Γεννήθηκα και μεγάλωσα σ’ ένα μικρό χωριό της Ινδίας, στα σύνορα με το Πακιστάν. Δούλεψα σκληρά στη ζωή μου. Τίποτα δε μου χαρίστηκε. Πήγα σχολείο, προσπάθησα να μορφωθώ όσο γινόταν περισσότερο.
Η οικονομική κατάσταση στη χώρα μου, και μετά που έχασα και τους γονείς μου, με έκαναν να σκεφτώ και να ψάξω την τύχη μου αλλού. Δεν με κρατούσε τίποτα πίσω. Η Ελλάδα τα χρόνια εκείνα έμοιαζε για όλους μας η Γη της Επαγγελίας, όπως λένε τα χριστιανικά βιβλία. Είχαν έρθει πολλοί από τη χώρα μου και από το Πακιστάν· γνωστοί και άγνωστοι και όλοι μιλούσαν με τα καλύτερα λόγια. Μαθαίναμε πως είναι μια όμορφη χώρα, πως οι άνθρωποί της είναι καλοσυνάτοι και πως τα αφεντικά τους δεν τους κακομεταχειρίζονταν. Μάζεψα κι εγώ τα λίγα μου υπάρχοντα και τις οικονομίες μου, αποχαιρέτησα τα αδέρφια μου που ζούσαν κι εκείνα σε άλλες πόλεις της χώρας, και πήρα το δρόμο ν’ αναζητήσω μια καλύτερη ζωή. Είχα τελειώσει το σχολείο, ήξερα αγγλικά και είχα μάθει -από παιδί ακόμα, με τους γονείς μου- ν’ αγαπώ τη γη και να την φροντίζω. Η αλήθεια είναι πως δεν ταλαιπωρήθηκα, όπως πολλοί άλλοι. Ήρθα κι εγώ μέσω Τουρκίας και μαζί με καμιά δεκαριά, που τους γνώρισα στη διαδρομή, περάσαμε τα σύνορα -Έβρος λέγεται το ποτάμι που χωρίζει την Ελλάδα από την Τουρκία- και φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί χώρισαν κι οι δρόμοι μας.
Ένας μακρινός συγγενής με είχε καθοδηγήσει πώς και γιατί έπρεπε να φτάσω στην Αθήνα, την πρωτεύουσα αυτής της χώρας.
«Θα έρθεις να με βρεις στη διεύθυνση που σου γράφω. Δε χρειάζεται να πας να δουλέψεις σε χωράφια. Μου υποσχέθηκαν ότι θα σε πάρουν στην Πρεσβεία μας, για να φροντίζεις τα φυτά. Θα μείνουμε μαζί την αρχή, μέχρι να μάθεις να κινείσαι μόνος σου και μετά θα φτιάξεις τη ζωή σου, όπως εσύ θέλεις…»
Έτσι κι έγινε. Όλοι οι συμπατριώτες μου που γνώρισα στην Αθήνα, μου έλεγαν πως είμαι από τους πολύ τυχερούς. Οι περισσότεροι δουλεύουν σε κτήματα, μακριά από την πόλη και κάνουν μήνες να έρθουν.
Σαν άνθρωπος δεν υπήρξα ποτέ πολύ κοινωνικός και διαχυτικός. Θα μπορούσε να με χαρακτηρίσει κανείς μονόχνωτο.
Έμεινα με τον συγγενή μου, που στο μεταξύ είχε φέρει και την οικογένειά του, για τρεις μήνες. Βρήκα μια γκαρσονιέρα σχετικά κοντά στην Πρεσβεία, αγόρασα τα απαραίτητα και ζούσα μια χαρά. Πολλές φορές με καλούσαν γνωστοί, αλλά προτιμούσα να μένω χωρίς πολλές επαφές. Με τους μόνους που ανταλλάσαμε κάποιες κουβέντες, ήταν ο συγγενής μου και η οικογένειά του και κάποιους από τη δουλειά. Ήμουν πολύ ευχαριστημένος και πολύ ικανοποιημένος με τον εαυτό μου. Μέσα σε ένα χρόνο είχα μάθει να συνεννοούμαι και ελληνικά.
Από παιδί μου άρεσε πολύ να διαβάζω κι έτσι, με τη βοήθεια κάποιων από την Πρεσβεία, αγόρασα βιβλία και τετράδια και σιγά-σιγά έμαθα τη γλώσσα της χώρας αυτής. Μέσα από τα βιβλία τους, αλλά και από τα αγγλικά, ταξίδευα σε χώρες και πολιτισμούς και γέμιζε η ψυχή μου.
Με τον καιρό «προβιβάστηκα» και από κηπουρός έγινα «κανονικός» υπάλληλος της Πρεσβείας και είχα άριστες σχέσεις με συναδέλφους και συμπατριώτες, μα και με Έλληνες.
Πέρασαν δέκα ολόκληρα χρόνια, χωρίς να έχει αλλάξει κάτι από τις συνήθειές μου κι από τον τρόπο ζωής. Μου άρεσε ο μικρόκοσμός μου, γι αυτό κι όταν άρχισε η οικονομική κρίση στη χώρα που με φιλοξενούσε, εμένα δε μου έλειψε τίποτα. Είχα το κομπόδεμά μου, τη δουλειά μου, το σπιτάκι μου, την ασφάλειά μου και τα βιβλία μου. Στο πίσω μέρος του μυαλού μου, πολύ πίσω όμως, υπήρχε το όνειρο να γυρίσω κάποτε στην πατρίδα μου, στο χωριό μου και να μπορώ να ζω με αξιοπρέπεια. Να μπορώ να βοηθήσω όπου και όπως μπορώ, ειδικά τα νέα παιδιά, να τους μεταλαμπαδεύσω όσα έμαθα, προπάντων μέσα από τα βιβλία. Και όπως λέει μια ρήση, που δε θυμάμαι πού τη διάβασα: «όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια, ο Θεός γελάει». Κάπως έτσι έγινε και με μένα.
Ήταν Δευτέρα και όπως ετοιμαζόμουν για να πάω στη δουλειά μου, ένιωσα μια αδιαθεσία και λιποθύμησα μέσα στο σπίτι. Κατά καιρούς είχα προβλήματα με το στομάχι μου. Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα στο πάτωμα του μπάνιου, πλημμυρισμένος στο αίμα, δεν ξέρω ποιος άνοιξε την πόρτα… Το μόνο που έχω σαν δική μου μνήμη είναι το δωμάτιο ενός νοσοκομείου. Για μια βδομάδα μου έκαναν συνέχεια εξετάσεις.
-Πρέπει να χειρουργηθείτε, μου είπε ο γιατρός. Υπάρχουν εστίες που αν δεν ανοίξουμε, δεν ξέρουμε τι και πόσες είναι…
Δεν χρειάστηκε να μου πουν κάτι παραπάνω. Κατάλαβα πως είχα καρκίνο. Τους είπα πως θέλω να το σκεφτώ, υπέγραψα κι έφυγα. Πήγα στο σπίτι μου και προσπάθησα να βάλω τις σκέψεις μου σε τάξη. Δεν ήθελα να το συζητήσω με κανένα. Δεν μου χρειαζόταν ο οίκτος κανενός. Μια χαρά μου αρκούσε ο δικός μου.
-Τι κατάφερες στη ζωή σου; Πέρα του ότι έφυγες από τη φτώχεια και τη μιζέρια, τι άλλο κατάφερες; Έκανες οικογένεια, παιδιά, για να ’χεις ένα στόχο να το πολεμήσεις; Όχι. Τίποτα. Τότε; Τι θέλεις;
-Να πεθάνω ήσυχος. Αυτό θέλω. Κι όπως αθόρυβα γεννήθηκα και έζησα, το ίδιο αθόρυβα θέλω και να φύγω.
-Δηλαδή παραδίνεις τα όπλα;
-Εσύ βλέπεις κάτι καλύτερο;
-Αν το παλέψεις, μπορεί και να σωθείς.
-Θέλεις και τα λες; Όταν σου λένε οι γιατροί πως οι εστίες είναι τόσες, που δεν είναι βέβαιοι τι δείχνουν τα μηχανήματα, δε θέλει και πολύ μυαλό. Έχω τελειώσει. Να μπω στη διαδικασία των εγχειρήσεων που δεν ξέρω πού θα με βγάλουν;
-Ναι. Αυτό πρέπει να κάνεις.
-Και ποιον θα νοιάξει;
-Εσένα. Εσένα τον ίδιο. Εσύ δεν είσαι αυτός που λέει καθημερινά πόσο τυχερός είσαι και πόσο έχεις οφεληθεί σαν άνθρωπος;
-Και;
-Τι «και»; Δεν αξίζει να ζήσεις, να πας τη ζωή σου πιο πέρα; Εσύ δεν είσαι αυτός που βλέπεις όλο αυτό που γίνεται και τρέχεις να βοηθήσεις; Εσύ δεν είσαι αυτός που τρέχεις σε όποιον καταλαβαίνεις πως έχει ανάγκη;
-Δεν είμαι μόνος μου. Τόσος κόσμος βοηθά. Στη θέση μου, κάποιος άλλος θα βρεθεί. Κι ύστερα, όλοι αυτοί οι άμοιροι που καταφθάνουν σ’ αυτή τη χώρα, είναι από άλλα κράτη, από αραβικά, των οποίων τη γλώσσα δε γνωρίζω.
-Όπως δε γνώριζες και τα ελληνικά, όταν πρωτοήρθες. Και αυτό, όμως, δεν σ’ εμποδίζει να ψωνίζεις και να τους πηγαίνεις καθημερινά τρόφιμα.
-Σου ξαναλέω: Δεν είμαι μόνον εγώ. Τόσος κόσμος κάνει το ίδιο. Και κάθε μέρα πληθαίνουν αυτοί που βοηθούν.
-Ναι, αλλά και κάθε μέρα πληθαίνουν κι αυτοί που έχουν ανάγκη.
-Άσε με. Την απόφασή μου την πήρα. Δεν υπάρχει λόγος να παλέψω. Μακάρι να έφευγα και τώρα. Πίστεψέ με, κανείς δε θα νοιαστεί. Από κανένα δεν θα λείψω.
-Και στο κοριτσάκι, στη Σάρα, που μένετε κοντά και καθημερινά της δίνεις τη σοκολάτα και τα μπισκότα της, νομίζεις πως δε θα λείψεις; Ξέρεις πως όσες μέρες ήσουν στο νοσοκομείο, ρωτούσε τη μητέρα της πού είσαι;
-Τώρα μου βάζεις δύσκολα… Αλήθεια; Ρωτούσε; Το χρυσό μου…
-Γι’ αυτό σου λέω. Πρέπει να το παλέψεις. Αξίζει τον κόπο. Τουλάχιστον για τη μικρή σου φίλη.
-Άσε με τώρα. Θα το σκεφτώ…
Αχ αυτός ο άλλος μου εαυτός, πόσες φορές με βάζει σε διλήμματα… Μια χαρά ήμουν μέσα στη μοναξιά μου και την απόφασή μου την είχα πάρει. Τι ήρθε τώρα να με ταράξει;
Άνοιξα την τηλεόραση. Ήταν η ώρα που έλεγαν όλα τα κανάλια σχεδόν τις ειδήσεις. Πόσος πόνος… Πόση συμφορά… Πώς να την αντέξουν αυτοί οι άνθρωποι…
Όσες μέρες ήμουν στο νοσοκομείο, δεν ήξερα τι γινόταν γύρω μου. Και τώρα αυτό που έβλεπα -εκατοντάδες άνθρωποι, στιβαγμένοι σε πλαστικές βάρκες, γυναίκες με μωρά στην αγκαλιά, να θαλασσοπνίγονται για τα συμφέροντα κάποιων ανεγκέφαλων και πολεμόχαρων- με πονούσε πάρα πολύ. Θα ήθελα, αν μπορούσα, εγώ ο δειλός και φιλήσυχος άνθρωπος, να φωνάξω με τη δύναμη χιλιάδων ανθρώπων: Σταματήστε να σκοτώνετε, για να καρπώνεστε τον πλούτο της κάθε χώρας και για να πουλάτε τα όπλα σας. Με τα λεφτά που ξοδεύετε για τα μηχανήματα που σκορπούν το θάνατο, βοηθήστε τις χώρες που λιμοκτονούν, φτιάξτε έναν καλύτερο κόσμο για τα παιδιά. Έλεος πια…
Όταν άνοιξα τα μάτια μου, η τηλεόραση εξακολουθούσε να παίζει και το μαξιλάρι μου, καταχείμωνο, ήταν πλημμυρισμένο στον ιδρώτα. Είχα κι έναν δυνατό πόνο στην κοιλιά. Περίμενα να ξημερώσει, μάζεψα όλες μου τις δυνάμεις, ειδοποίησα την Πρεσβεία και τράβηξα για το νοσοκομείο. Για καλή μου τύχη βρήκα τον γιατρό που με είχε αναλάβει από την πρώτη ώρα. Του είπα πως το σκέφτηκα και πως ήρθα για να το παλέψω. Φωτίστηκε το πρόσωπό του από ένα πλατύ χαμόγελο και μου υποσχέθηκε πως θα κάνει ό,τι μπορεί για να χειρουργηθώ το συντομότερο.
Για άλλη μια φορά βγήκε αληθινή η ρήση που λέει πως όταν κάνουμε σχέδια εμείς οι άνθρωποι, ο Θεός γελάει. Δεν πρόλαβα να τακτοποιηθώ στο δωμάτιο, όταν άρχισε η ακατάσχετη αιμορραγία. Όσο αίμα μου έβαζαν, άλλο τόσο έχανα. Οι γιατροί και οι νοσοκόμες έτρεχαν για να με βοηθήσουν. Ο οργανισμός και οι δυνάμεις μου άρχισαν να μ’ εγκαταλείπουν. Νιώθω όλο και πιο αδύναμος. Δυο φορές με ετοίμασαν για το χειρουργείο, αλλά και τις δύο, οι δείκτες ήταν αρνητικοί για να μπω σε τέτοια ταλαιπωρία.
Στο δωμάτιο που είμαι, με έχουν βάλει στο μεσαίο κρεβάτι. Αυτός που είναι αριστερά μου, βρίσκεται σε χειρότερη κατάσταση από μένα. Έχει χειρουργηθεί δύο φορές, αλλά παρουσιάζει πάλι επιπλοκές. Οι δικοί του, η γυναίκα και τα παιδιά του, ανησυχούν πολύ, αλλά, παρόλο τον πόνο τους, νοιάζονται και για μένα. Εκείνος που είναι δεξιά μου, ίσως λίγο νεότερος από μένα, έχει χειρουργηθεί και πάει πολύ καλά. Κι αυτού η γυναίκα όλο με ρωτά αν θέλω κάτι. Όλοι τους είναι πολύ ευγενικοί και καλοσυνάτοι, όπως και οι γιατροί, από τον μεγαλύτερο μέχρι τον μικρότερο, αλλά και οι νοσοκόμες.
-Οι τελευταίες εξετάσεις που κάναμε, δεν μας επιτρέπουν να σας χειρουργήσουμε. Δυστυχώς, η κατάστασή σας είναι πολύ δύσκολη. Έχετε κάποιον να ειδοποιήσουμε;
-Όχι, γιατρέ μου. Δεν έχω κάνεναν εδώ στην Ελλάδα, εκτός από τους συναδέλφους μου, στην Πρεσβεία μας…
Ήθελα να τους πω πως ο μόνος άνθρωπος που έχω, είναι η μικρή μου φίλη, η Σάρα, στην οποία δεν πρόλαβα να της εξηγήσω γιατί έλειψα τόσες μέρες, γιατί θα λείψω για πολύ, να της ζητήσω συγγνώμη που δεν της αναπλήρωσα τις σοκολάτες και τα μπισκότα…
Η κατάστασή μου, μέρα τη μέρα, γίνεται όλο και χειρότερη. Οι γιατροί, κάθε λίγο και λιγάκι, μπαίνουν στο δωμάτιο, που με τα μηχανήματα που έχουν φέρει, το έχουν μετατρέψει σε μονάδα εντατικής θεραπείας. Παρακολουθούν με αμέριστη φροντίδα και τους δυο μας.
Οι ώρες περνούν μαρτυρικά δύσκολα. Τώρα δυσκολεύομαι και στην αναπνοή. Ο διπλανός μου δεν επικοινωνεί καθόλου. Εγώ προσπαθώ να καταλάβω τι μου γίνεται, για να μπορώ να βοηθώ και τους γιατρούς. Πολλές φορές πέφτω σε λήθαργο και νομίζω πως βρίσκομαι στο χωριό μου, παρέα με τους γονείς και τ’ αδέρφια μου, αλλά τότε ακούγεται το γέλιο της Σάρας, που παίρνει τη σοκολάτα και τα μπισκότα, μου φωνάζει ένα «ευχαριστώ» και τρέχει στην αγκαλιά της μητέρας της. Άλλες φορές πάλι, ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω ένα κορίτσι να κάθεται στο πλάι μου, να μου κρατά και να μου χαϊδεύει το χέρι. Είναι όμορφη, αλλά τα μάτια της είναι θλιμμένα. Μοιάζει σαν άγγελος. Δεν είναι νοσοκόμα, όχι, μήτε κάποια συγγενής ενός από τους ασθενείς που είμαστε το ίδιο δωμάτιο. Παρόλο που μου χαμογελά, τα μάτια της έχουν τόση θλίψη… Της φαντασίας μου δημιουργήματα πρέπει να είναι…
Έχω αρχίσει να βυθίζομαι όλο και πιο πολύ, όσο περνά η ώρα. Κάποια στιγμή σαν απ’ το υπερπέραν, ακούω δυο φωνές να μιλούν στη γλώσσα μου. Κάνω μεγάλη προσπάθεια και ανοίγω τα μάτια μου. Είναι δύο συμπατριώτες μου που κάτι με ρωτούν, αλλά δεν μπορώ ν’ ακούσω καλά. Τους αναγνωρίζω. Δουλεύουμε μαζί στην Πρεσβεία. Ο ένας, μάλιστα, νεότερος, ήταν αυτός που είχα φιλοξενήσει κι εγώ με τη σειρά μου όταν ήρθε στην Ελλάδα. Θέλω να τους μιλήσω, θέλω να τους πω πως όσα λεφτά βρουν στο σπίτι, ν’ αγοράσουν σοκολάτες και μπισκότα για την Σάρα, να μην της λείψουν τώρα που θα φύγω. Το ξέρω πως φεύγω, το ξέρω πολύ καλά.
Είδαν κι απόειδαν πως δεν μπορούν να επικοινωνήσουν μαζί μου κι έφυγαν…
-Μην κλαις…, ακούω τώρα πεντακάθαρη τη φωνή του κοριτσιού, του δικού μου άγγελου, καθώς μου σκουπίζει με μια γάζα τα μάτια. Μην κλαις κι εκεί που πας είναι πιο ωραία από δω. Το ξέρω. Μου το έχουν πει. Είμαι σίγουρη πως θα πας σε όμορφο μέρος. Εμείς το λέμε Παράδεισο. Δείχνεις καλός άνθρωπος…
Συνεχίζει να μου μιλάει σιγανά, τόσο σιγανά που δεν τη ακούω πια, ενώ εξακολουθεί να μου χαϊδεύει το χέρι και το μέτωπο…
Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε, μα τώρα ακούω πάλι πεντακάθαρη τη φωνή του δικού μου γιατρού.
-Ώρα θανάτου 03:15.
Και το κορίτσι, με δάκρυα στα μάτια, έξω από ένα δωμάτιο, να λέει σε μια γυναίκα.
-Μαμά, τουλάχιστον δεν έφυγε μονάχος και δεν πάει άκλαυτος…
–
γράφει η Αθηνά Μαραβέγια
ΤΙ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ , ΘΕΕ ΜΟΥ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!! ΜΑΚΑΡΙ ΝΑ ΕΙΧΕ ΠΙΟ ΑΙΣΙΟ ΤΕΛΟΣ….ΜΑΚΑΡΙ ΣΤΑ ΣΧΕΔΙΑ ΤΟΥ ΙΝΔΟΥ ΝΑ ΜΗΝ ΓΕΛΟΥΣΕ Ο ΘΕΟΣ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!! Μπράβο , Αθηνά!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
Με συγκινήσατε βαθιά…. Καλό ξημέρωμα..
Καλή βδομάδα κι ευχαριστώ πολύ για το σχόλιο!!!
Καλή βδομάδα, Μαχη μου, και σε σένα κι ευχαριστώ για το σχόλιο!!!
Το απερίγραπτα συγκλονιστικό είναι άραγε αρκετό για την η ιστορία σου Αθηνά μου; Είχα καιρό να νιώσω έτσι… λες κι ήμουν δίπλα του!!! Ευχαριστώ πολύ που τη μοιράστηκες μαζί μας!!!
Σ’ ευχαριστώ πολύ, Σοφία μου! Χαίρομαι που σε άγγιξε τόσο και λυπάμαι που δεν μπορώ να σου απαντησω στο ερώτημά σου…, γιατί κι εγώ δεν ξέρω…