«Η αμαξοστοιχία 601 φτάνει σε λίγα λεπτά στο σταθμό μας στην πρώτη γραμμή. Παρακαλούνται οι κύριοι επιβάτες να απομακρυνθούν από τις γραμμές για λόγους ασφαλείας», ακούστηκε η φωνή του σταθμάρχη από το μεγάφωνο. Άνθρωποι άρχισαν να στοιβάζονται ο ένας σπρώχνοντας τον άλλο στην πλατφόρμα, θαρρείς και δε θα προλάβαιναν να επιβιβαστούν. Πρόσωπα χαμογελαστά που αναζητούσαν ταξίδια, άλλα θλιμμένα για όλα αυτά που άφηναν πίσω τους κι άλλα ανακουφισμένα που θα κάνουν μια πολυπόθητη νέα αρχή.
Εκείνη ανήκε, μάλλον, στην τελευταία κατηγορία. Ακούμπησε το μελαγχολικό της βλέμμα πάνω στις ράγες των τρένων και περίμενε καρτερικά την απόδραση. Οι φωνές του πλήθους και οι άγαρμπες κινήσεις του φαίνονταν να ωχριούν στα αυτιά και στα μάτια της. Μόνο η καρδιά της βρισκόταν σε αναταραχή καθώς πάλευε με το σθεναρό μυαλό της, μα ούτε αυτό την ένοιαζε. Η απόφαση είχε παρθεί και η ρωμαλέα της καρδιά θα υπέκυπτε τελικά στις υποδείξεις της λογικής, όπως πάντα.
Το τρένο έφτανε ξεφυσώντας κουρασμένο στο σταθμό της πόλης. Δεν κουβαλούσε μόνο ανθρώπους αλλά και τις ιστορίες τους, που από μόνες τους ήταν αναντίρρητα βαρύ φορτίο. Τώρα θα επιβιβαζόταν κι εκείνη με τον τεράστιο όγκο σκέψεων και συναισθημάτων της παρότι, όσο κι αν το ήθελε, δεν μπορούσε να τα αφήσει πίσω της. «Όσο μακριά κι αν φύγεις, δε θα ξεφύγεις από τις αναμνήσεις σου, να το ξέρεις. Θα τις κουβαλάς για πάντα μέσα σου. Αυτές οι μνήμες είναι ευχή και κατάρα για τον άνθρωπο, κόρη μου», της είχε πει η μάνα της λίγο πριν φύγει.
Οι άνθρωποι μανιασμένοι έτρεξαν προς τα βαγόνια τους. Ο ένας ποδοπατούσε τον άλλο για να προλάβει να ανέβει πρώτος. Εκείνη έσυρε τα βήματά της προς το τελευταίο βαγόνι. Ένας γκριζομάλλης κύριος τη σκούντηξε προσπαθώντας να δώσει τη βαλίτσα στην κόρη του που θα ταξίδευε κι ούτε καν γύρισε να την κοιτάξει. «Καλύτερα» σκέφτηκε, «Ας γίνω αόρατη για όλους, όπως έγινα και στα δικά του μάτια».
Καθώς ανέβαινε τα σκαλιά ακούστηκε από πίσω της μια φωνή τόσο βροντερή μα και τόσο τρυφερή συνάμα. «Μυρτώ! Μυρτώ! Μη φεύγεις!». Στο άκουσμα αυτής της φωνής η καρδιά της πλημμύρισε αγάπη και πόνο. Εικόνες καρφώθηκαν στο μυαλό της. Ένα κράτημα χεριών, μια βόλτα, ένα φιλί κι έπειτα, ένας τσακωμός, ένα χαστούκι κι ένα εκκωφαντικό αντίο, σαν υστερόγραφο αυτού του ονείρου. Μα ίσως ήταν, απλώς, ο βοριάς που έφερνε γνώριμες λέξεις από γνώριμα χείλη. Ίσως ήταν μια ψευδαίσθηση. Ίσως να ήταν κι αυτός ο ίδιος, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να την κρατήσει κοντά του. Δεν γύρισε πίσω της να κοιτάξει και να αναζητήσει κάποιον. Τώρα ήταν μόνη κι έτοιμη να ανοίξει νέο παράθυρο στη ζωή, από το οποίο θα σεργιανίζει καταγάλανους ουρανούς και λαμπερούς ήλιους!
«Μπορεί να τρέξεις μακριά από τα πάντα αλλά όχι από αυτά που έχεις μέσα σου.
Τούτο το καράβι της φυγής είναι εντός μας και μόνο.»
Κ. Καρυωτάκης (1896-1928)
_
γράφει η Κατερίνα Μεταξοπούλου
όμορφα γραμμένο το κείμενό σας.. Καλή χρονιά
Σας ευχαριστώ πολύ, κα. Τζουγανάκη!! Καλή χρονιά με υγεία πάνω απ’ όλα!!