Η Άννα έχει ξεκινήσει εδώ και μία ώρα, περίπου, από την Πάτρα, όταν χτυπά το κινητό της.
«Ναι;»
«Έλα, πού είσαι;»
«Μόλις πέρασα το Αίγιο, εσύ;»
«Είμαι στο αεροδρόμιο και σε δέκα λεπτά απογειωνόμαστε.»
«Ωραία. Καλό ταξίδι. Θα είμαι σπίτι πριν από σένα, μάλλον.»
«Πρόσεχε, μικρή…»
«Ναι, μεγάλε…»
Κλείνει το τηλέφωνο, δυναμώνει την μουσική στο ραδιόφωνο και πατά γκάζι. Ο δρόμος είναι ανοιχτός. Σήμερα έχουν γενέθλια με τον Γιώργο κι αποφάσισαν να κάνουν έκπληξη στους γονείς τους. Σπουδάζουν και οι δύο· εκείνη στο Πανεπιστήμιο Πατρών και ο Γιώργος στο Πολυτεχνείο της Θεσσαλονίκης.
«Προσοχή, παρακαλώ. Η πτήση για Αθήνα θα καθυστερήσει τριάντα λεπτά λόγω κακοκαιρίας. Ευχαριστούμε για την κατανόηση.»
Το αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης είναι γεμάτο κόσμο και η πτήση για την πρωτεύουσα είναι γεμάτη. Ο Γιώργος ανοίγει την εφημερίδα του να διαβάσει τα αθλητικά. Την κλείνει βαρετά και πληκτρολογεί και πάλι τον αριθμό της αδελφής του.
«Έλα, μικρή. Δεν πιστεύω να τρέχεις, γιατί έχουμε καθυστέρηση.»
«Καλά που μου το είπες. Πόση ώρα;»
«Είπαν μισή, αλλά ποιος ξέρει. Από το πρωί ο καιρός δεν είναι και πολύ σόι…»
«Προσοχή, παρακαλώ.» ακούγεται από τα μεγάφωνα. «Οι επιβάτες με τη πτήση 915 για Αθήνα, παρακαλούνται να περάσουν για επιβίβαση από την θύρα 2. Ευχαριστώ.»
«Άκουσες, Άννα; Μάλλον φεύγουμε. Κι όπως είπαμε…»
Η Άννα γέλασε και τότε ξαφνικά είδε ένα αυτοκίνητο να έρχεται καταπάνω της. Δεν προλάβαινε να φρενάρει. Έστριψε το τιμόνι δεξιά για να αποφύγει την μετωπική σύγκρουση και…
Αυτόν τον φριχτό θόρυβο από λαμαρίνες που στραπατσάρονται άκουσε ο Γιώργος από το τηλέφωνο, που δεν είχαν προλάβει να κλείσουν το τηλέφωνο και σφίχτηκε το στομάχι του.
«Όχι. Δεν μπορεί… Άννα… Άννα, μ’ ακούς; Μίλα μου. Απάντησέ μου…»
Ο Γιώργος δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που συνέβαινε. Είχε μείνει με το τηλέφωνο ανοιχτό, ακίνητος, με το αίμα του να έχει παγώσει και βαριανάσαινε. Ένοιωσε έναν δυνατό πόνο στο πόδι και μια κακουχία σε όλο του το σώμα. Έτσι. Ξαφνικά. Δεν ήθελε να σκεφτεί, ούτε μία στο εκατομμύριο, ότι μπορεί να έχει χάσει την αδελφή του.
«Άννα μου…» ψιθύρισε και ήταν έτοιμος να κλείσει το κινητό, όταν άκουσε την αχνή φωνή της από την άλλη μεριά.
«Γιώργο…»
«Άννα. Είσαι καλά;» φώναζε τώρα τόσο δυνατά, που όλοι είχαν γυρίσει και τον κοίταζαν με απορία.
«Νομίζω πως ναι…»
«Κύριε, θα χάσετε την πτήση αν δεν περάσετε αμέσως…» του λέει η συνοδός.
Ο Γιώργος δεν την ακούει, ενώ την ακολουθεί μηχανικά.
«Άννα, μίλα μου, σε παρακαλώ… Μίλα μου…»
Ακούει βογγητά και κάτι ομιλίες.
«Άννα…» φωνάζει τώρα πιο δυνατά.
«Μη φωνάζεις. Θα μου σπάσεις τα τύμπανα. Πονάω λίγο, αλλά να, σταμάτησαν κάποιοι και ειδοποίησαν… Μη μου θυμώσεις, αδελφούλη μου… Μάλλον δεν θα είμαι συνεπής στο ραντεβού μας… Πάλι θάλασσα τα έκανα…»
«Μη σε νοιάζει. Σε λίγες ώρες θα είμαι εκεί. Κλείσε το τηλέφωνο και θα σε πάρω μόλις φτάσω στην Αθήνα.»
«Μην πεις τίποτα στους γονείς μας… Είπαμε να τους κάνουμε όμορφη έκπληξη. Μην τους την μαυρίσουμε, ναι;»
«Ναι, κοριτσάκι μου, ναι. Κλείσε τώρα μην ξεμείνεις κι από μπαταρία και δεν θα ξέρω πού να σε βρω…»
“Ωραία έκπληξη… Μπράβο μας… Κάνε, Θεέ μου, να μην έχει χτυπήσει άσχημα και δεν με νοιάζει για τις λαμαρίνες… Αρκεί να γίνει καλά… Είναι μικρούλα ακόμη. Σήμερα κλείνουμε τα είκοσι…”
Η ώρα, μέχρι να φτάσει στο Ελληνικό, του φαίνεται αιώνας κι ας είναι μόνο 50 λεπτά η πτήση. Δεν προλαβαίνει να πατήσει το πόδι του στην αίθουσα του αεροδρομίου και παίρνει τηλέφωνο… Δεν το σηκώνει κανείς… Προσπαθεί ξανά. Δεν ξέρει πού να πάει. Δεν θέλει να πάει στο σπίτι του, γιατί, πολύ λογικά, θα τον ρωτήσουν οι γονείς τους για την Άννα, πώς και δεν ήρθε κι εκείνη. Δεν θα ήξερε τι να τους πει. Άλλωστε, με το που θα τον έβλεπαν, θα καταλάβαιναν αμέσως πως κάτι έχει…
“Τι να κάνω, Θεέ μου… Να πάρω σβάρνα τα νοσοκομεία;…”
Σχηματίζει ξανά τον αριθμό της, όταν ακούγεται μια άγνωστη φωνή.
«Παρακαλώ…»
«Ποιος είναι; Την Άννα θέλω… Είμαι ο αδελφός της…»
«Αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο χειρουργείο. Με ενημέρωσε πως θα πάρετε. Μου άφησε τη κινητό της και με παρακάλεσε, όταν επικοινωνήσετε, μόνον εσείς, μου το τόνισε, να απαντήσω. Βρίσκεται στον Ευαγγελισμό. Λέγομαι Μαρκοπούλου και μπορείτε να με ζητήσετε στο ορθοπεδικό. Είμαι νοσηλεύτρια.»
«Σε μισή ώρα, το πολύ, θα είμαι εκεί. Σας ευχαριστώ.»
“Ευτυχώς που την έφεραν στην Αθήνα και δεν χρειάζεται να πάω στο Αίγιο ή στην Πάτρα… Αλλά για να την έφεραν στην Αθήνα, θα πρέπει να είναι σοβαρά… Αχ Θεέ μου, κάνε να πάνε όλα καλά…”
Και πράγματι. Σε μισή ώρα ήταν στον Ευαγγελισμό. Ο ταξιτζής που πήρε έκοψε από δρόμους και δρομάκια, πολλή κίνηση δεν είχε, και τον άφησε στην είσοδο.
«Τα καταφέραμε!… Όλα να πάνε καλά!…»
«Ευχαριστώ πολύ…»
Η Άννα μόλις είχε βγει από το χειρουργείο. Ευτυχώς δεν ήταν μια σοβαρή επέμβαση. Το μόνο που ήταν μέσα στους γύψους· αριστερό πόδι από το γόνατο και κάτω και νάρθηκας στο αριστερό χέρι.
«Τι έγινε, μικρή; Πώς τα κατάφερες;»
«Είδες, μεγάλε;»
«Σιδερένια, κορίτσι μου…» της είπε η κυρία Μαρκοπούλου, που ήταν τόσο ευγενική.
«Ευχαριστώ πολύ! Ευχαριστώ για όλα! Η κυρία Μαρία είναι ένας άγγελος! Με βοήθησε πάρα πολύ!»
«Χρέος μου. Σε λίγη ώρα, πρέπει να περάσει καμιά ωρίτσα, δεν έγινε κανονική νάρκωση, μόλις νοιώσεις καλύτερα, μου λες για να σου ετοιμάσω το εξιτήριο.»
Τα δυο αδέλφια κοιτάχτηκαν και δεν ήξεραν αν ήταν χαρούμενα ή έπρεπε να ανησυχήσουν…
«Και τι θα πούμε στην μαμά; Αμ ο μπαμπάς;… »
«Μη σε νοιάζει. Όλα θα πάνε καλά. Αρκεί που εσύ είσαι καλά. Τα υπόλοιπα θα τα βρούμε αργότερα…»
Η ώρα πέρασε, ο Γιώργος έτρεξε για το εξιτήριο και από το ζαχαροπλαστείο κοντά στον Ευαγγελισμό πήρε μια τούρτα με τα κεράκια τους και ζήτησε να του δώσουν και λίγη κόκκινη κορδέλα. Τους εξήγησε την όλη κατάσταση με δυο λόγια και με πολλή χαρά του έκοψαν και παραπάνω κορδέλα. Βρήκε και ταξί και πήραν τον δρόμο για το σπίτι τους.
«Τι κάνεις εκεί; Πονάω…» είπε η Άννα σαν τον είδε να βγάζει την κορδέλα από την σακούλα και να της πιάνει το χέρι.
«Θα φτιάξουμε από ένα κόκκινο φιόγκο, μήπως και το πάρουν πιο χαλαρά…»
Έβαλαν και οι δύο τα γέλια, μαζί και ο ταξιτζής, όταν χτύπησε το τηλέφωνό του. Ήταν η μητέρα τους…
«Έλα, μανούλα μου! Δεν μπορώ να σου μιλήσω τώρα. Θα σε πάρω σε δέκα λεπτά… Είμαι ακόμα στην σχολή…» και έκλεισε το τηλέφωνο.
Δεν άργησαν να φτάσουν στο σπίτι τους. Η αγωνία τους ήταν πολύ μεγάλη…
«Να τα εκατοστήσουμε!…» φώναξε ο Γιώργος σαν μπήκε πρώτα εκείνος στο σπίτι με την τούρτα!
«Παλιόπαιδο…! Ήσουν στην σχολή, ε; Παίρνω κι εκείνη την αδελφή σου, αλλά δεν μπορώ να την βρω…»
«Εδώ είναι κι εκείνη… Μόνο που χρειάζομαι μια βοήθεια για να την φέρω… Ντρέπεται το κορίτσι μας… Άσε, πάω να την φέρω εγώ…» και βγαίνοντας, έκλεισε την πόρτα πίσω του για να μην τους αφήσει να βγουν έξω.
Βοήθησε την Άννα να στηριχτεί πάνω του και σε δύο λεπτά άνοιγαν την πόρτα.
«Ορίστε. Σας την έφερα σε συσκευασία δώρου!…»
Η μάνα μόνο που δεν λιποθύμησε. Ο πατέρας πιο ψύχραιμος βοήθησε τον Γιώργο να την καθίσουν στον καναπέ και με μάτια ορθάνοιχτα περίμενε να μάθει τι έγινε.
Ο Γιώργος, χωρίς πολλά λόγια τους εξήγησε τι συνέβη και πως θα πρέπει, για ένα μήνα τουλάχιστον να μείνει στο σπίτι.
«Ευτυχώς, παιδί μου! Είσαι καλά και αυτό έχει σημασία. Το αυτοκίνητο δεν με νοιάζει. Σίδερα είναι, λαμαρίνες. Αρκεί που είσαι ζωντανή και με την σχολή σου, πάλι δεν με νοιάζει…» είπε ο πατέρας, σκουπίζοντας τα μάτια του.
Σε λίγο ήταν όλοι γύρω από την τούρτα, έσβησαν τα κεράκια τους τα δίδυμα και οι γονείς με τον Γιώργο μαζί έτρεχαν ποιος θα προλάβει την όποια επιθυμία της Αννούλας τους. Της δικιάς τους Αννούλας, που μπορεί να έγινε είκοσι χρονών, μα για την μάνα και τον πατέρα, ήταν και θα είναι πάντα τα μωρά τους!…
_
γράφει η Αθηνά Μαραβέγια
0 Σχόλια