Μιλάμε για μια συνηθισμένη οικογένεια, αυτήν του μεσοαστού Θεοφύλακτου Ασημπίου. Τα ζωάκια όμως που ζούσαν μαζί τους, δεν ήταν και πολύ συνηθισμένα. Μια γάτα κι’ ένας σκύλος, αμφότερα σαν σε μικρογραφία, με μια νοημοσύνη όμως που άγγιζε την μέση ανθρώπινη θα λέγαμε. Χαριτωμένα ζωντανά που σε κατέπλησσαν. Τα ονοματάκια τους ΠΥΘΩΝΑΣ ΚΑΙ ΓΑΛΙΑΝΤΡΑ.
Το να ονοματίσεις γαλιάντρα ένα γατί είναι κατανοητό, μα πύθωνα ένα σκύλο, όλως διόλου άλλης φυλής του ζωικού βασιλείου. Το αποκάλεσαν πύθωνα λόγω της ουράς του που ήταν σαν κουλουριασμένου φιδιού.
Ο πιτσιρίκος της οικογένειας, ο Φοίβος, λάτρευε το σκυλάκι κι’ εκείνο ανταπέδιδε αυτήν την αγάπη στα ίσα.
Η γαλιάντρα ψιλοζήλευε αυτό το δέσιμο παιδιού και σκύλου, αλλά σαν από ένστικτο θαρρείς, ήξερε ότι δεν την έπαιρνε να προβεί σε πράξεις ζηλοτυπίας. Ήταν τόσο έξυπνη για να καταλαβαίνει ότι αν κάτι τέτοιο έκανε, θα έπρεπε να ψάχνει για μόνιμη εγκατάσταση στα κεραμίδια αφιλόξενων γειτόνων. Κεραμιδόγατος αυτή η πριγκηπέσα η καλομαθημένη σε καλό φαγητό και αγκαλιές θαλπωρής τς τς τς…
Η ζωή κυλούσε, ο Φοίβος μεγάλωνε, μα τα ζωάκια μήτε σουλούπι άλλαζαν μήτε συνήθειες και ο χρόνος θαρρείς και δεν τα άγγιζε.
Και κάποια στιγμή ήρθε το νηπιαγωγείο στη ζωή όλων τους, Ο μικρούλης το βρήκε φυσικό και αναγκαίο να πάρει το σκυλάκι μαζί του, όχι μόνον στο σχολικό αυτοκίνητο μα και στο θρανίο του δίπλα, ή στα πόδια του, μέσα στην τάξη!
ΚΑΙ ΌΤΑΝ του το απαγόρευσαν, μίσησε σχολείο, δασκάλους και γονείς.
Πώς όταν ακρωτηριαστείς σε θεωρούν ανάπηρο, έτσι ήταν ο μικρός χωρίς την προέκτασή του τον πύθωνα.
Η ζωή τής οικογένειας Ασημπίου ήρθε τούμπα. Μαβιά σύννεφα σκέπασαν τον μέχρι πρότινος γαλάζιο ουρανό της. Πέρα από την άρνηση του παιδιού να πάει σχολείο, άρχισαν και οι καυγάδες στους γονείς που έριχναν τις ευθύνες για το φαινόμενο τούτο, ο ένας στον άλλον.
Βρε ζήτησαν τη βοήθεια παιδιάτρων, παιδοψυχολόγων, αλλά και αυτοί στις στάνταρτ κασέτες τους τέτοια περίπτωση δεν είχαν προς θεραπεία.
ΉΡΘΕ η ώρα του διαζυγίου.
Και μια καθόλου ωραία πρωία ο κύριος Ασημπίου πήρε την οδοντόβουρτσά του και το καπελάκι του και την έκανε γι’ αλλού κι’ αλλού. Η συνηθισμένη εύκολη λύση. Ή για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, βρήκε την αφορμή για την οικία της επίσημης ερωμένης, εκεί όπου δεν υπήρχαν σκυλιά και γατιά ει μη μόνον αγκαλίτσες και φιλίτσες και κομμάτι κουτσουλίτσες κτλ κτλ κτλ…
Και η Ασημπίαινα έμεινε έρμη και μόνη απορώντας πώς και εγκαταλείφτηκε από ένα σύζυγο που ήταν όλο YES SIR μέχρι μόλις πριν λίγο.
Και ο Φοίβος σε πελάγη ευτυχίας που οι μεγάλοι, έχοντας να λύσουν δικά τους προβλήματα, είχαν αφήσει αυτόν, τον αίτιο της διάλυσης της οικογένειας, στην ησυχία του και στον πυθωνάκο του. Ευτυχία!
Και το δέσιμο παιδιού και σκυλιού σε άνοδο. Σε σημείο, που έτσι και το άκουγαν να μιλά γαβγίζοντας δεν θα απορούσαν. Για να επαληθευτεί το λαλήσαν δια των προφητών ότι σε όλα συνηθίζει κανείς!
ΟΜΩΣ και η ψιψίνα δεν είχε πει την τελευταία της λέξη. Με μια ανθρώπινη σχεδόν νοημοσύνη και την γνωστή πονηρία της φάρας της εκπόνησε και εκτέλεσε ένα δικό της σχέδιο, το οποίον ρέει ως ακολούθως:
Καθώς φαίνεται, έπεισε το Πύθωνα να πάνε μια βόλτα στο γειτονικό δάσος, χωρίς την επίβλεψη των αφεντικών τους (πώς είπατε; ΑΦΕΝΤΙΚΩΝ ΤΟΥΣ;;; Μα αφού αυτά ήταν τα αφεντικά σε αυτό το σπίτι, πέραν κάθε αμφισβητήσεως. Και αυτό μπορούσε ο καθένας να το διαπιστώσει αν έμενε σε αυτό το σπιτικό 24 ώρες μόνον). Πήγαν λοιπόν στο δάσος και ένας γείτονας ξυλοκόπος χάρηκε σαν τα είδε να σεργιανούν αδέσμευτα, χωρίς το γνωστό λουρί, που λειτουργεί πάνω τους σαν απαγορευτική προέκταση του ανθρώπινου χεριού!
Βλέπει λοιπόν ο ξυλοκόπος τον κύριο Ασημπίου και τού λέει ευγενικά:
«Το τι χάρηκα αφεντικό που είδα να τριγυρνούν τα ζωντανά σας ελεύθερα δεν λέγεται. Έτσι πρέπει να κάνουμε όλοι, να αφήσουμε τα ζωντανά να απολαύσουν ελευθερία, έρωτα, κεραμίδι ξένο. Πάρε τον εαυτό σου ας πούμε. Πες πως σε έχουν κλεισμένο σε μια κάμαρη να τρως και να πίνεις τα ελέη του Θεού, στολισμένο με ρουμπινοδιαμα-ντικά από κορφής μέχρι νυχιών των ποδιών σου. Δεν θα προτιμούσες να ήσουν λεύτερος τρώγοντας ψωμί κι’ ελιά σε μια καλύβα του δάσους σαν την δική μου;
Γιατί να μην σκέπτονται παρομοίως και τα ζωάκια; Δεν λέω να μην υπάρχει ένας έλεγχος στα γεννοβολήματά τους, αλλά όλα με μέτρο.
Μπράβο σου το λοιπόν. Γεια σου και τα χαιρετίσματά μου στην κυρά Ασημπίαινα». Είπε ο ξυλοκόπος και ένα χαμόγελο ευχαρίστησης έμεινε Χαραγμένο στα χείλη του καθώς απομακρύνονταν. Εκείνο το χαμόγελο των φιλόζωων όταν βλέπουν τους συνανθρώπους τους να φέρονται σαν ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΣΤΑ ΖΩΑΚΙΑ ΤΟΥΣ.
Ο Ασημπίου τόσην ώρα δεν έβγαζε μιλιά, άκουγε τα απίστευτα και ευχόταν να μην είχε κάνει κάποιο λάθος ο καλοκάγαθος ξυλοκόπος. Να πήγαιναν στον αγύριστο τα σκυλόγατα που αναστάτωναν τη ζωή τους.
Είπε να πεταχτεί μέχρι το διαλυμένο σπιτικό του να δει πώς και συνέβη αυτό το απρόσμενο θαύμα της απόδρασης της πέτρας του ‘’εγκλήματος.’’ Με μεικτά συναισθήματα έφτασε, σίγουρος για την αναστάτωση που φαντάζονταν θα επικρατούσε εκεί. Μα ω της απορίας, μητέρας όλων των μικρών και μεγάλων αποριών που σημαδεύουν τη ζωή μας, στο σπίτι επικρατούσε μια απόλυτη ησυχία τέτοια που θυμόταν μόνον πριν τον ερχομό του Φοίβου σε τούτη τη ζωή.
Να χαιρόταν;
Να ΤΟΝ ΕΖΩΝΑΝ ΤΑ ΦΙΔΙΑ;
Μια ησυχία σωτήρια ή θανάτου;
Σε κάθε περίπτωση έπρεπε να κρατήσει την ψυχραιμία του…
Ξάφνου ακούγεται μια απόκοσμη στριγκλιά του γιου του, καθώς βλέπει να τον πλησιάζει η γαλιάντρα κουνώντας χαρωπά την ουρά της. Της φωνάζει αγριεμένα: «Γαλιάντρα πού είναι ο πύθωνας; Πες μου αμέσως ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ; Εσείς είστε πάντα μαζί;»
Και η γάτα τι να τού πει και πώς; Πώς να του εξηγήσει ότι τεχνηέντως τον εγκατέλειψε στο δάσος ελπίζοντας να γίνει βορά άγριου ζώου για να εύρισκαν έτσι όλοι την ησυχία τους; Λέγονται τέτοια πράγματα; Ευτυχώς που δεν είχε τελικά ανθρώπου λαλιά και να είναι αναγκασμένη να μολογήσει τα ανομολόγητα!
Όσο για το παιδί, κάποια στιγμή θα το έπαιρνε απόφαση και θα ξεπερνούσε την εξαφάνιση τού σκύλου ενώ αυτή χωρίς μοιρασιές θα απολάμβανε την αγάπη του μικρού της φίλου.
Με αυτές περίπου τις σκέψεις πήγε και κουλουριάστηκε στα πόδια του Φοίβου λαχταρώντας το χάδι του, σχεδόν ευτυχισμένη.
Μα τέτοιες ευτυχίες είναι εύθραυστες και δεν κρατούν πολύ. Γιατί εμφανίζεται ο πύθωνας ξαφνικά καταφανώς ταλαιπωρημένος μα ολόγερος και βλέποντας την γαλιάντρα σε μια θέση που ήταν ΔΙΚΗ του της όρμησε γαυγίζοντας. Εκείνη αμυνόμενη με σηκωμένη τη ράχη μπήκε στη μάχη, με τον Φοίβο κατάπληκτο να βλέπει τέτοιο καβγά δυο όπως τους νόμιζε φίλων.
«Σκασμός» τούς φώναξε αγριεμένα και κάτι σαν να έσπασε μέσα του.
«Εγώ είμαι ο αρχηγός εδώ μέσα κι αν συνεχίσετε το ξεκατίνιασμα θα σας πάω να σας αφήσω στην φιλοζωική και θα με βλέπετε αραιά και πού.
Για όσο διάστημα ορίσω, μακριά ο ένας από την άλλη. Συνεννοηθήκαμε;»
Απίστευτο μα τα γατόσκυλα σαν να κατάλαβαν τις ανθρώπινες λέξεις μαζί με την γλώσσα του σώματος του κυρίου τους, λούφαξαν χωρίς νιαουρίσματα και γαβγίσματα.
Δεν τα χάιδεψε, δεν τα κανάκεψε και αυτή ήταν τελικά η τιμωρία τους.
Ας μην ήθελαν αποκλειστικότητες και ζήλειες. Όταν η αγάπη μοιράζεται είναι πιο ωραία.
Την συνέχεια την φαντάζεστε.
Ξανάγιναν μια συνηθισμένη οικογένεια και έκαστος εξ αυτών εφ’ ω ετάχθη…
_
γράφει η Λένα Μαυρουδή Μούλιου
0 Σχόλια