Τον κυρ Βασίλη τον γνώρισα μια μέρα πηγαίνοντας βιαστικά για τη δουλειά.
Από εκείνες τις μέρες που κρατάς τον καφέ στο χέρι, περπατάς σαν παλαβός, σκουντάς όποιον βρεις μπροστά σου εκνευρισμένος που τολμά να πηγαίνει πιο αργά από εσένα. Ήμουν κι εγώ ένας από αυτούς τους χυδαίους που τολμάνε να φέρονται έτσι στη ζωή τους. Το ξέρω.
Παλεύοντας να προσπεράσω το πλήθος για να χωθώ στο μετρό του Συντάγματος εκεί ανάμεσα στους κουλουράδες και τους ζητιάνους, τους αλλοδαπούς και τους αστυνομικούς, ένας λαχειοπώλης εμπόδιζε το δρόμο μου. Προσπαθώ να περάσω πότε δεξιά και πότε αριστερά του αλλά σα χαλασμένο ρολόι δε συντονιζόμουν ποτέ με την κίνησή του. Δεν ξέρω πόσο αστείος φαινόμουν αλλά ο λαχειοπώλης ετούτος έβαλε τα γέλια δυνατά. Ο πρωινός ανοιξιάτικος ήλιος γυάλιζε τα άγρια γένια του και τα χαλασμένα του δόντια τα κιτρινισμένα φαινόντουσαν έτοιμα να ξεπηδήσουν και να με κατασπαράξουν μα το γέλιο του ήταν τόσο αληθινό που μπορούσε να κάνει μια και να μας εξαφανίσει όλους εμάς.
Τόσο δυνατός μου φάνηκε.
Θυμάμαι να κοιτάζω το ρολόι μου και να υπολογίζω την άφιξή μου στη δουλειά, φανταζόμουν εκείνον τον καινούριο που όλο με προλάβαινε και έφτανε πρώτος, να χασκογελά με τη σημερινή του νίκη, με έβλεπα ιδρωμένο να χτυπάω τη τσάντα μου στο γραφείο με μισοχυμένο τον καφέ μου.
Και όμως για μια στιγμή, βλέποντας εκείνο το γέλιο ένιωσα περίεργα. Σκέφτηκα αν έφτιαξα ποτέ ετούτη τη γκριμάτσα στο στόμα μου. Αν έγινα κι εγώ τόσο τρομακτικά χαρούμενος με κάτι τόσο απλό… και μάγκωσα. Μα δεν είχα χρόνο για άλλη σκέψη. Έκανα να φύγω, κι εκείνος λες και άκουσε την καρδιά μου, με κράτησε από το χέρι σφιχτά.
«Είχα ένα γιο σαν κι εσένα. Τον έχασα. Έμφραγμα μου ’παν. Τρελοί είστε τους είπα. Είναι μόνο 35, έμφραγμα παθαίνουν κάτι παππούδες σαν κι εμένα. Φώναζα δακρυσμένος μην μπορώντας να τους πιστέψω γιε μου. Δε σε πειράζει που σε λέω γιο μου ε;» και μην περιμένοντας να απαντήσω συνέχισε. «Άγχος μου είπαν. Πολλή δουλειά μου ’παν. Σημεία των καιρών μου είπαν. Καθόμουν και τους κοίταζα σα χάνος γιε μου. Ναι ίδιος είσαι γαμώτο» μου λέει πιάνοντας με από το σακάκι και ισιώνοντάς μου τη γραβάτα αγγίζοντάς με απαλά για λίγο στο μάγουλο.
«Έτσι γυαλισμένος ήταν κι εκείνος. Όμορφος… όμορφος και πετυχημένος έτσι δεν το λέτε; Έτσι έλεγε κι η μακαρίτισσα η μάνα του. Τον θαύμαζε. Ο γιος μας Βασίλη είναι σπουδαίος μου έλεγε και βούρκωνε. Ναι μακαρίτισσα γιε μου πώς να το αντέξει ετούτο το θανατικό μου λες;» είπε και σταμάτησε κοιτάζοντας στον ουρανό βγάζοντας έναν βαθύ αναστεναγμό.
Δεν ήξερα τι να κάνω. Από τη μια ήθελα να φύγω γιατί θα έφτανα τελευταίος πια από την άλλη τα πόδια μου είχανε μαρμαρώσει. Ένιωθα πως κάποιος με κάρφωσε εκεί στο πεζοδρόμιο και πως έπρεπε να τα ακούσω όλα. Κοίταξα κι εγώ στον ουρανό μαζί του.
Με πιάνει δυνατά από το σακάκι και μου φωνάζει! Τρόμαξα σα μικρό παιδί.
«Τι θες λοιπόν κι εσύ γιε μου; Έχασα έναν… να χάσω κι άλλον γιο;» και βουρκώνει.
Ο γέρος τρελάθηκε σκέφτομαι και παράλληλα είμαι τόσο τρομαγμένος με τα λόγια του που νιώθω τον κρύο ιδρώτα να με λούζει. Τρέμω ολόκληρος εσωτερικά σα να ανεβαίνει απότομα πυρετός μα η λογική κυριαρχεί και ηρεμώ.
«Δεν είναι όλοι έτσι παππού. Μην ανησυχείς. Κρίμα για το γιο σου. Κρίμα αλλά θα πρέπει να σε αφήσω γιατί το έμφραγμα θα το πάθω αν χάσω τη δουλειά μου!» του λέω και πάω να φύγω.
«Δε μου λες» μου φωνάζει και κοκκαλώνω και πάλι. «Αυτό που κάνεις είναι αυτό που ήθελες να κάνεις από μικρός; Αυτό που λαχταράς;» με κοίταξε βαθιά στα μάτια.
«Όχι ακριβώς, ψελλίζω, αλλά τα λεφτά είναι καλά οπότε δε με πειράζει. Δουλειά να έχουμε παππού…» του λέω νιώθοντας ηλίθιος που ξεστόμισα τη φράση που λέμε όλοι μας πλέον.
Με κοιτάζει σα χαμένος. Σκύβει στο σωρό με τα πράγματά του που ’χε στη γωνία, βγάζει μια κατάμαυρη παμπάλαιη γραφομηχανή. Μένω να τον κοιτάζω χωρίς να ρωτάω. Με πλησιάζει και μου λέει: «Ήθελε να γίνει συγγραφέας. Έγραφε ό,τι θες σε τούτο το διάολο. Τα έχω βρει όλα του τα χαρτιά και τα διαβάζω. Πάρ’ την» μου λέει και τη πετά πάνω στο πανάκριβο κουστούμι μου.
«Τι να την κάνω βρε παππού;» του λέω. «Κράτα την να τον θυμάσαι» τον κοιτάζω με αγάπη.
«Όχι γιε μου. Απόψε αυτή η γραφομηχανή θα έρθει στο σπίτι σου» μου ’πε «και θα θυμάσαι ότι σου την έδωσε ο γερο Βασίλης ο τρελός»
Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα είχε γίνει καπνός. Γύρισα στη δουλειά αφήνοντας με ανοιχτό στόμα όλους τους συναδέλφους μου σαν περπατούσα στο διάδρομο με τη γραφομηχανή παραμάσχαλα, ακόμα το θυμάμαι. Για κάποιο περίεργο λόγο εκείνη τη μέρα δε με ένοιαξε καθόλου η νίκη του καινούριου. Ούτε καν τον είδα. Ούτε και την επόμενη, ούτε και την επόμενη…
Πάνε κάτι μήνες που παραιτήθηκα από τη δουλειά. Δεν είπα ποτέ στο γερό Βασίλη ότι είχα κι εγώ ένα σωρό από παιδικά χαρτιά με διηγήματα και ιστορίες. Μα σήμερα έσβησα τα φώτα, άναψα τα κεριά και έχω ραντεβού με το πεπρωμένο μου. Αυτή η μαύρη καλλονή θα γράψει την ιστορία του γερο Βασίλη από την αρχή, έτσι για να μου πάει γούρι. Και πού ξέρεις, ίσως εκείνος ο γιος να ζήσει τελικά σε αυτήν την ιστορία…
γράφει η Μάχη Τζουγανάκη
–
Οι φίλοι μου δεν αντέχουν την πολυλογία μου. Και τις εκθέσεις που τους γράφω όποτε στέλνω mail. Παρόλα αυτά χαίρονται να διαβάζουν ό,τι γράφω ευτυχώς ή απλά το λένε για να με ξεφορτωθούν! Αγαπάω τη συγγραφή. Τη στιγμή εκείνη που πριν καλά καλά ξεφυτρώσει η ιστορία έχεις ήδη αρχίσει να πληκτρολογείς απόλυτα συγκεντρωμένος. Το γράψιμο μαζί με τη φωτογραφία είναι για μένα ένας ξεχωριστός συνδυασμός. Έτσι γεννήθηκε και το www.photofairytale.wordpress.com για να μου κάνει παρέα.
«Δε μου λες» μου φωνάζει και κοκκαλώνω και πάλι. «Αυτό που κάνεις είναι αυτό που ήθελες να κάνεις από μικρός; Αυτό που λαχταράς;» με κοίταξε βαθιά στα μάτια.
«Όχι ακριβώς, ψελλίζω, αλλά τα λεφτά είναι καλά οπότε δε με πειράζει. Δουλειά να έχουμε παππού…» του λέω νιώθοντας ηλίθιος που ξεστόμισα τη φράση που λέμε όλοι μας πλέον.
Μια ιστορία που στοχεύει στην ψυχή και την κατακεραυνώνει θετικά βέβαια!!!Για όλους του τρελούς και τους λαχταρισμένους ναι θα υπάρξει η στιγμή που θα λαχταρίσουν ξανά να κάνουν το όνειρο πραγματικότητα!!!!Σε ευχαριστώ Μάχη!!!!!
Σας ευχαριστώ…πάντα υπάρχουν αυτές οι στιγμές..αρκεί να μην τις προσπερνάμε…
Συγχαρητήρια Μάχη! Κατάφερες μέσα από το χιούμορ και τη συγκίνηση να περάσεις το μήνυμα.Γιατί δεν πρόκειται απλά για την επίτευξη του ονείρου αλλά για την ίδια την ολοκλήρωση της ψυχής και του σκοπού που ήρθε να επιτελέσει μέσα από το ταλέντο και τις δυνατότητες της ανθρώπινης ύπαρξης. Κάνω το διήγημά σου ευχή !
Ευχαριστώ πολύ…ας κάνουμε όλοι μας αυτή την ευχή…