Μέσα στην παγωμένη γκαρσονιέρα, τυλιγμένος με μια παλιά κουβέρτα, προσπαθώντας να τιθασεύσει το τρέμουλό του, ένας καστανός 40άρης με γαλάζια μάτια, κάνει τις πιο αστείες γκριμάτσες. Γελάει και υποφέρει ταυτόχρονα. Απίστευτος ηθοποιός. Υποφέρει το σώμα για εκείνον, η καρδιά που ραγίζει, μα εκείνο το πρόσωπο, λες και τραβήχτηκε από χίλια μπότοξ που κάνουν εκείνες οι κομψές και ματαιόδοξες κυρίες μένει τρομαχτικά χαρούμενο. Η γυναίκα του το ξέρει εκείνο το πρόσωπο. Ξέρει την κάθε του έκφραση, τις ταλαντώσεις που κάνουν οι νέες ρυτίδες. Μπορεί να καταλάβει τα πάντα από μια νέα άσπρη τούφα. Τον κοιτάζει κι εκείνη και παγώνει το βλέμμα της μα καταφέρνει και γελάει μαζί του. Ανάμεσά τους ένα μικρό κοριτσάκι σαν πριγκίπισσα. Κι ας φορά χιλιοχρησιμοποιημένα ρούχα, είναι από εκείνες τις ηρωίδες των παραμυθιών που φοράνε ένα γοβάκι και τα έχουν όλα. Έτσι θέλει να τη βλέπει εκείνος. Έτσι θέλει να βλέπει το μέλλον της. Να το στηρίζει σε εκείνο το τυχερό γοβάκι… σε μια κολοκύθα άμαξα… σε μια νεράιδα νονά… για να ζεσταίνει λιγάκι ετούτο το άχαρο δωμάτιο.
Αν δεν είχε και τούτο το μικρό το laptop που του ’δωσε ένας αγαπησιάρης γείτονας δε θα έβλεπε πόσο μάκρυναν τα μαλλάκια της μικρής του και πόσο αδυνάτισε η Άννα του. «Τι είναι το Skype;» τον ρωτούσε παραξενεμένος πριν λίγο καιρό «Βρε Ιγκόρ πόσα δεν ξέρεις. Με αυτό θα μπορείς να βλέπεις τη γυναίκα σου και τα παιδιά σου ό,τι ώρα θέλετε!» Τον κοίταζε μαγεμένος. Τόσα χιλιόμετρα μακριά, χρόνια τώρα… δεν είχε ποτέ σκεφτεί ότι θα μπορούσε να έχει μια τέτοια επικοινωνία με το μωρό του και τη γυναίκα του. Ο Πέτρος, ο γείτονας, τα κανόνισε όλα. Του έδωσε δανεικό ένα παλιό λάπτοπ και τον συνέδεσε με το δικό του ασύρματο δίκτυο. Τόσο απλά. Με ένα μπιμπ… και ξαφνικά ένα ψηφιακό τηλέφωνο τον έβαζε για λίγο στο σπίτι του, στην αγκαλιά που λαχταρά των 2 γυναικών του.
«Έλα μπαμπά κάνε μου και τη μαϊμού» του φώναζε η μικρή του κι εκείνος ξέχναγε το κρύο, πέταγε την κουβέρτα από πάνω του, έβαζε τα χέρια στο κεφάλι και φώναζε σαν μικρός πίθηκος. Χαχάνιζε η μικρή του, στον παράδεισο ο Ιγκόρ. «Πότε θα έρθεις μπαμπά;» μαγκωνόταν στην καρδιά ετούτο το ερώτημα «Σύντομα μικρή μου σύντομα» την καθησύχαζε εκείνος και προσπαθούσε να κοροϊδέψει τον εαυτό του
Έτσι περνάγαν ετούτες οι παγωμένες μέρες, εκείνες που δεν ανάβει ποτέ η αυτόματη θέρμανση κι ας κάνει ψοφόκρυο σε τούτο το διαμέρισμα. Ένα μικρό τραπέζι για να τρώει ό,τι βρει, 2 αλλαξιές φόρμες για να βάφει όπου καταφέρει να βρει δουλειά και 2-3 φωτογραφίες της οικογένειάς του είναι το μικρό του καβούκι. Μοιάζει με εκείνα τα φτωχικά παντελόνια που αν τα γυρίσεις ανάποδα θα πέσουν τίποτα εισιτήρια και κάτι λίγα λεπτά… άντε και κανά περιτύλιγμα από καμιά καραμέλα για να γλυκάνει το πόνο…
Πάει καιρός τώρα που κανένα τηλέφωνο δε χτυπά όσο κι αν ψάχνει. Νέκρα στη «γη της επαγγελίας» έτσι όπως είχε δει την Ελλάδα μια παγωμένη ουκρανική βραδιά στην απελπισία της ανεργίας του. Πτυχίο φυσικού και η γυναίκα του ακτινολόγος και οι δυο βρέθηκαν κάποτε στην Ελλάδα ο ένας να βάφει και η άλλη να καθαρίζει σπίτια. Κι ύστερα ήρθε ετούτος ο άγγελος και ο ένας από τους δυο έπρεπε να το μεγαλώσει. Έτσι εκείνη γύρισε στην πατρίδα και αυτός έμεινε εδώ να τους ζει μέχρι να μπορεί να γυρίσει…
Να τους ζει… αστείο. Δε ζει ούτε αυτός. Εδώ και καιρό. Κοροϊδεύει τον εαυτό του. Ποιο σπίτι να βαφτεί εδώ πια; Εδώ κινδυνεύουν τα σπίτια, για ποια μπογιά να μιλάει κανείς; Εδώ περνάνε μόνο κάτι μπλε πράσινες και κόκκινες μπογιές που όπως και να τις ανακατέψεις το ίδιο χρώμα βγάζουν. Απελπίστηκε. Δεν τραβά άλλο. Το πήρε απόφαση. Θα γυρίσει και εκείνος εκεί. Κάτι θα βρει… Κάτι θα καταφέρει…
Είπε στον ιδιοκτήτη του σπιτιού ότι φεύγει. Χαιρέτησε τον Πέτρο με μια γεμάτη αγκαλιά που δε χωρούσε τα ευχαριστώ του. Μάζεψε τις δυο φόρμες και τις φωτογραφίες του και με την ελπίδα ακόμα σχηματισμένη στα κουρασμένα καταγάλανα μάτια του, παίρνει το δρόμο της επιστροφής. Κάτι καλύτερο θα βρει στην πατρίδα. Το λέει συνεχώς. Το πιστεύει…
Ο τόπος του γεμάτος δακρυγόνα, διαδηλώσεις, αίμα και ανομία. Οι φόρμες στο ντουλάπι σκονισμένες και εδώ. Οι φωνές όλων σε τούτο τον κόσμο λες και έχουνε βουτήξει σε κάποιο μαγικό φίλτρο σιωπής και υποταγής.
Κι εκείνος , ένα άλλο παγωμένο βράδυ… με το γυάλινο βλέμμα του… θυμάται εκείνο το ελληνικό τραγούδι που αγάπησε με το που το άκουσε και βουρκώνει:
«Σαν το μετανάστη στη δική σου γη, μέρα νύχτα λύνεις δένεις την πληγή κι όλα γύρω ξένα, κι όλα πετρωμένα και δεν ξημερώνει να ’ρθει η χαραυγή… (…)σύρμα κι άλλο σύρμα και χοντρό γυαλί… μάτωσε ο ήλιος την ανατολή… κλαις κι αναστενάζεις ξενιτιά φωνάζεις μα η ελπίδα μαύρο κι άπιαστο πουλί…»
γράφει η Μάχη Τζουγανάκη
Για άλλη μια φορά η γραφή σου με συγκλονίζει Μάχη!!!!Σε ευχαριστώ!!!
Σας ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας λόγια…
Πολύ αληθινό, πολύ τρυφερό και ταυτόχρονα σκληρό…Εύγε!