Όταν γνώρισα την Πέρσα ήμουνα πολύ νέος, ίσως πολύ νεώτερος απ’ αυτήν, αλλά με τις γυναίκες ποτέ δεν ξέρεις. Μόλις είχα τελειώσει τις Πανεπιστημιακές μου σπουδές και μιας και δεν γινόταν καν λόγος για μεταπτυχιακές στο εξωτερικό, λόγω οικονομικής αδυναμίας, (σημ. στην Πατρίδα δεν υπήρχαν μεταπτυχιακά τότε), εργαζόμουν σαν ασκούμενος στο γραφείο του φίλου Σοφοκλή Εμανουιλίδη παίρνοντας ένα υποτυπώδες χαρτζιλίκι για τα τσιγάρα μου ίσα ίσα, κανέναν καφέ και τα εισιτήρια λεωφορείου, πλούτο να δει η ψυχή σου!
Ένα πρωινό που όσο ζω δεν θα ξεχάσω, μπαίνει στο γραφείο φουριόζα μια επιβλητική νεαρή ξανθιά, μασώντας πάνω από τους ώμους της μια ‘’καλημέρα’’ και αμέσως μετά, απευθυνόμενη στον Σοφοκλή τού λέει:
«Τι να σού πω Σόφο μου, (άκου Σόφο!) αυτό δεν το περίμενα να συμβεί από το δικό σου σοβαρό γραφείο! Θα μου πεις ότι έχουν παρεισφρήσει όπως βλέπω, πολλά ζιζάνια στο χώρο και δεν ξέρεις τι σού ξημερώνει, αλλά και πάλι μια εποπτεία, ένα κάτι, θα έπρεπε να υπάρχει αδερφέ…»
«Για μπάστα για μπάστα Πέρσα μου, πάρτο πιο δεξιά το τιμόνι και πες μου εν τάχει τι τρέχει; Α συγχώρα με Στέφανε, δεν σού συνέστησα τη φίλη μου την Πέρσα που δεν ξέρω ακόμη για τι πράγμα με κατηγορεί αλλά ελπίζω σύντομα να το μάθω, δεν είν’ έτσι καλό μου κορίτσι;
»Πέρσα Βουδούρη, ερασιτέχνης, όπως θέλει να την λέμε, ντετέκτιβ, που δεν το θεωρεί επάγγελμα μα hobby. Αν βέβαια όλοι είχαμε το χρήμα του πατέρα της και εμείς ερασιτέχνες θα θέλαμε να αποκαλούμαστε και όχι σκλαβάκια σκληρά εργαζόμενα για πενταροδεκάρες. Άτιμη κοινωνία που άλλους τους ανεβάζεις και άλλους τους δίνεις και καταλαβαίνουν κτυπώντας τους στο Δόξα Πατρί!»
Εγώ που είχα ακουστά γι’ αυτό το κορίτσι και που δεν έβλεπα να μού δίνει την παραμικρή σημασία, σαν να μην υπήρχα εκεί μέσα, βρέθηκα σε αμηχανία και πάσχιζα να ψάχνω για τα γυαλιά μου που μέχρι πριν ένα λεπτό θυμάμαι τα φορούσα και τώρα είχαν εξαφανιστεί.
Έκπληκτος την ακούω να μού λέει:
«Δεν πειράζει φίλε. Τα γυαλιά αυτά των ματιών και να χαθούν εύκολα βρίσκονται, αν χαθούν οι φακοί επαφής του μυαλού να φοβάσαι. Να επί παραδείγματι, τα δικά σου είναι καρφωμένα επί της κεφαλής σου, εύκολα βρέθηκα».
Θα πρέπει να είχα γίνει κατακόκκινος σαν τη φωτιά και πολύ την μίσησα αυτή την υπεροπτική κοπέλα που με έβλεπε σαν πληβείο.
Δεν απάντησα στο διφορούμενο και ειρωνικό της ευφυολόγημα, αλλά άφησα να φανεί ότι ήμουνα πολύ ενοχλημένος και ότι μόνο οι καλοί μου τρόποι δεν μού επέτρεπαν να την στείλω από εκεί που ήρθε.
Παρέμεινε στο γραφείο για αρκετή ώρα και εγώ από τη μεριά μου, όσο την έβλεπα να μην το’ χει σκοπό να την κάνει, άφριζα από το κακό μου…
Με τον καιρό αγαπηθήκαμε, αλληλο εκτιμηθήκαμε όσο δεν έπαιρνε άλλο. Μπορεί να μη γίναμε ποτέ ερωτικό ζευγάρι, αλλά γίναμε φίλοι γκαρδιακοί και ένιωθα τυχερός που με είχε τιμήσει με την πολύτιμη φιλία της. Πιο έξυπνο θηλυκό δεν ματάδα στη ζωή μου.
Με συγκίνηση θυμάμαι την πρώτη κοινή μας υπόθεση:
Θυμάμαι, είχαμε πάει σε έναν χορό μεταμφιεσμένων ενός Σωματείου. Απόκριες και ήμασταν στο τσακίρ κέφι που λένε. Αγάπη για διασκέδαση για μπερμπαντέματα, για πλάκες. Νέοι. Αυτό τα λέει όλα…
Κάποια στιγμή τη χάνω μέσα στο πλήθος των μασκαράδων αληθινών και ευκαιριακών, μα όσο και αν έψαξα αδύνατον να την εντοπίσω. Έβλεπα να πηγαίνει στράφι το κέφι που μού ξεχείλιζε και να χάνω τον χρόνο μου εκεί μέσα. Αναρωτιόμουνα γιατί να εξαφανιστεί. Αν ένιωθε ανία θα μού το έλεγε, η Πέρσα ποτέ δεν μάσαγε τα λόγια της. Σκέφτηκα ότι θα περίμενα ένα ακόμη μισάωρο και αν δεν εμφανιζόταν, θα την έκανα κι’ εγώ. Θα πήγαινα σε κανένα μπαράκι να πνίξω την απογοήτευσή μου στο ποτό.
Κόντευε να εκπνεύσει η προθεσμία της αναμονής που είχα θέσει, οπότε βλέπω να με πλησιάζει μια πανάσχημη καμπούρα τσιγγάνα και να μού ψιθυρίζει τόσο αχνά που μετά βίας άκουγα τι έλεγε:
«Ακολούθησέ με εγώ είμαι».
Κύριε των Δυνάμεων, γιατί είχε μασκαρευτεί έτσι; Όταν βρήκαμε να καθίσουμε κάπου, έτεινα το χέρι μου δήθεν να μού πει τη μοίρα μου. «Τον βλέπεις εκείνον τον Αρλεκίνο με την Κολομπίνα του; ΠΡΟΣΕΧΕ μη και τους χάσεις από τα μάτια σου. Ετοιμάζουν απαγωγή ανηλίκου. Δεν ξέρω ακόμη ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΑΙΔΙ, υπάρχουν τόσα πολλά εδώ μέσα. Άκουσα μία στιχομυθία τους και γι’ αυτό εξαφανίστηκα, να πάω να ειδοποιήσω την ομάδα του Σοφοκλή. Δεν μπορούμε να επέμβουμε ΤΩΡΑ, χωρίς αποδείξεις» είπε και απομακρύνθηκε.
Αμήχανος και ανήσυχος κρατούσα το ποτό μου χωρίς να πίνω. Μήπως η αγαπημένη μου φίλη παραήταν ευφάνταστη και βρίσκαμε κανέναν μπελά γιορτιάτικα; Όπως και να είχε το κέφι μου που είχε αρχίσει με τους καλύτερους οιωνούς, πήγε περίπατο, εντελώς όμως…
Είχα στρέψει όλη μου την προσοχή, όσο μπορούσα πιο διακριτικά πάνω στο ζευγάρι που μού υπέδειξε η Πέρσα και που χόρευε ένα παθιασμένο τάνγκο κάπου εκεί κοντά μου, όταν έκανε την επανεμφάνισή της η φίλη μου συνοδευόμενη από δύο πετυχημένα μεταμφιεσμένα τσιγγανόπουλα. Δεν μού έριξε ούτε μια ματιά και αυτό σύμφωνα με τα όσα μού είχε πει πριν, σήμαινε, ΈΦΤΑΣΕ Η ΣΤΙΓΜΗ.
Βλέπω την Κολομπίνα να παίρνει από ένα καλάθι σερπαντίνες και από ένα άλλο, να γεμίζει ένα σακουλάκι με κομφετί και να πλευρίζει ένα πιτσιρίκι που έκλαιγε βουβά και που από καιρού σε καιρό ψιθύριζε: ’’μαμά, μαμά, σκουπίζοντας με την ανάστροφη του χεριού του τα κλαμένα του ματάκια.
Να, το άκακο αρνίο, σκέφτηκα. Έτοιμο προς βρώσιν.
Το δέλεαρ των αποκριάτικων δώρων φάνηκε προς στιγμήν να αποδίδει καρπούς, μα αμέσως μετά, ο πιτσιρικάς άρχισε να κλαίει πια γοερά. Μα το κλάμα του καλυπτόταν από τα γέλια, τα τραγούδια και τις μουσικές.
«Έλα ρε μικρέ να σε πάω στη μανούλα σου, έξω βγήκε για λίγο να της περάσει ο πονοκέφαλος από την φασαρία που γίνεται εδώ μέσα,» είπε ο Αρλεκίνος πιάνοντας τον μικρούλη από τον ώμο, εκ δεξιών και για πιο σιγουριά εξ ευωνύμων από την Κολομπίνα, για να μην τους ξεφύγει από την αρπάγη. Φαίνεται όμως ότι παρά την σημερινή απομάκρυνσή του από της μάνας την επίβλεψη, ήταν καλά ορμηνεμένος απ’ αυτήν, να μην ακολουθεί κανέναν ξένο για τον οποιονδήποτε λόγο, έπιασε τόπο η ορμήνια της και ο μικρός έβαλε κάτι τσιρίδες που πια δεν μπορούσαν να περάσουν απαρατήρητες.
Αληθινός αστυνομικός ούτε για δείγμα, ούτε καν μασκαρεμένος, ενώ θα έπρεπε. Και να μη φοβερίζουν οι μανάδες τα βλαστάρια τους ότι θα τους πάει ο ένστολος φυλακή επειδή δεν κατεβάζουν τον αγλέορα, με αποτέλεσμα το παιδί να μεγαλώνει με αυτό το απωθημένο για το πρόσωπο του οργάνου της τάξης. Έτσι δεν πρέπει;
Βαδίζοντας οι τρεις τους προς την έξοδο, τους πλησιάζω και λέω χαριτωμένα:
«Ούπς, τι γίνεται εδώ, φιλαράκο, για πού το έβαλες με τον κλόουν;»
«Θέλει να με πάει στη μαμά μου, μα η μαμά είπε να μην πηγαίνω με ξένους».
«Και εγώ ρε ξένος είμαι;» λέει ο Αρλεκίνος.
«Και αμέ τ’ είσαι γνωστός; Και πώς με λένε και πού μένω; Για πες».
Ατσίδα ο μπόμπιρας.
«Πήγαινε ρε συ Μαρία να φωνάξεις τη μάνα του και έρχομαι κι΄ εγώ σε λίγο».
«Έλα όμως που δεν θα πάτε μόνοι σας να την βρείτε, αλλά θα πάμε όοοοολοι μαζί στο Τμήμα, όπου σίγουρα θα είναι κι’ εκείνη εκεί και θα τον ψάχνει;»
Και με τον μικρό κυριολεκτικά κατουρημένο από το φόβο του πήγαμε.
Έτσι, καταφέραμε να εξαρθρώσουμε μια αδίστακτη ομάδα απαγωγέων μικρών παιδιών, που δρούσε σε τέτοιους χώρους και υπό τέτοιες γιορτινές συνθήκες….
Αλησμόνητη θα μού μείνει εκείνη η Τσικνοπέμπτη.
Θαύμασα τη οξυδέρκεια και την ικανότητα λαγωνικού, της εντυπωσιακής ξανθιάς φίλης μου, η οποία έσωσε ένα παιδάκι. Ένα παιδάκι λιγότερο σαν αυτά της στρατιάς των δυστυχισμένων, των φαναριών.
_
γράφει η Λένα Μαυρουδή Μούλιου
0 Σχόλια