Με λένε Δημήτρη. Γεννήθηκα πριν από 22 χρόνια αρτιμελής. Είδα το φως και τα χρώματα. Άκουσα τα πουλιά να κελαηδούν και τις φωνές μικρών και μεγάλων. Πήγα σχολείο. Έτρεξα, έπαιξα, κολύμπησα, χάρηκα και έκλαψα και κάπου στην εφηβεία, ύστερα από ένα “ατύχημα” -δεν είναι του παρόντος- σκοτείνιασαν όλα γύρω μου.
“Επηρεάστηκε το οπτικό νεύρο…” είπαν μεταξύ άλλων οι γιατροί στους γονείς μου…
Από κει και πέρα άλλαξε η ζωή όλων μας. Έπρεπε να μάθω από την αρχή να περπατάω, να κινούμαι, να ελέγχω τον χώρο και τις κινήσεις μου, μα περισσότερο τον θυμό μου. Ναι, μ’ αυτόν τον “κύριο” είχα πολλά θέματα και φυσικά είχα την πρέπουσα και αναγκαία φροντίδα και συμπαράσταση.
Έπρεπε να γίνουν αλλαγές και στο σπίτι για να μπορώ να κινούμαι πιο εύκολα και να μην σκοντάφτω παντού. Έπρεπε να μάθουμε όλοι μαζί να ζούμε με την τύφλωσή μου. Έπρεπε να την αγαπήσουμε αυτήν την “κυρία” που μας επισκέφτηκε απρόσκλητη ξαφνικά και η οποία αρνείται πεισματικά να φύγει. Πολλά τα “έπρεπε”, όπως και να μάθω ξανά την αλφαβήτα, να βρεθώ με παιδιά της ηλικίας μου και όχι μόνο, με το ίδιο πρόβλημα. Αρκετά από αυτά, για να μην πω τα περισσότερα, δεν είχαν την δική μου τύχη να ξέρουν την διαφορά του σκοταδιού με το φως, του κόκκινου με το ροζ, του γαλάζιου με το βαθύ μπλε.
Χρειάστηκε πολύς αγώνας από όλους μας και άρχισα με τον καιρό να “βλέπω” με τις υπόλοιπες αισθήσεις.
Τα εμπόδια πολλά στην καθημερινότητά μου, όπως και όσων έχουμε κάποιο πρόβλημα με την αρτιμέλειά μας. Και όχι σε κάποια τριτοκοσμική χώρα, αλλά στο “λίκνο του πολιτισμού” και μάλιστα στην πρωτεύουσα.
Μεσοβδόμαδο, καταμεσής του καλοκαιριού, πρωινή ώρα. Προχωρώ στο πεζοδρόμιο με τις διαγραμμίσεις των τυφλών. Ένας καλός κι ευγενικός συνάνθρωπος -έχει μια αίσθηση ειρωνείας σε όσους δεν το καταλάβουν- άφησε στην μέση του τεράστιου πεζοδρομίου (!), προφανώς έξω από το μαγαζί του, ένα μεγάλο κιβώτιο. Δεν το “είδα” ο “στραβός είσαι;” και βρέθηκα φαρδύς-πλατύς κατάχαμα μ’ ένα χτύπημα στο κεφάλι. Βλέποντας κάποιοι συνάνθρωποι -χωρίς σαρκασμό αυτό- το λευκό μπαστούνι και τα γυαλιά ηλίου, έτρεξαν να με βοηθήσουν και σαν είδαν τα αίματα, κάλεσαν τις Πρώτες Βοήθειες. Ήρθε η αστυνομία και το ασθενοφόρο. Καταγράφηκαν, κατά πάσα πιθανότητα, τα πάντα και τα παιδιά του ΕΚΑΒ με οδήγησαν στο κοντινότερο εφημερεύον νοσοκομείο.
“Σκέψου μετά από αυτό το χτύπημα να ξαναβρώ το φως μου…” κάγχασα στην γλυκύτατη -από την φωνή της την κατάλαβα- τραυματιοφορέα που με συνόδευσε.
“Θα περιμένεις εδώ για να σε δει ο νευροχειρουργός.” μου είπε και μ’ έβαλε σε μια καρέκλα να καθίσω.
“Ευχαριστώ πολύ…” πρόλαβα να της ψιθυρίσω.
Άκουγα ομιλίες, βήματα. Δίπλα μου, στα αριστερά μου, σε κρεβάτι, πρέπει να ήταν μια κοπέλα. Μύριζε πολύ όμορφα κι ένοιωθα πως παρόλο που πονούσε, είχε περισσή θετική ενέργεια. Το “πονούσε” το κατάλαβα από την αναπνοή της. Δεξιά μου, γιατί “είδα” τις διαστάσεις, ήταν το γραφείο του γιατρού. Προσπάθησα να ακούσω με τα ακουστικά μου κάποιο μήνυμα που είχε έρθει και να απαντήσω ανάλογα για το πού βρίσκομαι. Κι εκεί που περίμενα καρτερικά, δεν πονούσα η αλήθεια, άκουσα βήματα βιαστικά κι ένοιωσα μια νευρικότητα.
“Εσείς τι θέλετε;” άκουσα μια φωνή, αλλά δεν ήξερα πού απευθύνεται. “Περάστε στις καρέκλες.” συνέχισε η φωνή επιτακτικά.
Κατάλαβα πως όλο αυτό αφορούσε εμένα και μου το επιβεβαίωσε μια κυρία που την άκουσα να λέει όσο πιο χαμηλόφωνα μπορούσε: “Δεν βλέπει το παλληκάρι, γιατρέ…”
Να σημειώσω πως φορούσα τα σκούρα μου γυαλιά που δεν είχαν πάθει τίποτα ευτυχώς, τα οποία και δεν αποχωρίστηκα, παρά μόνον όταν μου το ζήτησε με περίσσεια ευγένεια η αλήθεια ο γιατρός σαν με εξέταζε.
Αυτή η αυστηρή και σκληρή φωνή που πρωτοάκουσα από το στόμα του, πώς έγινε η πλέον ευγενική και δίχως ίχνος οίκτου, ούτε κι εγώ μπόρεσα να καταλάβω.
Με εξέτασε πολύ προσεκτικά, ζήτησε να μιλήσει με τους δικούς μου που στο μεταξύ είχαν φτάσει στο νοσοκομείο, τους καθησύχασε, με έστειλε για κάποιες εξετάσεις και με “παρέδωσε” στα χέρια τους “σώο και αβλαβή”, είπε χαμογελώντας.
“Γιατρέ, μετά από αυτό το χτύπημα υπάρχει ελπίδα ότι μπορεί να ξαναδώ;” γέλασα. Και αμέσως μετά, “Αλήθεια, αν δεν σας έλεγε η κυρία ότι δεν βλέπω, τι θα κάνατε;”
“Σε παρακαλώ, Δημήτρη, μην μου το θυμίζεις… Ντρέπομαι τόσο πολύ… Ελπίζω να μου γίνει μάθημα…” και γυρίζοντας στον πατέρα μου, “Μην το αφήσετε να περάσει έτσι. Ήταν τυχερός που δεν χτύπησε περισσότερο… Σας έχω και το σχετικό έγγραφο. Να πας στο καλό, Δημήτρη, που βλέπεις καλύτερα από όλους μας κι όποτε με χρειαστείς, εδώ θα με βρεις.”
Τελικά, ναι, σαν χώρα έχουμε καλούς επιστήμονες που είναι και καλοί άνθρωποι, αλλά και καλούς ανθρώπους που μπορούν να νοιαστούν για τον συνάνθρωπο χωρίς να περιμένουν κάποιο αντάλλαγμα. Μακάρι τούτοι να είναι οι περισσότεροι και να μην έχουν καμία σχέση με τον “καλό κι ευγενικό” κυριούλη. Μακάρι να φτάσουμε όλοι μαζί στο “εμείς” και ν’ αφήσουμε το “εγώ” για λίγο στην αποθήκη. Μπορεί και να μας γίνει συνήθεια και να μας αρέσει στο τέλος!
_
γράφει η Αθηνά Μαραβέγια
0 Σχόλια