Επιλέξτε Σελίδα

Τατουάζ

Δημοσίευση: 3.08.2018

Ετικέτες

Κατηγορία

Ένα τόσο δα κροκοδειλάκι τατουάζ στον καρπό του αριστερού της χεριού, ήταν η μόνη διαφορά από την πανομοιότυπη αδερφή της. Καρμπόν οι δύο τους και βάζουμε στοίχημα, ότι όχι μόνον η μάνα τους δεν τις ξεχώριζε αλλά και αυτές οι ίδιες αν π.χ. έβλεπαν δίπλα δίπλα τον εαυτό τους στο καθρέφτη. Και αν δεν έχουμε δει δίδυμα πλάσματα. Όμως, με όλα μετά από μια πιο προσεκτική ματιά καταλήγαμε να ξεχωρίσουμε ποιος είναι ποιος. Με τούτες τις δύο όμως η επιστήμη σήκωνε τα χέρια ψηλά. Έτσι, το κροκοδειλάκι ήρθε να απλουστεύσει κάπως τα πράγματα και να ανασάνουν με ανακούφιση οι περί αυτών κυρίως γκόμενοι και θαυμαστές. Και λέμε «θαυμαστές», διότι οι πανομοιότυπες δίδυμες ήταν καλλονές, κούκλες από κάθε άποψη.

Εμφάνιση; Άριστα δέκα.

Ταλέντα μουσικά; Άριστα δέκα. Τα καμάρια και η διαφήμιση του Ωδείου.

Ξένες γλώσσες; Από τρεις η κάθε μια τους, σύνολον τρεις (!), γιατί γνώριζαν τις ίδιες γλώσσες. Βλέπεις, σε ό,τι είχε έφεση η μία είχε και η άλλη, που σημαίνει ίδιες ακόμη και στα πνευματικά ενδιαφέροντα.

Τένις και οι δύο τσαπερδόνες.

Υπήρχε όμως κάπου και μία διαφορά επιτέλους. Η μία έκανε συλλογή από βαλσαμωμένες πεταλούδες, γραμματόσημα και παλαιά νομίσματα, ενώ η άλλη συλλογή από γκόμενους. Όσο να ‘ναι, αξιοσημείωτη η διαφορά τους. 

Έτσι, ενώ η εικοσιδιάχρονη Φιφή ήταν ακόμη παρθένα, η αδερφή της η Φωφώ, είχε προχωρήσει στην δεύτερη έκτρωση για μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη. Οι γονείς σε απόγνωση στον κομβικό τούτο τομέα. Δεν ήταν και λίγο να μην μπορούν από την μια να χαλιναγωγήσουν το ένα τους βλαστάρι, ενώ το άλλο άρχισε να δείχνει σημάδια ροπής στον μοναστικό βίο. Λολίτα η μία, καλόγρια η άλλη, δεν είναι να τρελαίνεσαι; Είναι. Παιχνίδια που σου τα παίζει καμιά φορά η Μοίρα, για να σπάσει ίσως την ανία της. Τούτο το απίστευτο δίδυμο αποτελούσε τρόπω τινά το σήμα κατατεθέν της μοντέρνας πλην Επαρχιακής Ελληνικής πόλης. Ήθελε ας πούμε να πει κάποιος «ΑΥΓΟΥΛΙΝΙΤΣΑ» και αντ’ αυτού έλεγε: «νταμπλ εφ» (Φιφή – Φωφώ)!

Μετά απ’ αυτό δεν έχουμε άλλο να προσθέσουμε, νομίζουμε γίναμε πλήρως αντιληπτοί.

Και ήρθε μια μέρα σημαδιακή για τη ζωή των δύο κοριτσιών, όταν γνώρισαν τον κεραυνοβόλο έρωτα στο πρόσωπο του Άλκη, του όμορφου αγροτικού γιατρού. Όχι απλά σκούρα τα πράγματα αλλά κατάμαυρα… Και ποια λύση να βρεθεί; Υπάρχει ευτυχία που να κόβεται στα τρία, όπως λέει και το παλιό άσμα; Υπάρχει θηλυκό που να σέβεται το φουστάνι που φορά, που να δέχεται να μοιράζεται την αγάπη; Θα πείτε πως ναι, υπάρχει, π.χ. στα χαρέμια των Εμίρηδων. Μα εμείς μιλήσαμε για ΑΓΑΠΗ,ΟΧΙ ΓΙΑ ΠΗΔΗΜΑ, ΤΕΛΕΙΩΣ ΑΛΛΟ ΠΡΑΓΜΑ. Για τους άντρες δεν ξέρουμε, αλλά το ίδιο θα ισχύει και σε εκείνους, για λόγους ανδρικού εγωισμού ως επί το πλείστον, αν και επί του προκειμένου δεν παίρνουμε και όρκο…

Και τώρα τι γίνεται αγαπητέ αγροτικέ ιατρέ που κάλιο το ‘χες να μην είχες προτιμήσει την Αυγουλινίτσα για την ειδίκευσή σου;

Το παληκαρόπουλο δεν ήταν από εκείνη τη στόφα των αντρών που θα καμάρωνε αν δύο αδερφές σφάζονταν για πάρτι του. Έκανε όμως και άθελά του τούτη τη σκέψη: «Και σαν ποια θα είναι η διαφορά αν είμαι με τη μία ή με την άλλη; Σε τι διαφέρουν;»

Ε, όχι κι έτσι γιατρέ μας. Διαφέρουν σε κάτι, είναι δύο διαφορετικές οντότητες, πώς να το κάνουμε; Αφ’ ενός αυτό, αφ’ ετέρου υπήρχε και η διαφορετική τους αντίληψη όσον αφορά τον έρωτα. Αλλά αυτό δεν είχε ακόμη φτάσει η στιγμή να το διαπιστώσει εκείνος ιδίοις όμμασι…

Στην κωμόπολη γινόταν μια σημαντική γιορτή, «Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ ΕΛΙΑΣ», με κλαρίνα, νταούλια, σημαιοστολισμούς και πλούσια εδέσματα που πρόσφεραν ευχαρίστως πολλές οικογένειες. Τα δρώμενα εντυπωσίασαν τον Άλκη κυρίως για την ζεστασιά της ατμόσφαιρας και την συμμετοχή των κατοίκων σαν μία οικογένεια, φαινόμενο άγνωστο για ένα άτομο εκ της πρωτεύουσας ορμώμενο.

Στην αρχή ενοχλήθηκε η αισθητική της ακοής από την κλαρινομουσική αλλά σύντομα, μπήκε στην όλη ατμόσφαιρα και αφομοιώθηκε.

Και να οι χοροί, να τα καλαματιανά και τα τσάμικα, μα και τα ζεϊμπέκικα και τα τσιφτετέλια.

Και ποια είναι τούτη η όμορφη που πισινό δεν απίθωσε σε μια καρέκλα; Χορός μέχρι τελικής πτώσεως που λένε. Εντυπωσιάστηκε τόσο από την απίστευτη ομορφιά της, όσο και το αστείρευτο κέφι της που θαρρείς και το μετάγγιζε στους συμπολίτες της. Πόσο θα ήθελε να την γνωρίσει από κοντά…

Έτσι, από την δεύτερη ημέρα του πανηγυριού, που ως είθισται κρατάει τρεις ημέρες, φρόντισε να βρίσκεται κάπου εκεί γύρω στους νέους, ανάμεσα στους οποίους και το κορίτσι που θαύμαζε. Την είδε να κάθεται φρόνιμα, ήσυχα, να επιστατεί σε ένα bazaar που γινόταν υπέρ των αναξιοπαθούντων και σε ένδεια ευρισκομένων συνανθρώπων της. Πού πήγε όλη εκείνη η χθεσινή της δραστηριότητα, εκείνο το τσακίρ κέφι και το μπρίο της; Τι είδους διχασμός προσωπικότητας ήταν και τούτος; BINGO γιατρέ. Όχι ακριβώς διχασμός, αλλά κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Χθες εντυπωσιάστηκες για κάποιον άλλο λόγο, σήμερα για άλλον. Μα τι στην ευχή, ο εντυπωσιασμός σου δεν θα έχει τέλος;

Αγόρασε μία μερίδα λαχταριστούς καυτούς λουκουμάδες που είχε να δοκιμάσει από μικρός, τότε που τον πήγαινε ο συγχωρεμένος ο παππούς του στο πανηγύρι του πολιούχου Αγίου της περιοχής τους και τους απολάμβανε καθισμένος στο πεζούλι της πλατείας που γρήγορα γέμισε από λογής λογής δρώμενα. Δεν γνώριζε βέβαια τους ανθρώπους που θα ζούσε μαζί τους ικανό χρονικό διάστημα αλλά για ένα ήταν σίγουρος. Τούτοι οι άνθρωποι ήξεραν να  γλεντούν και να χαίρονται τη ζωή με όσο το δυνατόν λιγότερη μιζέρια και μουρτζούφλα.

Κάποιος νεαρός τον τράβηξε από το μανίκι και βρέθηκε να χορεύει τσάτρα πάτρα ανάμεσα στη νεολαία. Και ω Θεέ, απέναντί του η κοπέλα που δεν έφευγε στιγμή από το μυαλό του. Αυτή δεν ήταν; Και τι μεταστροφή πάλι εμφάνισης και δραστηριότητας! Έλα Θεέ μου! Πώς το καταφέρνει αυτό; Αναρωτιόταν. Το έφερε από ‘δω, το πήγε από ‘κει και βρέθηκε σε απόσταση αναπνοής από ‘κείνη και μάλιστα σε ένα γύρισμα του χορού να την κρατάει ανέλπιστα από τη μέση.

«Είσαι απίστευτη», της είπε. «Μα καλά, δεν κουράζεσαι ποτέ εσύ;», την ρώτησε με έκδηλο θαυμασμό και γοητευτικό χαμόγελο.

«Θα αστειεύεσαι βέβαια. Να κουραστώ, λες; Μα έναν ολόκληρο χρόνο γι’ αυτό το τριήμερο μαζεύουμε δυνάμεις».

«Πώς σε λένε;»

«Φωφώ. Κι εσένα;»

«Άλκη και ειλικρινά, Φωφώ, πολύ χαίρομαι που σε γνώρισα. Θα μας δοθεί η ευκαιρία να γνωριστούμε καλύτερα αφού από χθες είμαι συνδημότης της πόλης σου όπου έχω το ιατρείο και την οικία μου». Και αυτά ήταν τα πρώτα λόγια που αντάλλαξαν οι δύο αυτές νεανικές ομορφιές.

Εκείνο το ίδιο απόγευμα, όταν άρχισε να μαζεύεται κόσμος στην πλατεία, βλέπει ο νεαρός γιατρός την κοπέλα που γνώρισε το πρωί, να κάθεται ήσυχα ήσυχα σε ένα παγκάκι και να διαβάζει με έκδηλη προσοχή και ενδιαφέρον ένα βιβλίο.

«Γεια σου Φωφώ», της λέει ανέμελα.

«Γεια και σε σένα», του απαντά χαμογελαστά, «μα δεν είμαι αυτή που λες.»

«Και είσαι ποια; Ο αντικατοπτρισμός της;»

«Δεν θα το πιστέψεις, αλλά αυτό ακριβώς είμαι. Μόνο που με λένε Φιφή και όχι Φωφώ.»

«Δηλαδή… μα… δεν είναι δυνατόν να έκανα τόσο λάθος στο όνομα. Είμαι σίγουρος ότι μου είπες Φωφώ…» και πριν καλά καλά τελειώσει τη φράση του, βλέπει το πανομοιότυπο της Φιφής να πλησιάζει και να λέει κεφάτα: «Γεια σου Άλκη. Βλέπω γνωρίζεστε με την αδερφή μου. Πότε πρόλαβες άνθρωπέ μου, πολύ γρήγορος είσαι στις γνωριμίες σου».

Ο Άλκης τα είχε χαμένα. Δεν ήξερε τι να πει. Αυτή δεν ήταν απλή ομοιότητα, ήταν δύο υπάρξεις, δύο μισά ενός όλου. ΙΔΙΕΣ. Με μοναδική διαφορά στο φέρεσθαι και σε ένα τατού στον καρπό του αριστερού χεριού της Φωφώς που ήταν εμφανές. Να το είχε γιατί της άρεσε; Να ήταν σήμα κατατεθέν της για να ξεχωρίζει; Πολύ θα ήθελε ο Άλκης να είχε τις απαντήσεις σε τούτα τα ερωτήματα. «Έχουμε χρόνο να τα μάθουμε όλα τούτα», σκέφτηκε. «Επί του παρόντος, ας τις απολαύσουν τα μάτια μου και τις δυο. Είναι υπέροχες». Πράγματι ήσαν ένα θαύμα της Φύσης και ο νεαρός γιατρός τις ερωτεύτηκε ΚΑΙ τις δυο. Αδύνατον να πει ποιαν αγάπησε περισσότερο. Και τούτο γιατί και εκείνος δεν ήξερε. Ντράπηκε. Φοβήθηκε μην τον θεωρήσουν κανέναν ερωτύλο, για ένα άπληστο αρσενικό που εξιτάρεται από τέτοιες ιστορίες. Και έκανε κάτι το τελείως ασυνήθιστο για άντρα. Αποτραβήχτηκε στο καβούκι του. Άνοιξε θαρρείς η γη και τον κατάπιε από κοινωνικής πλευράς. Από εκείνη τη στιγμή ήταν μόνον ο αγροτικός γιατρός που μάλιστα του έπεσε και δουλειά μαζεμένη, καθώς ενέσκηψε και μια επιδημία γρίπης και δεν προλάβαινε όχι να φάει μα ούτε να κοιμηθεί με το να αντιμετωπίζει σοβαρές και λιγότερο σοβαρές περιπτώσεις ασθενών του. Το αγαπούσαν όλοι αυτό το παλικάρι που θαρρείς και αντιπροσώπευε μια καινούρια ιδανική φουρνιά γιατρών, που γίνονταν φίλοι με τους ασθενείς και που δεν τους έβλεπαν σαν πελάτες, τιμώντας στην τελική τον όρκο τους στον αρχαίο πρωτογιατρό, τον Ιπποκράτη. Ένας όμορφος στην όψη και τα πιστεύω νεαρός επιστήμονας που συμφιλίωνε τον κόσμο με την απωθητική άσπρη μπλούζα της υπεροψίας και της απόστασης. Μα ήταν και αυτός νέος και υπέφερε για τον έρωτα δύο πανομοιότυπων αδερφών.

Θεέ, ΕΣΥ που τα πάντα οράς, ρίξε και μια συμπονετική ματιά σε τούτη την περίπτωση, που στο κάτω κάτω εσύ δημιούργησες. Δικό σου το πεπόνι, δικό σου και το μαχαίρι. Μα είναι δουλειές αυτές που αφήνεις να διαχειρίζεται ο πανάρχαιος ΘΕΟΣ, Ο ΜΟΝΟΣ ΕΠΙΖΗΣΑΣ ΕΚ ΤΩΝ ΠΑΡΑΤΡΕΧΑΜΕΝΩΝ ΤΟΥ ΔΩΔΕΚΑΘΕΟΥ; Ναι, για τον Έρωτα μιλάμε, ω Θεέ και μην κάνεις πως δεν ακούς. ΚΑΙ ΚΑΛΑ ΞΕΜΠΕΡΔΕΜΑΤΑ να ευχηθούμε από καρδιάς.

Και η επιδημία που ενέσκηψε δεν ξεχώριζε άσχημους ή ωραίους, μικρούς ή μεγάλους. Που σημαίνει απλά ότι αρρώστησαν και οι δίδυμες καλλονές. Ψήνονταν στον πυρετό και οι γονείς φοβήθηκαν επιπλοκές της τάξεως πνευμονία και πάνω… Παρεκάλεσαν τον αγροτικό, σχεδόν γονυπετείς οι Χριστιανοί, να κάνει κατ’ οίκον επίσκεψη, πράγμα που γνώριζαν ότι απέφευγε, όχι για κανέναν ιδιαίτερο λόγο, αλλά λόγω έλλειψης πολύτιμου χρόνου. Έτσι ο Άλκης, όσο ήταν άρρωστα τα κορίτσια, ανέπνεε και την ομορφιά του περιβάλλοντός τους. Τις ερωτεύτηκε ακόμη περισσότερο και έπαψε να παλεύει με ηθικές και τύψεις. Το θέμα πια τον ξεπερνούσε. Και δεν ήταν κανένας χαζός, έβλεπε ότι και τα κορίτσια το ίδιο υπέφεραν για πάρτι του. Τι θα γινόταν, λοιπόν; Δεν έπρεπε τάχα μια λύση να βρεθεί; Για να ανταποκριθεί και στις δύο ήταν γι’ αυτόν πέρα για πέρα ανήθικο, εγκληματικό, πρόστυχο και πέρα από τις αρχές του.

Μέχρι που η Μοίρα αποφάσισε επιτέλους να βοηθήσει…

Ο γιατρός είχε μια νοσοκόμα για απαραίτητη βοηθό. Ήταν πολύ έμπειρη, μα θαρρείς γι’ αυτό και η επιδημία την κτύπησε πιο άγρια απ’ όλους. Ο γιατρός διέταξε Νοσοκομείο και η κοπέλα μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο Νοσοκομείο της διπλανής πόλης.

Και το ιατρείο έμεινε χωρίς βοηθό και ο γιατρός πώς να τα βγάλει πέρα; Κινδύνευε και αυτός άμεσα να καταρρεύσει. Τότε σαν θεόσταλτη, ήρθε η πρόταση της Φιφής να πάει εκείνη να βοηθήσει, καθώς ήταν φοιτήτρια νοσηλευτικής σχολής. Έτσι, η συγκυρία έδεσε αυτά τα δύο παιδιά, φέρνοντάς τα τόσο κοντά. Η μοίρα έκανε το καθήκον της.

Όχι δεν ζήλεψε η Φωφώ. Το αντίθετο θα λέγαμε. Βρήκε σαν ευλογία το δέσιμο του ζευγαριού και είδε να απομακρύνεται το φάσμα, η απειλή του μοναστηριού, που όλοι είχαν φοβηθεί μόλις πριν λίγο καιρό.

Αχ Έρωτα, Έρωτα, θαύματα που τα κάνεις! Να, που ακόμα και μολυσματικές αρρώστιες τις χρησιμοποιείς θετικά προκειμένου να φέρεις κοντά τους ευνοουμένους σου.

Έτσι, ένα Σαββατόβραδο, την ώρα που κατάκοποι κατέβαζαν ρολά με τον τελευταίο ασθενή τους να φεύγει από το ιατρείο, βρέθηκαν χωρίς καλά καλά να το καταλάβουν αγκαλιά, ικανοποιημένοι ότι έπραξαν στο ακέραιο το καθήκον τους απέναντι στους συνδημότες τους και κοίταξαν πώς να πράξουν το ίδιο απέναντι στους ερωτευμένους τους εαυτούς.

Ένα ουίσκι εκείνος …Μια παγωμένη κόκα κόλα εκείνη, με λίγο τονωτικό κονιάκ, βοήθησαν να χαλαρώσουν ακόμη περισσότερο, και να αφεθούν σε μία εντελώς διαφορετική ένταση νεανικού πάθους.

Φιφή και Άλκης, το δίδυμο της ευτυχίας και η μασκότ και το καμάρι της Αυγουλινίτσας. Μια ιστορία Ρωμαίου και Ιουλιέτας, χωρίς την αντιπαλότητα γονιών Καπουλέτων και Μοντέκων.

Τι τα θες. Μπορεί οι αντιξοότητες της ζωής να κάνουν τον άνθρωπο να γίνεται όλο και περισσότερο ρεαλιστής, δεν παύει όμως βαθιά μέσα του να κρύβει έναν ρομαντισμό που έρχεται στην επιφάνεια από μια γαζία, ένα γιασεμάκι, ένα νυχτολούλουδο, μια ιστορία τέτοιας αγάπης που καταφέρνουν να διώξουν τα μαύρα σύννεφα του μουντού ουρανού και μια λωρίδα γαλάζιου να αρχίσει να απλώνεται όλο και πιο πολύ…

Και σαν συνέχεια των θαυμάτων, να πούμε, ότι και τα πεθερικά συνδέθηκαν με δεσμούς εκτός από συγγενικούς αλλά και φιλίας. Και άλλο ένα σημαντικό θαύμα: η Φωφώ εκτιμώντας και θαυμάζοντας την αληθινή αγάπη της αδερφής της, την συνέκρινε με την κενή και άνευ ουσίας δικής της ζωής και άλλαξε με στροφή 180 μοιρών…

Και έζησαν αυτοί καλά και ‘μείς χειρότερα στον κόσμο μας τον άχαρο, που ψάχνει απεγνωσμένα για ένα παραμύθι μύθι μύθι, το κουκί και το ρεβίθι…

_

γράφει η Λένα Μαυρουδή Μούλιου

Ακολουθήστε μας

Χρόνια ευλογημένα

Χρόνια ευλογημένα

Δυο κύριοι του καλού κόσμου κατοικούν στο ισόγειο σπίτι της διώροφης οικοδομής του σήμερα. Ένα νιόπαντρο ζευγάρι έχει νοικιάσει τον κάτω όροφο, και η Μαργαρίτα κατοικεί πάνω, στο δικό της σπίτι, που της έχει απομείνει από τη γιαγιά της. Μια κρυφή, κοινή πόρτα, κάτω...

Routine

Routine

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης - Ήταν ίσως η μόνη γυναίκα στον κόσμο που ξέβαφε τα χείλια της! Έμοιαζε με εξώφυλλο ακριβού περιοδικού πολυτελείας που κανείς δεν μπορούσε να (εξ)αγοράσει. Είχε φίλους. Πολλούς και λίγους. Οι πολλοί της φίλοι, σαν τα πουκάμισα τα αδειανά...

Ακολουθήστε μας στο Google News

Επιμέλεια άρθρου

Διαβάστε κι αυτά

Routine

Routine

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης - Ήταν ίσως η μόνη γυναίκα στον κόσμο που ξέβαφε τα χείλια της! Έμοιαζε με εξώφυλλο ακριβού περιοδικού πολυτελείας που κανείς δεν μπορούσε να (εξ)αγοράσει. Είχε φίλους. Πολλούς και λίγους. Οι πολλοί της φίλοι, σαν τα πουκάμισα τα αδειανά...

Pure

Pure

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης - Ήταν βασίλισσα, αυτό της είχαν πει από μικρή. Κι εκείνη το είχε πιστέψει. Μέχρι τη μέρα που γνώρισε ένα αγόρι κι εκείνος της είπε ότι την αγαπάει. Βρέθηκε σε δύσκολη θέση, δεν ήταν βλέπεις του κύκλου της. Πάλεψε με τον εαυτό της όπως...

Η οχιά

Η οχιά

Το ‘χε συνήθειο από μικρή να παίζει ψηλά στην πλαγιά με τις πέτρες, σ’ εκείνον τον χώρο που τον έτρωγε αδηφάγα ο ήλιος, στην πλαγιά του βουνού που δεσπόζει πάνω από τον τόπο της. Στα πόδια της η θάλασσα, οι φωνές των παιδιών αδιάφορες, φιλικές και ξένες. Ο τόπος...

0 σχόλια

0 Σχόλια

Υποβολή σχολίου