Διάγω την 8η δεκαετία της ζωής μου.
Βρίσκομαι στην PA. των U.S.A.. Ήρθα στα 18 μου να παντρευτώ έναν ευκατάστατο Ελληνο-Αμερικάνο, όπως χιλιάδες νέων που κυνηγούσαν το Αμερικάνικο όνειρο.
Παρακαλώ μη ρωτήσετε αν το… κυνηγητό μου απέδωσε καρπούς. Βλέπετε, ποτέ η Ιθάκη δεν μοιάζει έτσι όπως την ονειρευτήκαμε.
Να πω μόνον ότι η τελευταία φορά που αντίκρισα το πατρικό μου σπίτι ήταν τότε που το άφησα χάριν της Αμερικής…
Απέφυγα να επιστρέψω στην Πατρίδα, όσο και αν η καρδιά μου πέθαινε για μια τέτοια επίσκεψη, από φόβο μη και η επιστροφή γινόταν μόνιμη.
Είχα αφήσει φεύγοντας συγγενείς αγαπημένους αλλά εκείνο που με πονούσε με έναν πόνο σχεδόν σωματικό ήταν η ανάμνηση του πατρικού σπιτιού.
Στα πρώτα της ξενιτιάς χρόνια είχα καταφέρει κάπως να διώχνω από την ψυχή τον νόστο, να τον παραχώνω βαθιά στην σκέψη, βοηθούμενη από τα πολλά μητρικά καθήκοντα καθώς είχα γίνει μάνα δυο φορές με δίδυμα.
Λένε ότι “home is where your heart is”. Σύμφωνοι. Η καρδιά μου ήταν στην Πενσυλβανία, στην οικογένειά μου μα πως μπορούσα να σβήσω από τον σκληρό δίσκο της μνήμης το σπίτι της νιότης;
Την νύχτα, άφηνα τη σκέψη να πηγαίνει πέρα από τον Ατλαντικό σ’ εκείνη την μικρή ευλογημένη γωνιά της γης όπου γεννήθηκα, να κουρνιάζω στην πατρική φωλίτσα όμοια της οποίας όχι στην Αμερική δεν βρήκα, αλλά σίγουρα δεν θα υπήρχε πουθενά στον κόσμο. Έκλεινα τα μάτια και διακτινιζόμουν στο σπίτι μου. Αυτό με περίμενε θαρρείς, φιλόξενο και ζεστό, με μια ζέστη φυσική και όχι τεχνητή. Ξάπλωνα στον μικρό καναπέ του δωματίου μου και αφηνόμουν να ακούσω το τραγούδι της βροχής έτσι καθώς αυτή έπεφτε στο τσίγκινο υπόστεγο που χώριζε στα δύο το σπίτι από το μαγαζί του πατέρα στο ισόγειο. Μουσική Συμφωνία υπό την μπαγκέτα αόρατου ταλαντούχου μαέστρου, ασύλληπτης αισθητικής ομορφιάς, τέτοιας που μόνον η φύση ξέρει να συνθέτει.
Έτσι, παραδομένη στην ανάμνηση, “έβλεπα” στον τοίχο μια θαλασσογραφία με ένα καράβι που μόλις με είχε αποβιβάσει εκεί που η καρδιά λαχταρούσε, στο λιμάνι του σπιτιού της νιότης που το ένιωθα να έχει μια ψυχή που πάλλονταν στον ρυθμό της δικής μου.
Να και το μικρό μου γραφείο εκεί στη γωνίτσα, όπου πάνω του είχα εναποθέσει την κούραση του σχολικού διαβάσματος… Και όλα αυτά τα άφησα για να γίνω μια μαμά στην μακρινή Αμερική…
Δεν το σχολιάζω περαιτέρω…
Και με έπαιρνε ο ύπνος με ένα είδος ευτυχίας, με μουσική υπόκρουση πότε τη βροχή όπως είπα, πότε με ένα νυχτερινό του Σοπέν ή μια Μπετοβενική σονάτα στο παλιό μου πιάνο. Ο κάθε λογικός, πρακτικός άνθρωπος θ’ αναρωτιόταν βέβαια, πώς μπορούσε εκείνη η… αντίκα να συγκριθεί με το εβένινο Steinway με ουρά που μου έκανε δώρο ο καλός μου την πρώτη επέτειο του γάμου μας. Μα όσο παράξενο και αν φανεί θα πω το εξής κουφό, όπως θα έλεγε και ο γιος μου, ότι «το άλλο είχε άλλη φωνή και χροιά που ταίριαζε με το όλο σπίτι και με ‘μένα…»
Ο άντρας μου για να με ευχαριστήσει κάλεσε τους καλύτερους ειδικούς και έφτιαξαν μία βεράντα που θύμιζε την άλλη, με την λατρεμένη κληματαριά την απλωμένη στην κρεβατίνα και ένα γιασεμί από τη ρίζα εκείνου της Ελλάδας. Φιλότιμες οι προσπάθειες,δεν λέω, που αν μη τι άλλο έδειχναν πόσο ευαίσθητο άντρα παντρεύτηκα, αλλά…
Δεν θέλησα ποτέ να επιστρέψω. Το ήξεραν όλοι καλύτερα και από μένα ότι έτσι και το έκανα θα ήθελα να παραμείνω στο όμορφο και γερασμένο πατρικό μου σπίτι.
«Χωρίς την οικογένεια σου;»
Ρωτάτε;
Ναι, χωρίς,αν δεν ήθελαν να με ακολουθήσουν…
Μιλάμε για τέτοιο βαθμό τρελού νόστου. Γι’ αυτό, σαν από συμφωνία ούτε ρωτούσα τα αδέρφια μου, ούτε μου έκαναν καμία αναφορά οσάκις ερχόντουσαν να με δουν στην νέα μου πατρίδα (με τα έξοδά τους όλα πληρωμένα), μακαρίζοντάς με για την απίστευτη τύχη που συνάντησα στην γη της Επαγγελίας όπως θεωρούνταν οι U.S.A για πολλούς.
Στα 80στά μου πάντως γενέθλια, κατόπιν μεγάλης πίεσης των συγγενών μια και ίσως λόγω γήρατος εξέλειπε ο φόβος της παλιννόστησης, αποφασίστηκε το προσκύνημα.
Παραξενεμένη από μια επιμονή τους που δεν είχε ξανά συμβεί, είπα να το αποτολμήσω, πριν συμβεί το μεγάλο προσωπικό “ταξίδι” που δεν φάνταζε φευ πια μακρινό.
Υπήρχαν οικονομικά θέματα. Κουτή δεν ήμουν. Γνώριζα πολύ καλά ότι και το πατρικό θα ακολουθούσε την μοιραία πορεία των ομοίων του και θα θυσιαζόταν χάριν μιας λαμπρής πολυκατοικίας. Μα είχα την ελπίδα ότι το σπίτι θα πέθαινε μετά από τον δικό μου θάνατο. Να μη μάθαινα όσο ζούσα, πόσο πόνεσε έτσι γερασμένο που ήταν από τη μοιραία μπουλντόζα με τον κόσμο ν’ αποθαυμάζει το ξήλωμά του τοίχο με τοίχο.
Το ταξίδι αποφασίστηκε και δεν φαντάζεται κανείς πόσο το έτρεμα αυτό το αντάμωμα.
Και πήγα.
Μα αυτή που αντίκρισα δεν ήταν η δική μου γειτονιά, η πόλη μου. Κάποιο λάθος έκαναν οι δικοί μου.
Άγνωστα τα πάντα, μα τα πάντα λέω. Και συνειδητοποίησα ότι βρισκόμουν εκεί, από την μικρή εκκλησιά, παρεκκλήσι της Μεγάλης Μητρόπολης.
Το εκκλησάκι ήταν στο κέντρο μιας πλατείας απέναντι στο πατρικό. Έστεκε αλώβητο, μοσχολιβανισμένο, στην θέση που γνώριζα καλά.
Μα από τα σπίτια που θυμόμουν ούτε ένα.
Εκτός από το δικό μου, να ‘το, ήταν εκεί.
Γερασμένο, άβαφο, με τη μία του γωνία γκρεμισμένη.
Ένιωσα τον πόνο σαν μαχαιριά.
«Ο Χρόνος φταίει», με παρηγόρησε ο αδερφός μου. Τι όμορφη παρηγοριά μα την αλήθεια!
Θέλησα να μπω μέσα.
Είπαν όλοι ότι ήταν επικίνδυνο με την ξύλινη σκάλα ετοιμόρροπη.
Θυμήθηκα την κουτρουβάλα που έφαγα στα νιάτα μου, που την πλήρωσα με το σπάσιμο του ποδιού μου. Και τότε η σκάλα δεν ήταν έτσι βέβαια. Ήταν γερή, μα τα δικά μου μυαλά εκτός κεφαλής με το να την κατεβαίνω τρία τρία σκαλιά. Ήταν όμως και αυτό που λένε η “κακιά στιγμή”, γιατί την σκάλα αυτή, την ανεβοκατεβαίναμε χίλιες φορές τη μέρα και με κλειστά τα μάτια, χωρίς ν’ ανοίξει ρουθούνι. Η σκάλα λοιπόν τότε δεν έφταιγε, πράγμα που δεν θα έλεγα τώρα, αν ω μη γένοιτο συνέβαινε πάλι κάτι.
Το ρίσκαρα.
Ανέβαινα προσεκτικά σκαλί σκαλί και αυτή βογκούσε, έτριζε και κουνιόταν επικίνδυνα. «Δεύτερη φορά να πάθει τα ίδια θα ήταν πολύ», ίσως να σκέφτηκε (η σκάλα!). «Και αυτή τη φορά θα είναι μοιραία λόγω ηλικίας».
Δεν θέλησα να με συνοδεύσουν στην συνάντησή με το σπίτι μου. Την στιγμή αυτή δεν θα την μοιραζόμουνα πάρα μόνο με τον Θεό.
Καθώς συνέχιζα την αναρρίχηση, (σε κάτι τέτοιο παρέπεμπε το ανέβασμά μου), έλεγα η καρδιά μου να, όπου να ‘ναι θα πεταχτεί από το στήθος μου και θα ανέβει εκείνη μόνη της τα σκαλιά. Πώς πας να συναντήσεις ένα αγαπημένο σου πρόσωπο που χρόνια λαχταρούσες; Ε, καμία σχέση. Ο βαθμός λαχτάρας μου ήταν πολύ μεγαλύτερος ακόμη και απ’ αυτό.
Εν τω μεταξύ μεγάλωνε και ο φόβος, γιατί με όσα έβλεπα ήδη, δεν ήμουν καθόλου αισιόδοξη τι θα αντίκριζα σε λίγο, αν το Γολγοθά της σκάλας τον ανέβαινα επιτυχώς τελικά, μην υπολογίζοντας και το κατέβασμα που θα ήταν κατά πολύ δυσκολότερο. Ποιος ξέρει πότε να ήταν η τελευταία φορά που είχε να την πατήσει ανθρώπου πόδι. Και λέω ανθρώπου, γιατί για ζώου δεν θα έλεγα το ίδιο. Κάτι ποντικάκια που τα είδα να φεύγουν έντρομα, έδειχναν ότι εκείνα δεν είχαν παρόμοιου με τους δικούς μου φόβους και καημούς. Καλωσόρισμα από τους νέους κατοίκους λοιπόν, ενώ απ’ όσο εγώ θυμάμαι, τρωκτικό σ’ αυτό το σπίτι δεν είχα δει ποτέ.
Μα όσο και αν ήμουν προετοιμασμένη, αυτή την εγκατάλειψη δεν μπορούσε να την βάλει ο νους. Ξηλωμένα πατώματα, τα φανταστικά πλακάκια του δαπέδου της πανέμορφης κουζίνας μας βγαλμένα, ούτε για δείγμα. Τοίχοι που έσταζαν υγρασία και μούχλα και από την ονειρεμένη βεράντα που της είχα αφιερώσει την καλύτερη μουσική μου σύνθεση, δεν απέμεινε παρά μια μόνο ξεραμένη κληματόριζα. Ούτε γιασεμάκι, ούτε αγιόκλημα, ΤΙΠΟΤΑ. Ένα νεκρό τοπίο.
Το σπίτι δεν ήταν απλώς καταστραμμένο αλλά θα έλεγα κακοποιημένο βαναύσως με σκληρότητα.
Δεν έβγαινε νόημα, γιατί όλη αυτή η καταστροφή;
Περνούσαν διάφορες σκέψεις από το μυαλό, μα πολύ αργότερα έμαθα ότι αυτή είναι η θλιβερή διαδικασία ενός σπιτιού υπό κατεδάφιση. Ειδικοί παίρνουν πρώτα απ’ αυτό ό,τι μπορεί να αξιοποιηθεί.
Με έπιασε ανείπωτος θυμός και έβγαλα θρήνο δυνατό. Οι δικοί μου τρομαγμένοι έσπευσαν να δουν τι έπαθα, μα τους απόδιωξα σαν εχθρούς. Πώς είχαν επιτρέψει να συμβεί αυτό το κακό; Πώς άφησαν το πατρικό μας να ρημάξει έτσι; Πότε άραγε άρχισε η κατρακύλα του;
«Μα για πες, πού να εβρισκαν τα χρήματα για την συντήρησή του αγαπητή Ελληνοαμερικάνα; Μη φέρεσαι κι εσύ όπως οι συμπατριώτες σου που απορούν πώς και μετά από τόση οικονομική βοήθεια από το Αμέρικα και η Ακρόπολή μας εξακολουθεί να είναι ερειπωμένη!!!!!!!!
Ωχ Θεέ.
Όλα κάποια στιγμή υφίστανται μία φθορά μικρή ή μεγάλη σαν αυτή του πατρικού σου σπιτιού κυρά μου. Για κοίταξε τον εαυτό σου. Πόσο λες θα αντέχεις ακόμη να στέκεσαι στα πόδια σου παρ’ όλα τα ντόλαρς του συζύγου σου;»
Άρχισα σιγά σιγά να συμφιλιώνομαι με το δίκιο της εσωτερικής μου φωνής. Και κατέληξα στο ότι το σπίτι το πατρικό, θα έμενε αλώβητο μόνο στην καρδιά και το νου μου και μέχρι να πεθάνω θα το βλέπω όπως υπήρξε. Αγέρωχο, όμορφο, με την δροσερή του κληματαριά που όλο σταφύλια έβλεπες μα σταφύλια δεν τρώγαμε εμείς, ει μη μόνον τα πουλιά πολύ πριν την ωρίμανσή τους. Μα και μήπως την κληματαριά για τα σταφύλια την αγαπούσαμε, ή για την ονειρεμένη φυσική τέντα, που παρείχε δροσιά τις μέρες τις καυτές του καλοκαιριού όταν θαρρείς και όλα τα τζιτζίκια της περιοχής εκεί πάνω στα φύλλα της “έκτιζαν” τη φωλιά τους και μας ξεκούφαιναν.
Κακά τα ψέματα ΣΠΙΤΙ δεν σημαίνει ντουβάρια. Σημαίνει άνθρωποι που το κατοικούν και όταν αυτοί λείψουν αρχίζει σιγά σιγά μια καταστροφή, θαρρείς και οι ανάσες που έφυγαν από ‘κει μέσα, πήραν μαζί τους την ζωή του σπιτιού.
Επιπλέον, τόσες πολυκατοικίες ολόγυρα, και μόνο το σπίτι θα έπρεπε να παραμείνει για να θυμίζει μιαν εποχή που έφυγε και πάει; Να λοιπόν γιατί έπιασε τους δικούς μου η πρεμούρα να έρθω για να δω ιδίοις όμμασι την θλιβερή αναγκαιότητα και να μην θυμώνω, μην τους κακίζω. Και επειδή είμαι ακριβοδίκαιη αναρωτιέμαι, σαν τι να έκαναν δηλαδή; Να το προσφέρουν στο δημόσιο σαν διατηρητέο; Αυτό μόνο απ’ όλα τα σπίτια της πόλης; Όταν η μπουλντόζα του κράτους δεν σεβάστηκε κτίρια με ιστορία όπως το πρώτο Διοικητήριο ή το πρώτο Δημαρχείο και πάει λέγοντας; Δεν θα έπρεπε από εκείνα τα σημαντικά κτίρια να είχε μείνει κάτι που να θυμίζει την πόλη και την αρχιτεκτονική της, έτσι όπως ήταν λίγα μόλις χρόνια πριν; Οπόταν κυρία μου κράτα τους συναισθηματισμούς σου και κούλαρε, που λέει και ο εγγονός σου. Πονάς, ναι, και κανείς δεν λέει ότι δεν θα έπρεπε να νιώθεις έτσι. Αλλά λογικέψου.
Δεν θέλησα να βγάλω ούτε μία φωτογραφία.
Να απαθανατίσω τι; Το… θάνατο; Ας είχα σκεφτεί να το κάνω τότε που το εγκατέλειψα. Αλήθεια, γιατί δεν το έκανα τότε; Ίσως γιατί όταν έφυγα δεν φαντάστηκα ότι δεν θα το ξανάβλεπα ποτέ.
Τότε βέβαια, δεν το ρώτησα πώς εκείνο ένιωθε από τον αποχωρισμό. Αφού λέω ότι είχε ψυχή έπρεπε σίγουρα και να “νιώθει”.
Παρακαλώ δεν θέλω γέλια. Δεν είναι γεροντίστικα συναισθηματικά λόγια τα δικά μου.
Άφησα κάποτε το πατρικό για κάτι καλύτερο.
Το ίδιο έκαναν και οι δικοί μου.
Ακραδάντως πιστεύω ότι τα σπίτια έχουν ψυχή και ζουν όσο ζεις μαζί τους. Το δικό μου το πρόλαβα στο ψυχορράγημά του.
Δεν υπάρχει πια. Μόνο οπτικά έμειναν κάτι ντουβάρια που στέγασαν ανθρώπινες υπάρξεις και πανέμορφα έπιπλα.
Να το σημάδι που άφησε στον τοίχο το παλιό πιάνο.
Να τα χνάρια στους τοίχους από τις φωτογραφίες και τους λιγοστούς πίνακες ζωγραφικής κάνα δυο από τους οποίους πήρα μαζί μου στην Αμερική.
Να η κουζίνα που έσφυζε από μαγειρική δραστηριότητα με τόσα στόματα που ‘χε να ταΐσει η μάνα και η γιαγιά που, θαρρείς γι’ αυτόν μόνο τον σκοπό είχαν έρθει στον κόσμο τούτο, για να γεμίζουν δηλαδή το άπατο στομάχι μας.
Να η σκιά από την μεγάλη ντουλάπα με τους μεγάλους καθρέφτες στο δωμάτιό της μάνας όπου κάναμε πρόβες στα χορευτικά, για να είμαστε Τζίντερ Ρόζερς Και Φρεντε Άστερς όταν μας καλούσαν στα πάρτυ οι φίλοι. Τα σπίτια μας, ναοί του χορού και του τραγουδιού, με την κιθάρα στα χέρια ενός φίλου ή με το ακορντεόν και το πικάπ με τους δίσκους βινυλίου να πέφτουν ένας ένας. (Το στερεοφωνικό θ’ αργούσε να έρθει).
Έλειψαν αυτά, φύγαμε κι εμείς και το σπίτι το έρμο, έφυγε κι αυτό!
Έπρεπε να το πάρω απόφαση πια. Μέσα σε μισό χρόνο από τώρα στη θέση του θα βρίσκεται μια μοντέρνα πολυκατοικία που θα στεγάσει πολλές οικογένειες που ποτέ δεν θα μάθουν η μία την άλλη!!!
Ένα ωραίο, μα χωρίς ψυχή κτίριο, δηλαδή.
_
γράφει η Λένα Μαυρουδή Μούλιου
Λένα, με συγκίνησες. Πολύ τρυφερή η ιστορία σου, καλογραμμένη όπως όλες και η διαπίστωση πως τα σπίτια είναι οι άνθρωποι και όχι τα ντουβάρια, με βρίσκει απολύτως συμφωνη. Πονάει βέβαια καμία φορά όταν από αυτά τα ντουβάρια ξετρυπωνουν εικόνες, ήχοι, αναμνήσεις. Μια γλυκιά καληνύχτα.
κΙ ‘ ΕΓΏ συγκινούμαι όταν σε βλέπω να με δαβάζεις από καιρού σε καιρό. Καλό σου καλοκαίρι κορίτσι μου.Είσαι καλά;