Το χέρι απλωμένο και πέτσινο. Το άλλο να του κρατά τον αγκώνα. Να μην φύγει. Στην άκρη του το τσιγάρο. Μια ριπή αγέρα τράβηξε μια γερή ρουφηξιά κι ο καπνός χύθηκε στο χώρο. Το βλέμμα στο κενό. Ο νους άδειος.
Κολλημένος -αποπλανημένος στο 28ο αντίγραφό της. Να αναζητεί ομοιότητες και να τις αισθάνεται πενιχρές. Έχασε τα μάτια, δίστασε στα μαλλιά, τρεμούλιασε στο κορμί. Ένα πανομοιότυπο με τις βασικές μονάχα γραμμές της. Δεν σκεφτόταν για την πνοή της. Το άρωμα των μαλλιών της. Τους δισταγμούς της. Τα παιχνιδίσματά της. Το γέλιο της και την ανησυχία της να τρώει τα νύχια της.
Μαθημένος να παλεύει με την πέτρα, το μάρμαρο, τον γρανίτη, σμίλευε συμπλέγματα της φαντασίας του, παρακολουθούσε τα άψυχα ή τα φυτά που ανακλαδιζόταν, τις επιθυμίες των ανθρώπων και την γύρω του φύση και τα αντέγραφε, αναδευμένα με τις μύχιες βλέψεις των ονείρων του. Πιστά αλλά και με πολλά σημάδια σουρεαλισμού. Όλα του τα γλυπτά γινόταν παιδιά του και τον συνόδευαν σε όλες τις εκθέσεις του, στις προθήκες που μετά στόλιζαν. Ήταν κάτι δικό του, που το αποχωριζόταν με γόο και σπαραγμό. Μετά όμως μέρευε και σαν αναμετρούσε τα κύτταρά του τα έβλεπε όλα τους σώα και υπαρκτά.
Τι το ήθελε το μοντέλο; Ήθελε, του καρφώθηκε η ιδέα, για μια ζωντανή αναπαράσταση της Αφροδίτης που μερεύει τα κύματα. Δημιούργησε τα κύματα, γονάτισε στην κίνησή τους, έδειξε τον τρόμο τους. Του έμεινε η Αφροδίτη.
Αναζήτησε μια ζωντανή αναπαράσταση και στο πρώτο του κάλεσμα, γνωστός για τις αμφιλεγόμενες ιδιοτροπίες του, του στείλαν ό,τι πιο ζωντανό είχαν.
Της είπε να ποζάρει πάνω στα άπνοα κύματα. Αυτός κοιτούσε το κομμάτι μάρμαρου που ήταν έτοιμο και ανυπομονούσε να πελεκηθεί. Γύρισε. Την είδε.
Για καιρό έμεινε στα μάτια της. Έβλεπε ξανά και ξανά τη θάλασσα να υποχωρεί, να υποκλίνεται και να αναδύεται αυτή. Για χρόνο έμεινε στα μαλλιά της. Έσταζαν το μέλι του βυθού. Φύκια που είχαν πάνω τους το μετάξι του παραδείσου. Και πουλιά κελαηδούσαν καθένα τον δικό του σκοπό, συντονισμένα από έναν θείο μαέστρο. Μετά χρόνους θαρρείς κατέβηκε στο κορμί της. Τα μάτια του προσπαθούσαν να πιάσουν τις γραμμές του, μα εκείνες φειδόταν σε απόκρυφα ακρογιάλια, σε ανήμερες θαλασσινές σπηλιές και σε θάλασσες που το νερό μιας αποτραβιέται και υποκλίνεται στη στεριά και την άλλη προσπαθεί να την κατακτήσει. Και τον καιρό που το κορμί της ξεπάγωνε, μια άτακτη κίνηση του χεριού, μια ατέρμονη αγερομανία των μαλλιών, μια πνοή από το στόμα της που άφηνε την πρωινή αύρα να κυνηγά ηλιοβασιλέματα, του σημάδευαν τ’ απόμακρα μόρια που δεν είχαν ως τότε εμποτιστεί από την παρουσία της.
Πέρασε καιρός. Εννιά μήνες. Κι αυτή, που μήτε το όνομά της δεν τόλμησε να αφήσει στα αυτιά του, παλάβωσε με την εριστικότητά του να στέκει απέναντί στο γυμνό της και να την ανιχνεύει με τις ώρες, παλάβωσε και μήνυσε πως θα εξαφανιστεί από τον τόπο ετούτον που οι άνθρωποι προσπαθούν να μαγαρίσουν το θείο. Και την ομορφιά του.
Αυτός, που το όνομά του χάθηκε σε μιαν σπιθοβολιά από το βλέμμα της, ο γλύπτης άψυχων και τεχνητών ονειρώξεων, έναν χρόνο τώρα στέκει στην ίδια θέση. Σμίλεψε είκοσι οκτώ αντίγραφά της, το ένα πιο γνήσιο από το άλλο. Κανένα όμως δεν έχει το θάμπος της μορφής της, την ονειροφαντασιά του κορμιού της, την μυρωδιά που ανέδυε το σώμα της. Το κοινό του, οι κριτικοί και τα δημοφιλή περιοδικά λόγου και τέχνης, διακηρύττουν πως δεν υπάρχουν ομορφότερα και αρτιότερα γλυπτά και πως το ένα καλύπτει τις ατέλειες του άλλου. Όλα μαζί μια πανδαισία παραδείσου.
Αυτός, ο γλύπτης που έχασε τον δρόμο του, τον προορισμό του, αυτός που μονάχα σμιλεύει πια όμοια αγάλματα, ξέρει πως όλα μαζί δεν μπορούν να αντικαταστήσουν μηδέ την άκρια των μαλλιών της, αυτά που κάποια φορά ένα μικρό αγεράκι τα ξεσήκωνε ανεπαίσθητα.
0 Σχόλια