Διάδρομος αναμονής σε νοσοκομείο. Κόσμος λιγοστός, όλως περιέργως. Από το ασανσέρ εμφανίζεται ηλεκτρικό αναπηρικό αμαξίδιο με νοσηλεύτρια συνοδό. Ο άνδρας που κάθεται και το οδηγεί γύρω στα 65. Στέκονται έξω από το ιατρείο που πρέπει να τον δει η/ο γιατρός. Τα χέρια, και αυτά, «μισερά»· λείπουν από τα περισσότερα δάχτυλα οι δύο φάλαγγες, με μια «πρόχειρη» ματιά.
Πώς να τολμήσεις να παρατηρήσεις… Και δε σου δίνει τέτοιο δικαίωμα. Είναι τόσο ζωντανός, τόσο τρυφερός και υπομονετικός, που το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να τον συμπαθήσεις. Όχι να τον λυπηθείς, να τον συμπαθήσεις.
Η νοσηλεύτρια χτυπά την πόρτα και τον ρωτά.
– Να σας βοηθήσω να σηκωθείτε ή θα μπείτε με το καρότσι;
– Έχω ξαναμπεί. Ελπίζω να μου το επιτρέψουν…
Δεν προλαβαίνει ν’ αποσώσει την απάντησή του, όταν ανοίγει η πόρτα κι εμφανίζεται η γιατρός.
– Καλώς τον κύριο «Αγγέλου» (ας του δώσουμε αυτό το επώνυμο). Τι κάνετε;
– Μια χαρά, δόξα τω Θεώ!
– Να σας κάνω χώρο…
Η πόρτα κλείνει πίσω του. Απέξω ακούγονται οι κουβέντες τους, γιατί ο κύριος Αγγέλου έχει και βροντερή φωνή. Γίνεται, προφανώς, η εξέταση και είναι έτοιμος να βγει…, όταν ακούγεται η γιατρός, πάντα με την καλοσύνη που την αντιπροσωπεύει.
– Θα βγείτε με την όπισθεν;
– Έχω άλλη επιλογή;
Την απάντησή του συνοδεύει ένα ηχηρό γέλιο.
– Θα περιμένετε εδώ, για να σας ετοιμάσω τα παραπεμπτικά για τις εξετάσεις και τα φάρμακα.
– Χωρίς αυτά, δεν πάω πουθενά…
Ο κύριος Αγγέλου χαμογελάει, κάτι λέει με τη συνοδό του, χαμηλόφωνα τούτη τη φορά, γιατί βρίσκεται στον διάδρομο, όταν ανοίγει ξανά η πόρτα. Παίρνει τα παραπεμπτικά μ’ ένα μεγάλο «ευχαριστώ», ένα πλατύ χαμόγελο κι ένα «εις το επανιδείν» και με συνοδό την νοσηλεύτριά του, κατευθύνονται, πάλι με όμορφη διάθεση προς το ασανσέρ.
Η επόμενη ασθενής, αφού έγιναν τα απαραίτητα – ιστορικό, εξέταση – κουβεντιάζοντας με τη γιατρό, «στέκεται» στον κύριο Αγγέλου και πόσο τον θαύμασε για το κέφι και τη δίψα του για ομορφιά.
– Να είναι σε αυτή την κατάσταση και η απάντησή του στο δικό σας «τι κάνετε», να λέει «μια χαρά». Πόσο μεγάλο μάθημα ζωής!…
– Πράγματι. Είναι από τους ασθενείς που δε σε κουράζουν. Αντίθετα, σε κάνουν και νοιώθεις όμορφα. Όπως και η κυρία Ευθυμίου (ας της δώσουμε αυτό το επίθετο). Σε κάποιο από τα διάσπαρτα κτίριά μας που πηγαίνω κι επισκέπτομαι ασθενείς συχνά, είναι η κυρία Ευθυμίου. Κρατά ένα τεράστιο κομποσκοίνι, που θα μπορούσε να τυλίξει στην μέση της. «Τι κάνετε;» την ρωτάω. «Μια χαρά, με τη βοήθεια του Θεού» είναι η απάντησή της πάντοτε. Είναι τυφλή και καθηλωμένη σ’ ένα κρεβάτι…
*
Και φθάνουμε στον αντίποδα: Γκρινιάζουμε, γιατί «ψάχνουμε την τσάντα που θα έχει το ίδιο χρώμα του πάγου με τις μπότες μας». Δυσανασχετούμε, όταν κάποια σχέση ή ενέργειά μας δεν έχει το αποτέλεσμα που εμείς προσδοκούσαμε. Σκάμε, γιατί το φαγητό δεν μας πέτυχε ή γιατί ο «φίλος» ή η «φίλη» μας δεν ανταποκρίθηκε στα δικά μας συναισθήματα. Κατηγορούμε τον έναν και τον άλλον, πολλές φορές χυδαία, γιατί δε μας αρέσει ο τρόπος που ντύνεται ή γιατί δεν είναι «του επιπέδου» μας. Δημιουργούμε δυσάρεστες καταστάσεις πρώτα στον εαυτό μας κι ύστερα στους γύρω μας. Δηλητηριάζουμε τις όποιες όμορφες στιγμές μάς χαρίζονται, και είναι πολλές μα την αλήθεια. Μεμψιμοιρούμε για το οτιδήποτε· πότε γιατί δε μας φτάνουν τα λεφτά να κάνουμε τις σπατάλες που κάναμε άλλοτε, πότε γιατί τα τρία σπίτια που έχουμε δεν μπορούμε να τα φέρουμε σε μια τάξη και τα έξοδα είναι πολλά, άλλοτε γιατί θα θέλαμε να έχουμε μεγαλύτερη αποδοχή και αναγνώριση από αυτήν που έχουμε ή γιατί μας προέκυψε ένα πρόβλημα υγείας, το οποίο ελέγχεται και θεωρούμε τους εαυτούς μας ήρωες που το αντέξαμε και το παλεύουμε. Δε φτάνει το βλέμμα μας στους διπλανούς μας, στους γύρω μας, και είναι πολλοί που δεν έχουν μήτε τα απαραίτητα. Τους κατηγορούμε, έχοντας πάντοτε μια υπεροπτική θέση. Αγνοούμε πως ένας λάθος χειρισμός, δικός μας ή άλλων, των υπερδυνάμεων ας πούμε, μπορεί να φέρει κι εμάς στην ίδια μοίρα και κατάσταση. Ανοίγουμε το στόμα μας κι αντί να βγει ένα χαμόγελο, μια συμπάθεια και όχι οίκτος, αντί να στάξουμε μέλι, έστω και νοθευμένο, στάζουμε χολή. Έχουμε το υπερεγώ μας πάνω απ’ όλους και όλα. Δεν είμαστε ευχαριστημένοι με τίποτα…
Τελικά, ποιος είναι πιο πλούσιος; Αυτοί οι δύο άνθρωποι της ιστοριούλας μας ή οι υπόλοιποι, που αν καταπιούμε τη γλώσσα μας κατά λάθος, το λιγότερο που θα πάθουμε, είναι μια δηλητηρίαση, της οποίας αντίδοτο δεν υπάρχει;
–
γράφει η Αθηνά Μαραβέγια
Το σχόλιό σας είναι επιθυμητό!
0 Σχόλια