Η Λένα βάδιζε στον πεζόδρομο της Βουκουρεστίου, χωρίς να έχει συναίσθηση του πού βρισκόταν, έτσι καθώς ήταν χαμένη και βυθισμένη στις απελπισμένες της σκέψεις.
Δεν πήρε καν είδηση τις πρώτες χοντρές ψιχάλες της βροχής, απαρχή της νεροποντής που θα ακολουθούσε. Έπεφταν όλο και πιο πυκνές πάνω στα φρεσκοφτιαγμένα μαλλιά της. Μήπως και στο κομμωτήριο που ήταν πριν λίγο, είχε συναίσθηση του τι έκαναν οι καλόβολες κομμώτριες στο κεφάλι της προσπαθώντας να απαλύνουν κατά κάποιον τρόπο την στενοχώρια που ήξεραν ότι περνούσε το κορίτσι;
«Άτιμα αρσενικά», της έλεγαν, «χωρίς αισθήματα, με ένα γρανιτένιο ΕΓΩ που όταν πάψει να ενδιαφέρεται για ‘σένα τίποτα δεν μπορεί να το διαπεράσει και να νιώσει έστω και ξώφαλτσα το τι εσύ περνάς». Προσπαθούσαν να την παρηγορήσουν μα η Λένα στην ουσία τίποτα δεν άκουγε. Ένας ακαθόριστος βόμβος τα λόγια των κοριτσιών που έμπαινε στο ένα της αυτί και έβγαινε ανεπεξέργαστος από το άλλο.
Είχε πάει στο κομμωτήριο ακολουθώντας μια συνήθεια μηνών. Κάθε δεύτερη Παρασκευή το απομεσήμερο στις 4, ήταν εκεί, βρέξει χιονίσει. Από τότε που η Αννέτα άνοιξε το κομμωτήριό της σε τούτον τον κεντρικό Αθηναϊκό δρόμο, δεν έγραψε καμία απουσία .
Το μαγαζί της Αννέτας γρήγορα απόκτησε υψηλής ποιότητος πελατεία, το δε κεφάλι της φίλης της, το πανέμορφο, ήταν μια επιπρόσθετη διαφήμιση για την Haute coiffure που ελάμβανε χώρο σ’ εκείνον τον ναό της αισθητικής.
Βάδιζε, λοιπόν, η Λένα και γρήγορα τα μαλλιά της αποχαιρέτησαν τις περιποιήσεις που είχαν δεχτεί κι έγιναν μια μάζα βρεγμένη ως εάν μόλις να είχε βγει από χαμάμ ή ακριβέστερα από ντους. Η βροχή έκανε καλά την δουλειά της καταστροφής, αφού η κυρία δεν είχε προνοήσει για μια ομπρέλα έστω. Κι όταν παρ’ ολίγο να σπάσει το πόδι της που γλιστρούσε μέσα στις ψηλοτάκουνες γόβες της, συνειδητοποίησε τόσο τον κίνδυνο που διέτρεξε να βρεθεί και σε κανένα νοσοκομείο με σπασμένο πόδι το λιγότερο, όσο και την γενική της κατάσταση, δυνάμωσε το βήμα της να φτάσει όσο γρηγορότερα γινόταν στον μικρό της παράδεισο που ήταν το σπίτι της.
Βρεγμένη κυριολεκτικά μέχρι το κόκαλο, μπαίνει στο φρεσκοκαθαρισμένο σπιτικό της και το γεμίζει με βροχόνερα που έσταζαν από παντού, μα και με λασπωμένες πατημασιές. Γδύνεται, όπως την γέννησε η μάνα της πετώντας τα πάντα της σε έναν άμορφο σωρό και μπαίνει στη μπανιέρα αφήνοντας το ζεστό νεράκι που είχε προνοήσει να της ετοιμάσει η κοπέλα που φρόντιζε το σπίτι, να τρέξει πάνω της και να την ζεστάνει μέχρι την ψυχή.
Στο σημείο αυτό, αποσοβήθηκε άλλος ένας κίνδυνος ατυχήματος, αφενός να γίνει πλημμυροπαθής κι ακόμη χειρότερα να την πάρει ο ύπνος εκεί μέσα έτσι όπως ήταν αποκαμωμένη από τον ποδαρόδρομο στην βροχή και την απελπισία της και να την βρουν πνιγμένη, ειδοποιημένοι από το νερό που θα έφθανε μέχρι το θυρωρείο στο ισόγειο. Γλύτωσε την τελευταία στιγμή σαν από θαύμα, αφού άρχισαν να κτυπάνε τα τηλέφωνα, κινητά τε και ακίνητα. Η μανούλα. Το alarm του ενστίκτου της μάνας ειδοποίησε ότι κάτι δεν πάει καλά με το μωρό της, μωρό της ναι, τι και αν σε λίγο θα γινόταν τεσσαράκοντα. Και γι’ αυτό τα άφησε να κτυπάνε κι έτσι να μην αφήνουν το Λενάκι της να παραδοθεί αμαχητί στις αγκάλες του Μορφέα και από ‘κει στον Άη Πέτρο. Θα μου πεις ύπνος με τον έναν, ύπνος και με τον άλλο. Δυσδιάκριτα τα όριά τους, ναι, μα κολοσσιαία η διαφορά τους. Μανάδες. Ό,τι και αν τους προσάψουν (καταπιεστικές, υπερπροστατευτικές, σπαστικές, υπερβολικές και… και… ) θα είναι πάντα σωτήριες για τα παιδιά τους.
Και να δεις που, αν συνέβαινε το απευκταίο, όλοι θα πίστευαν ότι η καημένη προέβη σε απονενοημένο διάβημα λόγω ερωτικής απογοήτευσης. Έτσι, να προκαλούσε και τον οίκτο γνωστών και φίλων, κάτι που σιχαινόταν πιότερο από τις όποιες αμαρτίες της, πραγματικές ή της φαντασίας της, να έχει και η μάνα της τον πόνο του χαμού της, να έχει και την εκκλησία και τους παπάδες να λένε τα δικά τους αγριευτικά και άντε να τους πείσεις μετά ότι επρόκειτο περί ατυχήματος. Εμ χάνεις τη ζωή σου, εμ έχεις και τα διαδικαστικά παρατράγουδα. Ουφ…
Αυτό, λοιπόν, φίλες και φίλοι υπήρξε ένα γερό ταρακούνημα και κίνητρο για να σταματήσουν ή έστω να κοπάσουν τα αχ και τα βαχ του έρωτα και να πάρει βαθιές ανάσες ανακούφισης και να της πει η εσωτερική της φωνή:
« Τι έγινε λοιπόν κορίτσι μου; Είσαι δεν είσαι σαράντα χρόνων και ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία που προδόθηκε από τον καλό της».
«Ναι, αλλά εγώ πότε θα γίνω μάνα;», ανταπαντούσε η Λένα με το αιώνιο ερώτημα των κοριτσιών που βλέπουν να περνούν τα χρόνια. Μα η “φωνή” ήταν επίμονη και την αποστόμωνε λέγοντας:
«Και τα τόσα παιδάκια που είναι στα αζήτητα και μεγαλώνουν χωρίς το χάδι της μάνας; Εσένα και κάτι άλλες σαν εσένα περιμένουν, λαχταρούν ν’ ανταμώσουν στη ζωή τους. Για κοίταξε. Οι άνθρωποι κάνουν σαν παλαβοί για την απόκτηση ενός γατιού, ενός κουταβιού, ενώ για ένα εγκαταλελειμμένο παιδί απλά εξαντλείται η συμπόνια τους σε ένα “Τς τς τς τα καημένα, πανάθεμα στους άχρηστους που τα έφεραν στον κόσμο”, λένε και καθαρίζουν.»
Αυτά σκεπτόταν η Λένα χουχουλιάζοντας μέσα στο ευωδιαστό χιονάτο μπουρνούζι της με μια κούπα καυτή σοκολάτα au lait, δίπλα στο αναμμένο της τζάκι, γιατί αν περίμενε από το καλοριφέρ, αυτό το άναβαν για κανένα τρίωρο το βράδυ, «μα το βράδυ απέχει έναν αιώνα από τώρα», είπε ανάβοντας το τσιγάρο της. Και ξαφνικά μια φλασιά. Τι της είπε η φωνήηηηη; Ναι. Αυτό θα έκανε. Θα υιοθετούσε ένα μωράκι. «Όχι που θα ξανακαθίσω να περιμένω τον πρίγκιπα πάνω στο άσπρο το άλογο να έρθει να με βρει και εν τω μεταξύ να περνάει ο καιρός και να τρέχω μετά για τεχνητές γονιμοποιήσεις και δεν συμμαζεύεται . Πρωί πρωί αύριο θα ζητήσω το τηλέφωνο του δικηγόρου της Αννέτας που μού τον παινεύει συνεχώς και θα του αναθέσω την υπόθεση που φαντάζομαι δεν θα είναι και τόσο απλή».
Ένιωσε σαν να έφυγε από πάνω της ένα βάρος που της έφραζε την ανάσα. Ήταν τέτοια η έξαψη που την κατέλαβε που τελικά αποκοιμήθηκε λίγο πριν το ξημέρωμα. Στις 8 τηλεφωνούσε στην Αννέτα.
«Καλά εσύ από τα άγρια χαράματα ανοίγεις το μαγαζάκι σου; Τι θα τα κάνεις μωρέ τα τόσα χρήματα; Απόλαυσε μωρέ και κανένα πρωινό χουχούλιασμα μετά του τυχεράκια του άντρα σου, όλο δουλειά και δουλειά»;
«Τι συμβαίνει κορίτσι μου; Ανένηψες τελικά; Πες το μου, λοιπόν, να χαρώωωωω. Επιτέλους».
«Αννέτα, όνομα, διεύθυνση και τηλέφωνο του δικηγόρου σου. Στην συνέχεια έρχομαι να μου φτιάξεις το μαλλί που δεν θα το έχεις ματαδεί έτσι κι εκεί σού λέω το πώς και το γιατί. Δεν έχεις ελεύθερο χρόνο; Και τι με νοιάζει εμένα, εγώ έρχομαι και σβέλτα, γιατί μπορεί και να με δεχτεί αμέσως ο φίλος σου που, αμυδρά, κάτι μου θυμίζει το όνομά του. Κλείσε κι έφτασα μωρό μου. Τα λέμε. Και δεν υπολογίζω τι θα πει το δικό σου στόμα γιατί όταν ακούσεις περί τίνος πρόκειται θα το κρατήσεις ανοικτό για ώρες αν όχι για μέρες. Το μόνο που σου λέω για να μην πάθεις από την αγωνία σου, είδα φως στ’ άδειο μου το σπίτι και μπήκα, φιλενάδα μου. Είμαι τρελή λες; Καλά, θα δούμε σε λίγο ποιος θα είναι για το Δαφνί και ποιος γι’ απ’ όξω, έφτασα σου λέω είμαι ήδη εκεί…» Κλείνοντας το τηλέφωνο η Λένα δεν μπόρεσε να μη βάλει τα γέλια καθώς φανταζόταν την αγαπημένη της φίλη να κρατάει και να κοιτάει το ακουστικό της με απορία, δεν την είχε αφήσει να σταυρώσει λέξη…
«Παρακαλώ, τον κύριο Ιωακείμ;»
«Καλημέρα σας. Ομιλείτε».
«Κατ’ αρχάς επιτρέψτε μου να σας ρωτήσω, τον Νάσο Ιωακείμ τον γνωρίζετε;»
«Πολύ καλά κυρία μου. Και από την καλή και από την ανάποδη που λένε. Εγώ είμαι ο Νάσος, για τους πολύ φίλους και Αθανάσιος, για τα χαρτιά».
«Ε αυτό κι αν είναι. Δεν το πιστεύω» .
«Τι δεν πιστεύετε μαντάμ; Εν ανάγκη, αν χρειαστεί, σας ορκίζομαι με το χέρι στο Ευαγγέλιο».
«Μα ναι. Εσύ θα πρέπει να είσαι ο Νάσος με το ονομαστό χιούμορ. Και για να βεβαιωθώ πλήρως, για θυμήσου Νάσο πώς την έλεγαν τη συμμαθήτριά σου που ήσουν ολίγον έως πολύ τσιμπημένος μαζί της και δεν της το είπες ποτέ; Καθόταν στο θρανίο ακριβώς μπροστά σου και άκουγε τα αχ και βαχ σου η αναίσθητη χωρίς να ανταποκρίνεται.»
«Τι μου θύμισες τώρα! Τη Λένα Μαυρίδου λες; Μη μου πεις ότι την ξέρεις;»
«Την ξέρω μεν, αλλά όχι πολύ καλά φοβάμαι την αλλοπρόσαλλη και είναι αυτή που τώρα ακούς παλιόφιλε παιδικέ μου, να σου μιλάει στο τηλέφωνο».
«Ρε Λενάκιιιι, αλήθεια λες;»
«Μεγαλύτερη δεν γίνεται. Νάσο, σε χρειάζομαι και είμαι και βιαστική και ανυπόμονη. Μπορώ να σε δω μέσα στη μέρα; Κατά τις 2 μ.μ. ας πούμε. Πηγαίνουμε και για φαγητό και συνδυάζουμε αναμνήσεις, δουλειά και φαγητό, το ακτύπητο τρίο. Τι λες;»
«Όπως πάντα δούλος σου, παλιά μου αγάπη. Ετοιμάζω την καρδιά μου να σε υποδεχτεί. Λένα, ειλικρινά με συγκίνησες.
Kαι πήγε. Ελαφρώς πεσμένη από τα προσωπικά της προβλήματα, με την κόμη της πανέμορφα κτενισμένη, κατασυγκινημένη, όπως άλλωστε και εκείνος .Σαραντάρηδες σχεδόν, τουτέστιν πολύ νέοι ακόμα και το κυριότερο αδέσμευτοι, τόσο στα χαρτιά όσο και συναισθηματικά. Μόλις είχαν βγει αμφότεροι από μακροχρόνιες σχέσεις που τους άφησαν πληγές.
Είπαν λοιπόν ό,τι είχαν να πουν, θυμήθηκαν ακόμη περισσότερα, γέλασαν με την καρδιά τους, έφαγαν με περίσσια όρεξη και έδωσαν ραντεβού για την μεθεπομένη, οπότε και ο Νάσος θα είχε τις αναγκαίες πληροφορίες που ήθελαν.
Το θέμα πολύ λεπτό και καθόλου εύκολο όπως της είπε, προϊδεάζοντάς την για τυχόν αποτυχία.Η αίτησή της έμελλε να περάσει από σαράντα κύματα και ένα από τα μεγαλύτερα ήταν ότι δεν ήταν παντρεμένη, δεν είχε οικογένεια δηλαδή.
Και ω! της έκπληξης, μητέρας όλων των εκπλήξεων μα και η απόλυτη λύση που της πρότεινε ο Νάσος, να του κάνει την υψίστη τιμή να είναι εκείνος το ζητούμενο της αρμόδιας υπηρεσίας.
Και παντρεύτηκαν, χωρίς να προϋπάρξει αρραβώνας. Σαν πόσο να περίμεναν δηλαδή να γνωριστούν περισσότερο;
Και όπως ενός καλού μύρια έπονται, η Λένα μένει έγκυος και λίγο πριν την γέννα εγκρίνεται και η αίτησή της για υιοθεσία και σχεδόν συγχρόνως έρχονται τα δύο νεογέννητα στο σπίτι.
Αυτή ήταν η απαρχή των όσων υπέροχων καλών συνέβησαν στη ζωή τής Λένας, συζύγου Αθανασίου Ιωακείμ, δικηγόρου παρ’ Αρείω Πάγω και πρώην συμμαθητή της. Και το κυριότερο στοιχείο του βιογραφικού της: εγγόνα της περιβόητης Πέρσας Βουδούρη, που λίγο έλειψε να την χάσουν από τη μεγάλη χαρά που ένιωσε σαν έγινε η Λένα της μάνα. Μη νομίζεις, και η μεγάλη χαρά είναι επικίνδυνη. Για να προσέχουμε λιγάκι. «Μέτρον άριστον», έλεγαν οι σοφοί μας αρχαίοι πρόγονοι…
_
γράφει η Λένα Μαυρουδή Μούλιου
Με ένα σμπάρο 4 τρυγόνια η Λένα και μάλιστα εκεί που δεν το περίμενε. Μπράβο Λένα μας για άλλη μια φορά! Απολαυστική η ιστορία σου!
Kάποτε ΝΟΜΙΖΑ ότι κάτι Λένες πετυχαίνουν πολλά δεν ξέρω αν ακόμη το νομίζω. Ευχαριστώ Σουλελάκι μου
Καλημέρα, Λένα. Υπέροχη ιστορία. Όπως πάντα δοσμένη με επιτυχία και με ένα τέλος που – μόνο τέλος δεν είναι – απλά είναι το ξεκίνημα μιας ευτυχισμένης οικογένειας με παιδικές φατσούλες, η αρχή μιας καινούριας ζωής.
καιρό είχα να σε δω Βάσω είσαι καλά;
Ευχαριστώ πάντα. για τα λόγια τα καλά σου
Είμαι καλά και χαίρομαι πάντα όταν διαβάζω κείμενά σου, αν και μου έχουν ξεφύγει αρκετά. Ευχαριστώ για το ενδιαφέρον. Την καλημέρα μου.