιά και δίχως στόμα, ανίκανοι να προσφέρουν το οτιδήποτε και μάλιστα λόγω των δικών τους επιλογών. Εύστοχα ο Αναγνωστάκης κλείνει την παράγραφο με το ερώτημα «Για ποια ανθρώπινα ιερά μας εγκαλείτε;». Τέτοιου είδους άνθρωποι δεν έχουν κανένα δικαίωμα να αναφέρονται σε «ανθρώπινα ιερά», γιατί πολύ απλά οι ίδιοι τους τα έχουν βγάλει απ’ την ζωή τους.
¨Ξέρω: κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις.
Έ ναι λοιπόν! Κηρύγματα και ρητορείες.¨
Ο συγκεκριμένος στίχος παραπέμπει ταυτόχρονα σε έναν έφηβο νεαρό που απαντά με πείσμα σε κάτι που ξέρει πως έχει δίκιο και ταυτόχρονα σε έναν μεγάλο ενήλικο και ώριμο άνθρωπο, ο οποίος με επιθετικό βέβαια τρόπο, δείχνει πως έχει κουραστεί να ακούει το ίδιο κατηγορητήριο και απαντά αγανακτισμένος για ακόμη μια φορά. Και πράγματι αυτοί οι δύο στίχοι θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια πολύ καλή σκιαγράφηση του χαρακτήρα του ποιητή…
¨Σαν π ρ ό κ ε ς πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις
Nα μην τις παίρνει ο άνεμος.¨
Και ο Μανόλης Αναγνωστάκης κλείνει το έργο του με ένα απόφθεγμα που έχει γράψει ιστορία στην νεότερη ελληνική λογοτεχνία. Τα λεγόμενά μας, λοιπόν, (και αυτό πλέον είναι κάτι που αφορά όλους μας) πρέπει να καρφώνονται σαν πρόκες για να μην τις παίρνει ο αέρας. Πρέπει, δηλαδή, οι λέξεις μας να έχουν βαθιά θεμέλια στην γη και να μην φοβούνται κανενός την απειλή. Από την μία μάθημα για τον απλό λαό, από την άλλη μομφή σε όσους είπαν πολλά αλλά δεν έπραξαν τίποτα. Γι’ αυτό ο Αναγνωστάκης δεν ήταν ποτέ από τους αγαπητούς ποιητές της εποχής του. Γιατί αυτά που έγραφε δεν άρεσαν στους ανθρώπους της εξουσίας.
Ο Αναγνωστάκης ως ο δικός μας Μπρεχτ, έζησε μεν και έγραψε για τον εμφύλιο της εποχής του, είναι ωστόσο επίκαιρος και στον δικό μας σημερινό πόλεμο που δεν διαφέρει και πολύ από τον δικό του. Ο σημερινός μας αγώνας μάλιστα κινείται σε περισσότερα επίπεδα και οι πραγματικοί υπαίτιοι έχουν ισοπεδώσει λαούς ολόκληρους και ανθρώπινες ζωές στο πέρασμά τους. Αν μη τι άλλο το σίγουρο είναι πως οι ποιητές (και όχι μόνο) πρέπει να είναι εκεί για να γράφουν ανεξαρτήτως των κατηγοριών και πως οι σημερινοί «φορείς των εξουσιών» πρέπει πάντα να θυμούνται πως πρέπει οι λέξεις να καρφώνονται σαν πρόκες, να μην τις παίρνει ο άνεμος…
_
γράφει η Άντια Αδαμίδου
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
Εξαιρετικό,όπως όλα όσα έχετε γράψει!!! Συνεχίστε να μοιράζεστε μαζί μας αυτή την ποιότητα των άρθρων σας!
Επίκαιρος όσο ποτέ άλλοτε.
Δεν σχολιάζω πάντα, αλλά έχεις αποκτήσει μια σταθερή αναγνώστρια. Καλημέρα, πολύ καλό και αυτό το άρθρο σου Άντια.