Ύστερα, πως είχανε μαρτυρήσει μάθαμε, μόνο που θα ‘μενε άγνωστο για πολύ καιρό ακόμη, ο ακριβής τόπος.
Όταν έπεφτε το σκοτάδι μονάχα, θυμόμαστε που μαζεύαμε τα πόδια κοντά στο σώμα και ρίχναμε το κεφάλι πίσω. Κατεβαίναμε σκάλες, σκαλοπάτι στο σκαλοπάτι, και θαρρευόμαστε φορέματα με μακριές ουρές και κόσμο πολύ να χαμογελάει.
Μετά που μέναμε μόνοι μας, παίζαμε ξανά με τις κούκλες, τους αλλάζαμε φορέματα και παπούτσια, τις κοιμίζαμε και τις πλέναμε, και το χαμόγελο εκεί -πάντα το ίδιο. Μετά δυσκολευτήκαμε να κοιτάξουμε έξω απ’ το παράθυρο.
Ήταν σαν να κόλλησαν μαύρη κόλλα, θυμάσαι; Σαν αυτή που κολλούσαμε στα τζάμια του σχολείου κάθε Χριστούγεννα για να μοιάζει η τάξη μικρότερη και να μαζεύει το κομμάτι του ουρανού που της αναλογούσε.
Και είχανε μείνει ξαφνικά, τόσα λίγα πράγματα να τα διαφεντεύουμε και να τα πουλάμε, σε μακρινές χώρες, μ’ απάτητες ακρογιαλιές κι άσπρα βότσαλα. Ζωγραφισμένες επιθυμίες που ‘χαν κουραστεί από τον ήλιο κι είχαν ξεθωριάσει. Λόγια που είχαν διαβαστεί καιρό τώρα και χτυπούσαν σφυριές κάθε τόσο, σαν να ‘χε μείνει λίγος χρόνος και έπρεπε να τελειώσεις πολλά.
Μετά, χρόνια πολλά μετά, δεν θα μπορούμε να θυμόμαστε, τυραννία κι ανέχεια, σοκάκια στενά όπου ο αέρας κόπαζε, αγάπη που σταματούσε ενοχλημένη από το φως. Μόνο τις παντόφλες μας θα ζητάμε επίμονα κι ανυπόμονα, τις παντόφλες που φορούσε κι η γιαγιά μας κι ο πατέρας μας, τις ίδιες και εμείς. Αν θα μπορευόμαστε να ζητούμε τις παντούφλες μας!
_
γράφει η Μαριάννα Γληνού
Η ΓΛΗΝΟΥ με την απίθανη πένα μονολογεί και προβληματίζει. Δηλώνω fan της.
Σε ευχαριστώ, Λένα μου. Με τιμάς.